φωτογραφίες Πηνελόπη Γερασίμου
Με τον Αντώνη Στεργιάκη να κάνει το πρώτο βήμα και με τους δυο γιους του, τον Γιώργο και τον Δημήτρη, ν' ακολουθούν, παρέα, τα βήματά του, η Ama Films, μια οικογενειακή εταιρεία κινηματογραφικής διανομής που ανοίχτηκε στον κόσμο, κλείνει φέτος τριάντα χρόνια ζωής. Το Flix μίλησε με τον Γιώργο Στεργιάκη για τα χρόνια που πέρασαν κι αυτά που θα έρθουν και φωτογράφησε τον ίδιο και τον αδελφό του, Δημήτρη, στο Αστυ.
προσωπικό αρχείο
Πώς θα χαρακτήριζες την ταυτότητα της AMA μέσα στις δεκαετίες της ζωής της;
Τριάντα χρόνια, τρεις δεκαετίες, κάθε μια και πιο διαφορετική από τις άλλες. Για την ΑΜΑ η καλύτερη δεκαετία ήταν το 1991 – 2000: από τα πιο δυνατά ξεκινήματα στην ελληνική διανομή τα τελευταία πενήντα χρόνια στην Ελλάδα.
Αυτοί ήμαστε, η Stergiakis Family, πατέρας και δυο γιοι, ο Δημήτρης και ο Γιώργος, που πήραν μέσα από τα χέρια δυο πολύ δυνατών εταιριών στην Ελλάδα, το «Μίσος» του Ματιέ Κασοβίτς – επειδή ο γενικός διευθυντής του Canal+ είδε σ’ εμάς ένα τεράστιο πάθος για το σινεμά κι έτσι επέλεξε να μας δώσει αυτήν την ταινιάρα, που κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας τότε στις Κάννες κι έκανε περίπου 50.000 εισιτήρια.
Την επόμενη χρονιά ακολουθεί ένα τεράστιο πάρτι: η Ciby Sales μας δίνει το «Μυστικά και Ψέματα» που κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, κάνει 150.000 εισιτήρια και παίρνει 5 υποψηφιότητες για Οσκαρ. Και μετά το άλογο που λέγεται Ama, με αναβάτη τον Γιώργο Στεργιάκη αλλά και με τον πατέρα Αντώνη σαν Τρίτο Μάτι και με τον αδελφό Δημήτρη να βοηθά σημαντικά, καλπάσαμε δυνατά προς την Ιστορία. Ποτέ δεν θα μπορούσα αυτά να τα κάνω μόνος μου, εάν δεν είχα τη βοήθεια του πατέρα μου και του αδελφού μου, του Δημήτρη.
Πάντοτε ο μπαμπάς σού έλεγε ότι κάτι έλειπε απ’ αυτά που έκανες, για να τα κάνεις καλύτερα στο τέλος. Η μεγάλη συμβουλή του είναι ν’ αγαπάς τη δουλειά σου με πάθος.»
Και μετά αρχίζουν τα όργανα να παίζουν: 1997, «Η Γεύση του Κερασιού» του Κιαροστάμι, Χρυσός Φοίνικας, «The Sweet Hereafter» του Εγκογιάν, Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες. 1998, το «Festen», Βραβείο της Επιτροπής. 1999, η «Ροζέτα», Χρυσός Φοίνικας. 2000, «Τραγούδια από τον Δεύτερο Οροφο», Βραβείο της Επιτροπής και «Amores Perros», Καλύτερη Ταινία στην Εβδομάδα Κριτικής, όλα στο Φεστιβάλ Καννών.
Στη δεύτερή μας δεκαετία, 2001 – 2010, η Ama συνέχισε να καλπάζει: το 2003 το «Dogville» του Τρίερ έκανε 150.000 εισιτήρια, το 2004 το «Old Boy» 50.000 εισιτήρια, το 2008 το «Ανάμεσα στους Τοίχους» 70.000 εισιτήρια, ενώ το 2010 κλείνουμε τη δεκαετία με τον Χρυσό Φοίνικα του «Θείου Μπουνμί» του Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν που μιλά για έναν ήρωα που πάσχει από νεφρική ανεπάρκεια και στο τέλος πεθαίνει. Ετσι πέθανε και ο πατέρας μας, δυο χρόνια και κάποιους μήνες αργότερα. Τυχαίο; Ολα είναι γραμμένα στη ζωή μας, το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον.
