Συνέντευξη

Αλέν Μπεργκαλά: «Τετράδια» στα θρανία

στα 10

To Flix κουβεντιάζει με τον κορυφαίο «εκπαιδευτικό» της τέχνης του σινεμά, με αφορμή την παρουσία του στο 25ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους.

Αλέν Μπεργκαλά: «Τετράδια» στα θρανία

Κριτικός κινηματογράφου, δοκιμιογράφος, επιμελητής εκδόσεων και εκθέσεων, σεναριογράφος, σκηνοθέτης. Επιπλέον, αιρετικός εισηγητής της κινηματογραφικής εκπαίδευσης στα σχολεία. Ο Αλέν Μπεργκαλά, που επί δεκαετίες υπηρέτησε τα Cahiers du Cinéma ως συντάκτης και αρχισυντάκτης, είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις θεωρητικών του σινεμά που πέρασαν στην πράξη σε ποικίλα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένου και του πολιτικού.

Τούτο το τελευταίο, άλλωστε, το αφηγείται παραστατικά, μαζί με πολλά άλλα, στο εμβληματικό του βιβλίο «Υπόθεση Σινεμά: Μια σύντομη πραγματεία για την κινηματογραφική εκπαίδευση στα σχολεία και όχι μόνο», για πρώτη φορά μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας. Συναντήσαμε τον πολυπράγμονα «κινηματογραφάνθρωπο» - με όλη τη σημασία - στο εν λόγω φεστιβάλ πριν λίγες μέρες, και μοιράστηκε μαζί μας μνήμες από την καταλυτική του συνεργασία με τον Ζακ Λανγκ, σκέψεις και πράξεις, παλιές και νέες κινηματογραφικές του αγάπες.

bergala Στο masterclass στο 25ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους

Είσαστε από τους λίγους θεωρητικούς του σινεμά στον κόσμο που έχουν κάνει πράξη όσα αγαπούν. Θα μας συνοψίσετε ένα βιογραφικό;

Εκανα πράγματι πολλά μέσα στον χώρο του σινεμά. Σχεδόν όλα όσα επιθυμούσα να κάνω. Εγραψα στα Cahiers du Cinéma, επιμελήθηκα κινηματογραφικές εκδόσεις, έκανα πολλά για την εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένου του βιβλίου αυτού που έγραψα πολύ γρήγορα, και είναι το πιο ευπώλητο βιβλίο μου θα έλεγα σε πολλές χώρες. Η ελληνική έκδοση είναι η ένατη εθνική. Δίδαξα επίσης σινεμά για αρκετά χρόνια σε διάφορα πανεπιστήμια και στην κινηματογραφική σχολή Femis. Και έκανα και ταινίες ως σκηνοθέτης. Πολλά ντοκιμαντέρ πάνω στις τέχνες και το σινεμά, και τέσσερις μεγάλου μήκους φιξιόν.

Συνεργαστήκατε στα χρόνια του 2000 και με τον τότε Υπουργό Πολιτισμού Ζακ Λανγκ ως σύμβουλος κινηματογραφίας. Γνωριζόσασταν ήδη;

Οχι, δεν τον ήξερα προσωπικά, ούτε είχα κομματική σχέση. Ζήτησε να με δει κυρίως για την εκπαιδευτική μου ικανότητα. Τον είδα τον Ιούνιο και μού είπε πως θα ήθελε να κάνουμε κάτι μέχρι τον Οκτώβρη σε ό,τι αφορά τα σχολεία. Τότε επιμελούμουν το dvd με τον Κιαροστάμι. Έπρεπε να τον πείσω για το τί σκεφτόμουν. Τού το έδειξα, τον έπεισα και έγινε όλο πολύ γρήγορα.

