Γνωρίσαμε τον Αλεχάντρο Λάντες όταν το 2011, ο Θύμιος Μπακατάκης φώτισε την πρώτη του ταινία, το «Porfirio» που έκανε πρεμιέρα στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών του Φεστιβάλ Καννών. Συναντήσαμε ξανά τον Κολομβιανό σκηνοθέτη οκτώ χρόνια μετά, με τη δεύτερη ταινία του, τους «Monos», μια εμπειρία που δίκαια κερδίζει βραβεία και συγκρίσεις με μεγαθήρια της ιστορίας του σινεμά όπως το «Αποκάλυψη Τώρα!» και το «Αγκίρε: Η Μάστιγα του Θεού». Αυτή τη φορά στην ομάδα του υπάρχει πάλι ένας Ελληνας - ο Γιώργος Μαυροψαρίδης στο μοντάζ - ενώ στο μυαλό του υπήρχε από την αρχή μια πολεμική ταινία φτιαγμένη ως αντιπολεμική ιαχή.
Κατάγομαι από μία χώρα που βρισκόταν σε εμφύλια διαμάχη επί έξι δεκαετίες. Ηθελα όμως να κάνω μια ταινία που να μιλάει για τον πόλεμο από μια πιο παγκοσμιοποιημένη σκοπιά, να μιλάει για την φύση του πολέμου ως μέρος της ανθρώπινης κατάστασης, ειδικά από την οπτική γωνία της δικής μου γενιάς που σίγουρα είναι διαφορετική από εκείνη των προηγούμενων. Δεν υπάρχουν πλέον τα μέτωπα, ως κυριολεκτικό και μεταφορικό όριο, δεν υπάρχει ο ρομαντισμός των σημαιών και των στολών, ούτε η ηθική διάκριση μεταξύ καλού και κακού. Όλα γίνονται πλέον από μακριά, βλέπεις τους πολέμους στο Αφγανιστάν και στη Συρία να γίνονται και να κερδίζονται από τις σκιές και τα drones. Ακόμα και η έννοια της νίκης έχει αλλάξει. Ηθελα με την ταινία να αναδείξω αυτή την κατάργηση της δυαδικότητας, την απαλοιφή κάθε διαφοράς ανάμεσα σε αριστερά και δεξιά, σε άνδρες και γυναίκες, σε παρελθόν και παρόν, σε κόλαση και παράδεισο. Την ομίχλη του πολέμου που καλύπτει τα πάντα.
Ο πόλεμος λειτουργεί ως καθρέφτης της ανθρώπινης ψυχής, αποκαλύπτει την πραγματική μας φύση. Τις εναλλαγές τις εξουσίας μέσα στην ομάδα των μαχητών, τη σύγκρουση της πειθαρχίας με τα ένστικτα και την ανθρώπινη ανάγκη να αγαπήσεις και να αγαπηθείς. Γι’ αυτό και ονόμασα την ταινία «Monos», για να υπογραμμίσω τη μάχη ανάμεσα στη μονάδα και το σύνολο. Πρωταγωνιστής στην ταινία μου είναι η ομάδα, αλλά καταλήγει σε έναν μαχητή, ακριβώς για να δείξει την κατάληξη στην ατομικότητα.
Τα ονόματα των ηρώων μου προέκυψαν κατ’ αρχάς από το πραγματικό φαινόμενο ότι όλοι οι μαχητές σε τέτοιες ομάδες ανταρτών έχουν ψευδώνυμα. Ηθελα, όμως, να έχουν μια ειρωνικά ποπ διάσταση, η οποία θα υπονομεύει δημιουργικά την ιστορία.