Και φέτος, που κλείνουμε 30 χρόνια ως εταιρεία διανομής, παρακαλάμε ζητώντας ελεημοσύνη από τους διευθυντές της ΕΡΤ ν’ αγοράσουν ταινίες από εμάς. Τελικά στην Ελλάδα πρέπει να πεθάνεις για να σε αναγνωρίσουν.
Με ποιο κριτήριο επιλέγετε τις ταινίες που θα διανείμετε;
Το κριτήριο είναι το ένστικτο και η κινηματογραφική παιδεία που έχουμε από τον πατέρα μας. Κι εγώ κι ο Δημήτρης, μόλις δούμε τα πρώτα 40 λεπτά της ταινίας, καταλαβαίνουμε πολύ καλά και στο τέλος πάντα συμφωνούμε. Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, ότι, όπως είχε πει και ο Μανώλης Κρανάκης, Φεστιβάλ Καννών δεν γίνεται χωρίς Στεργιάκηδες! Κι ότι πάντα πέφτουμε μέσα στους Χρυσούς Φοίνικες. Εχουμε πάρει έξι κι έχουμε χάσει, από αδικία των επιτροπών, πάνω από 10. Γενικά, μας έχουν αποκαλέσει «κυνηγούς του Χρυσού Φοίνικα».
Γιώργος Στεργιάκης
Ποια ταινία θεωρείς ότι ήταν εμβληματική στην ιστορία της εταιρίας;
Δυο ταινίες ήταν εμβληματικές στην ιστορία της Ama, το «Μυστικά και Ψέματα» και το «Dogville».
Δημήτρης Στεργιάκης
Πόσο αυτονόητο ήταν ότι θ' ακολουθήσετε στα βήματα του πατέρα σας;
Το μήλο, λένε, κάτω από τη μηλιά θα πέσει κι όλες οι παροιμίες είναι σωστές. Ο αείμνηστος πατέρας μας έκανε αυτό που θα έκανε κάθε πατέρας, να προσπαθήσει να βάλει τα παιδιά του στη δουλειά του. Ετσι, πριν από 32 χρόνια περίπου, έκανε μια δόση του κινηματογραφικού μικροβίου και στους δυο γιους, Δημήτρη και Γιωργή – νομίζω ότι στη δική μου δόση έβαλε και κάτι από πάθος.
Πώς αποφάσισε, εκείνος, ν' ασχοληθεί με την διανομή και την αίθουσα; Πες μας το μικρό ιστορικό.
Να ξεκαθαρίσουμε ότι ο μπαμπάς είχε κάνει τα πρώτα του βήματα στη διανομή τη δεκαετία του ’80, μόνος του. Πήγε στην Ιταλία χωρίς να ξέρει καθόλου αγγλικά. Αλλά μ’ ένα φίλο Ιταλό, κατάφερε να φέρει το «Διαζύγιο αλά Ιταλικά» του Τζέρμι και κάποιες άλλες ταινίες. Αλλά δεν είχε χέρια ο μπαμπάς για βοήθεια, εμείς ήμαστε μικρά παιδιά κι έτσι δεν συνέχισε τη διανομή.
Και το 1991, πριν από 30 χρόνια ακριβώς, κάνω το παρθενικό μου ταξίδι στο Φεστιβάλ του Αβοριάζ στη Γαλλία, 20 ετών και φέρνω την πρώτη μας ταινία, τα «Φτερά της Διασημότητας» («Wings of Fame»), με δυο μεγάλους ηθοποιούς, τον Πίτερ Ο’Τουλ και τον Κόλιν Φερθ.
Επίσης – κάτι που δεν ξέρει ο κόσμος – ο τεράστιος Γιώργος Τζιώτζιος μου ζήτησε να γράψω ανταπόκριση από το Φεστιβάλ του Αβοριάζ. Και μου έβγαλε και μια ταυτότητα του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ που σας δίνω, μαζί και μια φωτογραφία με τον πρωταγωνιστή του «Κουρδιστού Πορτοκαλιού», Μάλκολμ ΜακΝτάουελ κι εμένα, στο Φεστιβάλ του Αβοριάζ τότε.