Πόσο αποτελεσματικό ήταν;

Θα έλεγα πως άλλαξε τη νοοτροπία, κι ας υπήρχαν αρχικά έντονες αντιδράσεις. Οταν ο Λανγκ είπε πως θα γίνουν μαθήματα σινεμά και θα βγαίνουν έξω οι τάξεις, ήταν κάτι το απελευθερωτικό. Επιπλέον, ξέραμε τι ακριβώς θέλουμε να κάνουμε. Δεν ήταν απλώς μαθήματα κινηματογράφου στην τάξη, είχαμε μια γραμμή, μια μέθοδο. Αν εξηγούσαμε σωστά στον Λανγκ και ήταν σύμφωνος, υλοποιούταν αμέσως. Και το πιο ουσιώδες, διαπιστώσαμε, ήταν αυτό ακριβώς. Να βγει να πει ο υπουργός πολιτισμού πως η κινηματογραφική εκπαίδευση στα σχολεία είναι κάτι πολύ σημαντικό. Πως δεν είναι απλώς ένα μάθημα ψυχαγωγίας για τον μαθητή, αλλά το ίδιο σημαντικό με άλλα μαθήματα. Κι αυτό πραγματικά άλλαξε τα πράγματα. Για παράδειγμα, ο καθηγητής που έκανε τη γυμναστική ή ο φιλόλογος μπορούσε να κάνει και σινεμά αν ήθελε. Αν το μάθημα σινεμά χρειαζόταν ένα απόγευμα για να κάνει γυρίσματα, ας πούμε, ο διευθυντής του σχολείου το παραχωρούσε. Τελικά, αυτό που ζητούσε ο Λανγκ ήταν το αντίθετο από αυτό που επέτασσε ο παραδοσιακός εκπαιδευτικός θεσμός, ο οποίος είναι πάντα επιφυλακτικός απέναντι στην Τέχνη, ίσως γιατί θεωρεί πως ενέχει κάτι το αναρχικό.

Αν υπάρχει κάτι στη Γαλλία που δεν υπάρχει σε άλλες χώρες είναι μια κινηματογραφική ιστορία που δεν διακόπηκε ούτε στιγμή. Μια ανάγκη έντονη να προβάλλεις ταινίες και να μιλάς για αυτές. Ούτε αυτό σταμάτησε ποτέ, κι ας απειλήθηκε από την κατ’ οίκον απόσυρση που επέβαλε η τηλεόραση. Και τώρα πια είναι αδύνατο να σταματήσει, γιατί είναι εγγεγραμμένο στη μνήμη και ανανεώνεται σε πρακτική. Αυτή η ιστορική καταγωγή και διάρκεια δεν υπάρχει σε άλλες χώρες.»

bergala

Θα μας πείτε λίγα λόγια για τη «γραμμή»;

Καταρχάς, ήταν θεμελιώδες να μη γίνει η τάξη βαρετή. Δε θέλαμε το τυπικό μάθημα τού ενήλικα που μεταδίδει τη γνώση στους άλλους. Εν προκειμένω, εισήγαγα τη μέθοδο του να δείχνεις αποσπάσματα ταινιών που βοηθούσαν να γίνεται αντιληπτή η διαδικασία του κινηματογράφου. Τέσσερα αποσπάσματα. Χωρίς να μιλάς στη διάρκεια. Μόνο να δείχνεις. Και οι μαθητές να συζητούν. Αυτοί να βρίσκουν τους κοινούς τόπους ή τις διαφορές, να εντοπίζουν ιδέες, να τις σχολιάζουν. Και μετά να μπαίνει ο ενήλικας στην κουβέντα. Στη συνέχεια, τόνισα στον Λανγκ την ανάγκη να φτιάξουμε dvd όπου θα υπάρχουν ήδη οι σκηνές. Εβαλα όρο να είμαι μόνος σε αυτή την επιλογή, να μην υπάρχουν επιθεωρητές, ώστε να αποφύγουμε τις όποιες αντιδράσεις και τη γραφειοκρατία. Και έδωσε το ΟΚ. Καταλάβαινε και μού είχε πάντα εμπιστοσύνη. Υπήρχαν και τα λεφτά, για να πάρουμε τα δικαιώματα. Και φτιάξαμε πάνω από 10. Απεδείχθη πολύτιμο. Και οι εκπαιδευτικοί που δεν είχαν κάνει κινηματογραφικές σπουδές αλλά αγαπούσαν το σινεμά, είδαν πως λειτουργεί. Η μέθοδος, λοιπόν, ήταν να αποφύγεις οπωσδήποτε μια παιδεία κάθετη. Αυτό δε σημαίνει πως ο ρόλος του καθηγητή δεν είναι σημαντικότατος. Αλλά είναι σημαντικός αναδρομικά, αφού οι μαθητές έχουν ήδη καταλάβει.