Φυσικά υπάρχουν αναφορές στην ταινία. Οταν με ρωτούν αν το κεφάλι του γουρουνιού παραπέμπει στον «Αρχοντα των Μυγών», απαντώ «Μα δεν είναι εμφανές; Είναι στο εξώφυλλο του βιβλίου!» (γέλια). Είναι ένας τρόπος να δείξω στο κοινό μια εικόνα που έχει καταγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο, να δώσω μια πινελιά από κάτι κοινό σε όλη την ανθρωπότητα σε μια κατά τα άλλα αλλόκοτη ιστορία. Μετά επηρεάστηκα από το «Ελα να Δεις», το «Full Metal Jacket», τον «Κυνηγό», το «Πλατούν», το «Αποκάλυψη Τώρα», αλλά και ταινίες περίεργης ενηλικίωσης, όπως το «Gummo», το «Kids», πολεμικές φωτογραφίες, φωτογραφίες της Ναν Γκόλντιν, τη φιλοσοφία του Χομπς. Ενσωμάτωσα κώδικες συμπεριφοράς από διάφορες συμμορίες παγκοσμίως, μαρτυρίες θυμάτων απαγωγής, γενικά έγινε μια μεγάλη έρευνα.
Εχω μιλήσει τόσες πολλές φορές για τη δυσκολία των γυρισμάτων που ακούγομαι σαν ηχώ του Κόπολα και του Χέρτσογκ. Τα γυρίσματα ήταν ομολογουμένως ένα τεράστιο ζόρι. Όλοι φτάσαμε στα όριά μας. Και κλαίγαμε όλοι. Πολύ. Και δικαιολογημένα, γιατί η ταινία είχε όλες τις δυσκολίες που μπορείς να φανταστείς: φύση, ανήλικους ηθοποιούς, μη επαγγελματίες ηθοποιούς, χολιγουντιανούς ηθοποιούς, ζώα, ειδικά εφέ, ψηφιακά εφέ, υποβρύχιες και εναέριες σκηνές. Δημιουργικά όλα αυτά είναι συναρπαστικά, αλλά σε πρακτικό επίπεδο ο συντονισμός απαιτεί τεράστια αποθέματα ενέργειας. Και δεν υπήρχε ο αφηγηματικός μονόδρομος της πορείας ενός μόνο πρωταγωνιστή, αλλά οι διάσπαρτες πορείες όλων των μελών. Ήθελα η ταινία να έχει τη μορφή του νερού, να ακολουθεί τη διαδρομή του.
Στα ισπανικά η λέξη monos έχει πολλές σημασίες. Μπορεί να αναφέρεται στους πιθήκους, καμία φορά έτσι περιγράφονται στην καθομιλουμένη οι ξανθοί ή οι γλυκείς άνθρωποι, αλλά εγώ από την αρχή εμπνεύστηκα από την ελληνική σημασία της λέξης «μόνος». Αν και χαίρομαι για τις διευρυμένες ερμηνείες που μπορούν να δοθούν στον τίτλο.»
Η συνεργασία με την Μίκα Λέβι ήταν άψογη. Της έδειξα ένα πρώτο cut της ταινίας και συντονίστηκε απόλυτα με τα τοπία και τα πρόσωπα. Αυτό που κατάφερε κυρίως, όμως, ήταν ότι βοήθησε να αναδειχθεί αυτή η αίσθηση του αποπροσανατολισμού μέσα στο χώρο και στο χρόνο που επιδίωκα. Δημιούργησε ήχους πρωτόγονους και πρωτεϊκούς ταυτόχρονα, πήρε ένα κουαρτέτο κλασικής μουσικής και έβαλε πάνω ηλεκτρονικά layers, ένωσε τη ζούγκλα με τα βερολινέζικα clubs, κι όλα αυτά με ένα score που διαρκεί μόλις 22 λεπτά. Συνέβαλε στην αχρονική ατμόσφαιρα της ταινίας, έδωσε σε κάθε χαρακτήρα το δικό του μουσικό στίγμα, μια ηχητική ταυτότητα μινιμαλιστική και μεγαλειώδη μαζί.
Δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι υπάρχουν τόσο μεγάλες διαφορές ανάμεσα στο «Porfirio» και στους «Monos». Στην προηγούμενη ταινία μου με ενδιέφερε ένας αισθητικός υπερρεαλισμός, ο οποίος θα προέκυπτε από την εξεζητημένη κι ατμοσφαιρική πλανοθεσία, αντίθετα τώρα ήθελα να αναδείξω τον νατουραλισμό των τοπίων και των ερμηνειών. Επιφανειακά οι ταινίες μοιάζουν διαφορετικές, η αντίστιξη, όμως, ανάμεσα στους δύο πόλους ήταν ο σκοπός μου, μια υπόγεια ροή από τη μία στην άλλη.
Η συνεργασία με τον Θύμιο (Μπακατάκη στο «Porfirio») και τον Γιώργο (Μαυροψαρίδη στο «Monos») με έκανε να εκτιμήσω το ελληνικό λάδι, που μου έφεραν στα γυρίσματα (γέλια). Του Θύμιου ειδικά που ήταν από το ελαιοτριβείο των γονιών του. Και οι δύο είναι εξαιρετικά ταλαντούχοι. Είχα δει τον «Κυνόδοντα» και είχα εντυπωσιαστεί από τη διεύθυνση φωτογραφίας του Θύμιου, οπότε του πρότεινα αμέσως να έρθει στην Κολομβία για την πρώτη του ταινία εκτός Ελλάδας. Πίστευα από την αρχή πως μόνο αυτός θα μπορούσε να αναδείξει το σινεμασκόπ στους εσωτερικούς χώρους με τον τρόπο που ήθελα στο «Porfirio». Ο Θύμιος στη συνέχεια μου σύστησε τον Γιώργο.
Η επιλογή των νεαρών ηθοποιών έγινε μετά από ακρόαση πάνω από 800 εφήβων και μια αναζήτηση στους δρόμους, στα σχολεία και στο Internet. Από τα 800 αυτά αγόρια και κορίτσια επιλέχθηκαν τελικά 25 που πέρασαν μια δοκιμασία ανάλογη με εκείνες της ταινίας. Συγκεντρώθηκαν όλοι και έμεναν μαζί. Το πρώί έκαναν μαθήματα υποκριτικής και κατά τη διάρκεια της ημέρας συμμετείχαν σε διάφορες σωματικές ασκήσεις, χόρευαν, έτρωγαν μαζί και κοιμούνταν μαζί. Ήθελα να δω τις σχέσεις και τη χημεία που θα αναπτύσσονταν, όλες αυτές τις κοινωνικές διεργασίες που αποτελούν και το θέμα της ταινίας μου. Έτσι κατέληξα στα οχτώ μέλη των Monos. Κι αυτή η προεργασία ήταν η καρδιά της ταινίας, προτού ξεκινήσουν τα γυρίσματα.
Με ικανοποιεί πολύ η παγκόσμια απήχηση της ταινίας. Στην Κολομβία έγινε ανέλπιστα η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία και προκάλεσε αναμενόμενα πολλές αντιδράσεις, αλλά είναι συναρπαστικό που η ταινία πηγαίνει καλά σε τόσες πολλές, διαφορετικές χώρες. Και όλα αυτά τα βραβεία στα φεστιβάλ παγκοσμίως είναι ένα γεγονός που με τιμά και δείχνει ότι αναγνωρίζεται αυτό που ήθελα να πω. Το «Porfirio» είχε κερδίσει επίσης πολλά βραβεία, αλλά παρέμεινε στο φεστιβαλικό κύκλωμα. Οι «Monos», αντίθετα, έχουν ανοίξει έναν ευρύτερο διάλογο. Ισως θα έπρεπε να τα σνομπάρω όλα αυτά ως arthouse ακηνοθέτης, αλλά πραγματικά με ικανοποιούν. Το «Monos» έχει χαρακτηριστεί ως αλληγορία, περιπέτεια, θρίλερ, ιστορία ενηλικίωσης, πολιτικό σχόλια. Είναι μια αταξινόμητη ταινία κι αυτή η δυσκολία της κατηγοριοποίησης μου προκαλούσε στην αρχή μια αβεβαιότητα. Τελικά, όμως, βρήκε το δρόμο της. Και με έκανε να αισθάνομαι λιγότερο «μόνος». (γέλια)