προσωπικό αρχείο
Ποια είναι μια δική του συμβουλή ή παρότρυνση που κρατάς στη μνήμη;
Πάντοτε ο μπαμπάς σού έλεγε ότι κάτι έλειπε απ’ αυτά που έκανες, για να τα κάνεις καλύτερα στο τέλος. Η μεγάλη συμβουλή του είναι ν’ αγαπάς τη δουλειά σου με πάθος.
Τι σημαίνει για εσάς το Αστυ; Ποιες αναμνήσεις, καλές και κακές, σε συντροφεύουν;
Το Αστυ για εμάς έχει πάντα πολύ καλές αναμνήσεις. Ο λόγος είναι ότι, απ’ όλους τους κινηματογράφους που είχαμε στο παρελθόν ως οικογένεια, το Αστυ το προσέξαμε πάρα πολύ, ρίξαμε πολλά χρήματα και κάναμε δύο μεγάλες ανακαινίσεις. Το Αστυ ξαναγεννήθηκε στα χέρια της Ama, γιατί πριν από 17 χρόνια περίπου, ξαναβρήκε την παλιά του αίγλη – άρχισε να συναγωνίζεται στα ίσια το Αττικόν, το Ιντεάλ, γιατί ξεκίνησε να παίζει σε πρώτη προβολή νέες ταινίες της Ama αποκλειστικά. Ενώ, πριν, είχε υποβαθμιστεί λίγο, λειτουργούσε σαν move over, περίμενε να παίξει την τρίτη εβδομάδα την ταινία που θα κατέβαινε από το Αττικόν.
Μια κακή ανάμνηση ήταν τότε που πήγαν να μας κάψουν, το 2012. Αλλά πέρασε κι αυτό…
Τι σημαίνει για εσάς το Ταινιόραμα και όλες οι γενιές που πέρασαν από το Αστυ για να το δουν;
Το ταινιόραμα πάει πακέτο με την Ama και την οικογένεια Στεργιάκη. Το πρώτο το ξεκίνησε ο μπαμπάς στο Αλφαβίλ το 1990. Κι εδώ και περίπου 17 χρόνια, έχει βρει τη σταθερή του στέγη στο Αστυ, το οποίο συνεχίζει να προβάλλει, μαζί με τα ψηφιακά έργα και ταινίες σε φιλμ 35mm. Δεν πετάξαμε ποτέ την κινηματογραφική μηχανή, γιατί συνεχίζουμε να είμαστε παραδοσιακοί.
Αλλαξε η διανομή, γίναμε πολλοί. Οπως τα σουβλατζίδικα, που ανοίγει ένα και μετά ανοίγουν άλλα δέκα στην ίδια γειτονιά. Κυνηγάμε όλοι τις επόμενες «Ζωές των Αλλων» και δεν έχουν πού να παίξουν τις ταινίες τους, στο τέλος.»
Πόσο άλλαξε η διανομή αλλά και η θέαση στην αίθουσα από τη γέννηση της εταιρίας μέχρι τώρα;
Βέβαια άλλαξε η διανομή, γίναμε πολλοί. Οπως τα σουβλατζίδικα, που ανοίγει ένα και μετά ανοίγουν άλλα δέκα στην ίδια γειτονιά. Κυνηγάμε όλοι τις επόμενες «Ζωές των Αλλων» και δεν έχουν πού να παίξουν τις ταινίες τους, στο τέλος. Αλλά επειδή έχουν κάποιοι και πολιτικό μέσο, σε πετάνε έξω κι από τηλεοπτικό κανάλι που παίζει τέτοιες ταινίες.
Ενας διανομέας στην Ελλάδα κάνει σωστά βήματα και τον αποκαλώ δάσκαλο: ο Ζήνος Παναγιωτίδης, φέρνει το ίδιο ζενρ ταινιών μ’ εμάς και λίγους τίτλους, όπως εμείς.