Ακόμα πιο καίριος, να υποθέσουμε, ήταν ο ρόλος κάποιου καλλιτέχνη του χώρου στην τάξη…

Αναμφίβολα. Το να έχεις κάποιον του επαγγέλματος μαζί με τον εκπαιδευτικό ήταν πολύτιμο από πολλές απόψεις. Κάποιον που να μην εκπροσωπεί το εκπαιδευτικό σύστημα, την εξουσία. Οι μαθητές ήταν πολύ πιο χαλαροί με την παρουσία ενός τέτοιου ανθρώπου. Και ένιωθαν ίσοι απέναντι στο αντικείμενο. Ήταν κάτι που καταργούσε τη διάκριση ανάμεσα σε «καλούς» και «κακούς» μαθητές. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις μέτριων μαθητών που όμως ήταν ταλαντούχοι και πρόκοψαν στις κινηματογραφικές σπουδές, και τέτοιους μαθητές είχα και στο Femis. Όπως μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ένιωθε και ο καθηγητής. Ο οποίος είχε κάποιον να αλληλεπιδρά, να συζητά, να μαθαίνει κι αυτός. Το πράγμα ήταν σωστά μοιρασμένο και σε πολιτικό επίπεδο. Η δημόσια παιδεία πληρώνει για το μάθημα, το Υπουργείο Πολιτισμού πληρώνει για τους επαγγελματίες που έρχονται. Κατ’ επέκταση, όλο αυτό ήταν χρήσιμο και για τους ίδιους τους επαγγελματίες του σινεμά, είτε ηθοποιούς είτε κινηματογραφιστές, γιατί συμπλήρωναν τις αναγκαίες ώρες εργασίας ετησίως που χρειάζονταν, βάσει νόμου, για να παραμένουν ενεργοί.

Ακούγεται σχεδόν σαν μεταρρύθμιση όλο αυτό…

Πιστεύω πως ο Ζακ Λανγκ, με την πολιτική του βούληση, έσωσε το γαλλικό σινεμά, το προστάτεψε, σε μια στιγμή που σε άλλες χώρες αίθουσες έκλειναν και οι εθνικές κινηματογραφίες κινδύνευαν από την κυριαρχία της αμερικάνικης. Δυστυχώς, έξι χρόνια διήρκησε η υπουργία του, κι όταν βγήκε η Δεξιά όλα περικόπηκαν. Ο ίδιος όμως ήξερε πως η δουλειά δεν είχε τελειώσει. Γιατί υπήρχε ζήτηση από τα σχολεία. Η Δεξιά δεν τόλμησε να πει το σταματάμε, γιατί οι εκπαιδευτικοί το είχαν συνηθίσει, το αγαπούσαν το μάθημα. Εντάξει, το συνεχίζουμε, είπε, αλλά δεν μπορούμε να το επιχορηγούμε, είναι πολύ ακριβό. Παλιά πολιτική τακτική. Δεν έχει πάψει να υφίσταται πάντως το μάθημα, προαιρετικά, και πάντα στο πλαίσιο των APAC (Τάξεις Καλλιτεχνικής και Πολιτιστικής Εξέλιξης). Γιατί υπάρχει κινηματογραφική συνείδηση εδώ.