Υπήρχε στιγμή, στα τελευταία χρόνια, με τις απανωτές κρίσεις, που σκεφτήκατε ότι δεν μπορείτε να συνεχίσετε;
Θα σας πω, ως διαχειριστής της Ama Films. Εμείς πάντοτε, κάθε χρόνο, δεν φέρναμε πάνω από 10 – 12 ταινίες, υπήρχε και χρονιά με 17 ταινίες στην εταιρεία, αλλά γενικά είμαστε πολύ μετρημένοι στις κινήσεις μας. Και το τζόκερ να κερδίσουμε, τον ίδιο αριθμό ταινιών θα διανέμουμε, γιατί σκεπάζουμε τα πόδια μας μέχρι εκεί που φτάνει το πάπλωμα.
Οπως μου είχε πει ο Δημήτρης Δανίκας, «εσύ, Γιώργο, έχει μια μικρή μπουτίκ ταινιών» και, σωστά, δεν θέλω ποτέ να έχω περισσότερες ευθύνες. Δεν σας κρύβω ότι στο παρελθόν ένας άνθρωπος της κινηματογραφίας μου είχε πει αν θα ήθελα, με τις γνωριμίες που είχε, να παίρναμε την αντιπροσωπία μιας μεγάλης εταιρείας στην Ελλάδα, είπα όχι.
Θέλω, μέχρι ο Θεός να μ’ έχει γερό και δυνατό, να μπορώ να φέρνω τις λίγες ταινίες που φέρνω κι αν μπορώ, να κάνω την έκπληξη που πάντα κάνω, μαζί με τον αδελφό μου, γιατί πάντα θα αγαπώ με πάθος αυτή τη δουλειά. Γιατί είμαι σωστός επαγγελματίας κι έχω μάθει να σέβομαι τους αντιπάλους μου – αυτούς που είναι σωστοί, όμως.
Το Αστυ είναι ένας κινηματογράφος με έντονη ταυτότητα - έχετε κάποιους τακτικούς, σταθερούς θεατές; Μιλάτε μαζί τους; Εχεις να μοιραστείς κάποιο παραλειπόμενο;
Το Αστυ είναι ναός του κινηματογράφου που, στα χέρια της Ama Films και της οικογένειάς μας, ξαναγεννήθηκε και παραμένει από τους πρώτους στην Αθήνα. Εχουμε σταθερούς πελάτες που μας ακολουθούν τα τελευταία χρόνια γιατί μας αγαπούν και ξέρουν ότι στο Αστυ θα δουν μια πολύ καλή ταινία.
Ενας, μια μέρα, μου λέει, στο Αστυ: «Γιωργή Στεργιάκη, θυμάσαι πριν από 35 χρόνια στο Αλφαβίλ, το 1986, που παίζατε την “Κατάσταση των Πραγμάτων” του Βέντερς;» Είχαμε τότε μια συζήτηση και μου είχε πει ότι είχε δει το έργο 25 φορές και του λέω, «τι λες ρε φίλε, θα το δω κι εγώ!» Και τότε είδα για πρώτη φορά την ταινία – γιατί, τελικά, το είδαμε παρέα.
Διατηρείτε, συχνά, ένα "κλειστό κύκλωμα", δηλαδή προβάλλετε ταινίες μόνο δικής σας διανομής, γιατί κάνετε αυτή την επιλογή;
Δεν διατηρούμε 100% κλειστό κύκλωμα, στο Αστυ παίζουμε ταινίες κι από άλλες εταιρείες διανομής, αλλά για να παίξουμε κάτι που ν’ αξίζει τον κόπο, πρέπει και να μην το παίζουν ακόμη πέντε κινηματογράφοι. Τα εισιτήρια έχουν πέσει πολύ, το να παίζει το Αστυ Ama Films δίνει οξυγόνο για να συνεχίσουμε. Για να παίξουμε ταινίες άλλων, πρέπει να είναι κάτι πολύ μεγάλο που να κάνει μπαμ.
Ποια είναι η θέση σας απέναντι στις ελληνικές ταινίες; Πότε επιλέγετε κάποια για διανομή και πότε για προβολή;
Σταμάτησα να κάνω διανομή όταν ένας Ελληνας σκηνοθέτης, που του άνοιξα την ταινία του σε έξι μαγαζιά (Απόλλων, Δαναός, Στούντιο, Αλφαβίλ, Αττικα, Εκράν), επειδή η ταινία του έκανε μόνο 50.000 εισιτήρια, μου έκανε και παράνομη διανομή στους δήμους και μ’ έβρισε. Επίσης, δεν μπορώ τους τύπους που βρίζουν τον Λάνθιμο για τον «Κυνόδοντα», που έκανε μια ταινιάρα, και τον Κούτρα με τη «Στρέλλα» που θεωρώ επίσης ταινιάρα: τους λέω, κάνε μια τέτοια ταινία εσύ και θα την παίξω.