«Κινηματογραφική συνείδηση»;

Αν υπάρχει κάτι στη Γαλλία που δεν υπάρχει σε άλλες χώρες είναι μια κινηματογραφική ιστορία που δεν διακόπηκε ούτε στιγμή. Στα χρόνια του πολέμου υπήρχαν χονδρικά οι κομμουνιστές και οι καθολικοί. Μεσοπολεμικά δεν υπήρχε σύνδεση μεταξύ τους, αλλά μετά την κοινή αντίσταση γνωρίστηκαν και με το τέλος του πολέμου συμμάχησαν για να κάνουν μεγάλα εκπαιδευτικά κινήματα. Το κυριότερο ήταν ο κινηματογράφος. Με διοργανώσεις προβολών, είτε σε εργοστάσια, είτε σε πανεπιστήμια… Οπουδήποτε, τη στιγμή που ήταν μια τέχνη που μπορούσε να αγγίξει τον οποιονδήποτε. Κι έτσι το σινεμά έγινε η αιχμή σε αυτή την μεταπολεμική πολιτιστική πολιτική. Και αυτή η πολιτική ουσιαστικά ποτέ δε σταμάτησε. Ακούγεται σαν ουτοπία να μιλάμε για μια χώρα όπου συνεργάζονταν κομμουνιστές και χριστιανοί, κι όμως... Αργότερα ήρθαν οι κινηματογραφικές λέσχες που ήταν πολύ ισχυρές. Μια ανάγκη έντονη να προβάλλεις ταινίες και να μιλάς για αυτές. Ούτε αυτό σταμάτησε ποτέ, κι ας απειλήθηκε από την κατ’ οίκον απόσυρση που επέβαλε η τηλεόραση. Και τώρα πια είναι αδύνατο να σταματήσει, γιατί είναι εγγεγραμμένο στη μνήμη και ανανεώνεται σε πρακτική. Αυτή η ιστορική καταγωγή και διάρκεια δεν υπάρχει σε άλλες χώρες.

Η κριτική είναι απαραίτητη, ίσως περισσότερο τώρα από ποτέ. Γιατί όταν δε θα υπάρχει πλέον πειστική κριτική, το μόνο που θα μετράει θα είναι τα εισιτήρια, δηλαδή η λογιστική. Η μικρή ταινία θα εξαφανιστεί και το σινεμά θα προσαρμόζεται όλο και περισσότερο στις βιομηχανικές νόρμες.»

bergala

Πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος των Cahiers du Cinéma, όπου υπήρξατε επί χρόνια αρχισυντάκτης, σε αυτή την πορεία; Και πόσο σημαντικός είναι τώρα, στην εποχή της διαδικτυακής δημοκρατίας, όπου ο καθένας πλέον μπορεί να εκφέρει γνώμη για το σινεμά, ειδικός ή μη;

Τα Cahiers du Cinéma νομίζω κάνουν ακόμη πολύ καλή δουλειά. Είχαν ανέκαθεν και τη συμβολική δύναμη, μετράνε ανά τον κόσμο. Και συχνά ανακάλυπταν δημιουργούς. Υπάρχουν δεκάδες περιπτώσεις σκηνοθετών με ταινίες που συμμετείχαν σε παράλληλα τμήματα των Κανών, για παράδειγμα, που ανακαλύφθηκαν από το περιοδικό. Πολλοί σκηνοθέτες μού έχουν πει πως αν δεν υπήρχαν τα Cahiers, δε θα έκαναν πλέον ταινίες. Γιατί δεν ήταν αναγκαστικά ταινίες που θα έκοβαν εισιτήρια ή θα άρεσαν στο τοπικό κοινό. Η Γαλλία, θα έλεγα, το έχει κρατήσει αυτό. Είναι ο χώρος όπου ταινίες και κινηματογραφιστές αναγνωρίζονται. Μπορώ να φτιάξω μια ολόκληρη λίστα σκηνοθετών που, αν δεν υπήρχε το περιοδικό, δε θα μπορούσαν να κάνουν ταινίες. Και πολλοί ξένοι φυσικά, που όταν υποστηρίζαμε ταινίες τους, και τύχαινε να έχουν και μια διάκριση από τις Κάνες, πίσω στη χώρα τους είχαν συνέχεια. Κι όλα αυτά γιατί τα Cahiers είχαν ένα σύστημα αξιολογικό. Σήμερα, στο σύμπαν του διαδικτύου, δεν υπάρχει σύστημα αξιολογικό. Δεν υπάρχει κάτι δομημένο. Επικρατεί η ιμπρεσιονιστικού τύπου κριτική - μού αρέσει, δε μού αρέσει, βαρέθηκα. Το περιοδικό συντήρησε την αξιολόγηση και ο Μάρκος Ουζάλ, ο τωρινός διευθυντής, νομίζω πως κάνει εξαιρετική δουλειά. Η κριτική είναι απαραίτητη, ίσως περισσότερο τώρα από ποτέ. Γιατί όταν δε θα υπάρχει πλέον πειστική κριτική, το μόνο που θα μετράει θα είναι τα εισιτήρια, δηλαδή η λογιστική. Η μικρή ταινία θα εξαφανιστεί και το σινεμά θα προσαρμόζεται όλο και περισσότερο στις βιομηχανικές νόρμες. Υπάρχει βέβαια και το πρόβλημα της κατάστασης του σινεμά. Οταν έγραφα στο περιοδικό, υπήρχαν τουλάχιστον έξι ξεχωριστές πρεμιέρες τον μήνα για τις οποίες είχες πολλά να πεις. Παλεύαμε να αποφασίσουμε ποια θα προτάξουμε. Τώρα, υπάρχουν μήνες που εγώ προσωπικά δε βρίσκω τίποτα να γράψω. Γιατί οι ταινίες που βγαίνουν δε μού παρέχουν επαρκές υλικό να υπερασπιστώ. Οχι πως δεν προκύπτουν κατά καιρούς, αλλά είναι τουλάχιστον τέσσερις φορές λιγότερο από τα χρόνια του ’80.

Συνεχίζετε να γράφετε κριτικές;

Οχι σε κάποιο έντυπο. Γράφω, αλλά μόνο για μένα. Το έκανα πάντα, και έχω γύρω στις 800 σελίδες υλικού με τέτοια αδημοσίευτα κείμενα.

Ποιο σινεμά θα ξεχωρίζατε αυτό τον καιρό;

Το σινεμά της Ασίας. Εκεί νομίζω γίνονται πολλά. Είναι το σινεμά που με εμπνέει περισσότερο τα τελευταία χρόνια, που μού δίνει τη δυνατότητα να συνδέσω την κριτική για μια ταινία σε μια γενικότερη αντίληψη για το σινεμά. Γιατί εκεί πιστεύω πως βρίσκεται το θέμα της κριτικής, σε αυτή τη σύνδεση, που πλέον χάνει ταχύτατα τη δύναμή της. Σήμερα, εκείνο που τρέχει ανεξέλεγκτα είναι η αμνησία. Σήμερα, καλές ή λιγότερο καλές ταινίες, δύο μήνες μετά ο κόσμος τις έχει ξεχάσει. Και ο μόνος τρόπος να συνεχίσουν να υπάρχουν αυτές οι ταινίες είναι η καλλιέργεια. Να πει κάποιος, αυτή είναι πραγματική ταινία. Για μένα, το βασικό πρόβλημα σήμερα είναι αυτό. Τί συνιστά μια πραγματική ταινία και τί όχι.

bergala Με τον Δημήτρη Σπύρου στο 25ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους

Και η τηλεόραση; Τώρα που θεωρείται υψηλή τέχνη, με τις κινηματογραφικών προδιαγραφών σειρές, πιστεύετε πως συνιστά πραγματικό σινεμά;