Αν η ελληνική ταινία δεν είναι καλή και δεν πάρει κριτικές, θα κάνει λίγα εισιτήρια κι εγώ πώς θα πληρώσω το ενοίκιο του Αστυ που είναι και μεγάλο; Επιχειρηματίας είμαι, δεν είμαι φιλανθρωπικό ίδρυμα. Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και η ΕΡΤ, πριν δώσουν χρήματα, θα έπρεπε να εξασφαλίζουν πρώτα τη διανομή.
Πώς νιώθετε για τη σεζόν που ξεκινά, αισιόδοξοι ή όχι τόσο, τι φοβάστε, για ποια πράγματα χαίρεστε;
Είμαι πολύ ευχαριστημένος που ξεκινάμε ξανά, ως Ama και Αστυ, να βγάζουμε ταινίες και να περιμένουμε τους σινεφίλ. Πάντα είμαι αισιόδοξος, γιατί ξέρω τη δουλειά μου πολύ καλά.
Το μήλο, λένε, κάτω από τη μηλιά θα πέσει κι όλες οι παροιμίες είναι σωστές. Ο αείμνηστος πατέρας μας έκανε αυτό που θα έκανε κάθε πατέρας, να προσπαθήσει να βάλει τα παιδιά του στη δουλειά του. Ετσι, πριν από 32 χρόνια περίπου, έκανε μια δόση του κινηματογραφικού μικροβίου και στους δυο γιους, Δημήτρη και Γιωργή – νομίζω ότι στη δική μου δόση έβαλε και κάτι από πάθος.»
Φοβάμαι ότι φέτος θα είναι μια πολύ δύσκολη χρονιά. Θα το παλέψουμε δυνατά όμως, γιατί έχουμε μάθει να παλεύουν στη ζωή μας, έτσι μας έμαθε ο πατέρας μας, να είμαστε αγωνιστές.
Επίσης, από 21 Οκτωβρίου το Αστυ έγινε covid free, με πληρότητα 100%.
Τι είδους υποστήριξη θα ευχόσασταν να έχετε από την Πολιτεία;
Νόμιζα ότι η Πολιτεία προσπαθεί να κάνει κάποια πράγματα, αλλά κάπου λιμνάζουν. Ας πούμε, πότε θα μας δώσουν τα χρήματα από τις επιδοτήσεις Οκτωβρίου, Νοεμβρίου, Δεκεμβρίου 20201 Πότε θ’ ανοίξουν για τις νέες επιδοτήσεις; Τους χειμερινούς μικρούς κινηματογράφους πρέπει να βοηθήσουν περισσότερο.
Ποια είναι η δική σου αγαπημένη ταινία/προβολή μέσα στα χρόνια και γιατί;
Νομίζω ότι η πιο αγαπημένη μου ταινία απ’ όλες που έχουμε φέρει, είναι τα «Τραγούδια από τον Δεύτερο Οροφο» του Ρόι Αντερσον.
Ως διανομείς και αιθουσάρχες, ποια στάση κρατάτε απέναντι στην κριτική; Τη βρίσκετε σύμμαχο ή εχθρό και γιατί;
Νομίζω, προσωπικά, ότι για εμάς, ως αιθουσάρχες και διανομείς, η κριτική παίζει μεγάλο ρόλο στις καλλιτεχνικές ταινίες που παίζουμε, είναι μεγάλος σύμμαχος όταν έχεις πολύ καλές κριτικές. Δυστυχώς, όμως, οι μεγάλοι εκδότες δεν βλέπουν σωστά, απολύουν πολύ καλές πένες και προσλαμβάνουν ανθρώπους που δεν έχουν καθόλου προϋπηρεσία.
Ακολουθήστε τον κινηματογράφο ΑΣΤΥ στο @astycinema και την Ama Films στο @amafilms.