Η αλήθεια είναι πως βλέπω σειρές. Παίρνει πολύ ώρα βέβαια, αλλά όταν με ενδιαφέρει, παρακολουθώ. Βλέπω φανατικά, ας πούμε, το «The Handmaid’s Tale». Συχνά όμως διαπιστώνω πως βλέπω μια σειρά, μού αρέσει, αλλά σε βάθος χρόνου σταματάω. Λέω εντάξει, εκτίμησα τον τρόπο που έχει γίνει, αλλά δε με ενδιαφέρει να την πάω μέχρι τέλους. Σαν εμπειρία, πάντως, σινεμά και σειρά δε συγκρίνονται. Όπως και να το κάνεις, βλέποντας σειρά μπορείς να ασχολείσαι και με κάτι άλλο. Να τη σταματάς όποτε θέλεις, να παίζεις με το κινητό… Πράγματα που δε γίνονται στη συνθήκη της κινηματογραφικής αίθουσας. Δε με προβληματίζει, λοιπόν, η ίδια η ιδέα της σειράς. Εκείνο που φοβάμαι είναι η εισβολή. Με τρομάζει το γεγονός πως το μεγαλύτερο μέρος των καταστημάτων για dvd καλύπτεται πλέον από σειρές, και δίνεται όλο και μικρότερος χώρος για ταινίες. Για να απαντήσω στην ερώτησή σας, πάντως, πιστεύω πως ακόμα και οι καλές σειρές, δεν είναι ακριβώς σινεμά. Κατ’ εμέ, αν υπάρχει μία, είναι οι «Σοπράνος». Αυτή η σειρά είναι σχεδόν σινεμά. Και ομολογώ πως ανατρέχω ενίοτε σε επεισόδια ή σκηνές της.

Αφού μιλήσατε για αναδρομή, να σας κάνουμε μια τελευταία ερώτηση: Υπήρξατε μελετητής κορυφαίων δημιουργών, ανάμεσά τους και τον Ζαν Λικ Γκοντάρ. Ξέρουμε, όμως, πως αγαπάτε και τον Φρανσουά Τριφό, τού οποίου το σινεμά έχει και μια επιπλέον σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία. Περισσότερο εγκεφαλικός και δοκιμιογραφικός ο ένας, πιο αφηγηματικός και συναισθηματικός ο άλλος. Αν υποχρεωνόσασταν να επιλέξετε τον έναν από τους δύο…;

Δεν μπορώ. Στο μυαλό μου είναι εντελώς διαχωρισμένοι, κι ας κατάγονται και οι δύο από την Νουβέλ Βαγκ, κι ας ξεκίνησαν μαζί. Τον λατρεύω τον Τριφό, δεν έχω ποτέ πάψει να ξαναβλέπω τις ταινίες του. Για μένα ο Τριφό είναι η οικογένεια, νιώθω σαν να είμαι σπίτι μου. Αλλά αν τον συγκρίνουμε με τον Γκοντάρ, στο επίπεδο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, είναι φυσικά πιο αδύναμος. Αν λοιπόν θέλω να σκεφτώ κινηματογραφικά, στον Γκοντάρ θα ανατρέξω. Άλλωστε, υπάρχουν ταινίες του που εμένα με συγκινούν άμεσα. Και το επιβεβαιώνω όλο και ισχυρότερα τώρα τελευταία, μετά τον θάνατό του, που μού ζητούν να επιμεληθώ αφιερώματα, προβολές και ομιλίες για το έργο του. Οπότε δε θα έλεγα πως υπάρχει από τη μία ο συναισθηματικός Τριφό κι από την άλλη ο εγκεφαλικός Γκοντάρ. Αλλά αναμφίβολα ο Γκοντάρ είναι ο σημαντικότερος καλλιτέχνης, κι όχι μόνο στη Γαλλία. Αν ήθελα να κάνω έναν συσχετισμό, θα έλεγα πως ο Γκοντάρ είναι ο Πικάσο του σινεμά, ενώ ο Τριφό είναι ο Ματίς… ή μάλλον ο Μπονάρ.

bergala