Λίγα χρόνια μετά τον «Θάνατο του Στάλιν», ο πνευματώδης κι εμπνευσμένος Αρμάντο Ιανούτσι παρουσιάζει τη δική του εκδοχή του κλασικού, αυτοβιογραφικού (κι αγαπημένου τού συγγραφέα), μυθιστορήματος του Τσαρλς Ντίκενς, σε μια ταινία καινοτόμο, σατιρική, πολιτική, αλλά υπερβολικά αποσπασματική για να διατηρήσει τη δύναμή της ως το τέλος.

Ο ήρωας της ταινίας, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, αφηγείται ο ίδιος την ιστορία της ζωής του, από τα χρόνια της ορφάνειας του, των οικοτροφείων, της παιδικής εργασίας, ως την ωριμότητα της επιτυχίας. Κι είναι η σκηνοθεσία του Ιανούτσι, θα έλεγε κανείς, κυβιστική. Μ' έναν ήρωα συγγραφέα, έναν αχαλίνωτα ευφάνταστο νέο, τα βιογραφικά στοιχεία, η ίδια η δημιουργική διαδικασία της συγγραφής, οι επινοήσεις και τα χαριτωμένα παραμύθια αποτυπώνονται ταυτόχρονα στις σεκάνς του, κάνοντας τον θεατή συμπαίκτη σ' ένα παιχνίδι επιλογών. Από κάθε σκηνή και κάθε μικρή ιστορία, εκείνος θα επιλέξει πού θα στρέψει την προσοχή του.

Το ξεχωριστό εύρημα, ωστόσο, της ταινίας, έγκειται στη διαφυλετικότητά της. Ο ίδιος ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, παραδοσιακά ένα λευκό αγόρι του Λονδίνου του τέλους του 19ου αιώνα, αποκτά τη μορφή του ινδικής καταγωγής Βρετανού Ντεβ Πατέλ, αλλά και όλοι οι οικείοι ή αντισυμβατικοί ήρωες που τον περιβάλλουν ανήκουν σε κάθε φυλή, με την ισχύ του επιχειρήματος ότι αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο στην ουσία της αφήγησης. Και δεν παίζει: μετά από ένα αρχικό ξάφνιασμα, δεδομένης της γνώριμης ιστορίας (αυτός, προφανώς, είναι κι ο λόγος που ο Ιανούτσι επιλέγει να διασκευάσει ένα σύγγραμμα τόσο κλασικό στην αγγλοσαξονική παράδοση όσο η Οδύσσεια στην ελληνική), ο θεατής βρίσκει τον εαυτό του να μην αναρωτιέται καν για την προέλευση του κάθε ήρωα, σ' ένα διαφυλετικό γαϊτανάκι διαπεραστικής αντιρατσιστικής έμπνευσης.

Αν ο στόχος του Ντίκενς ήταν πάντα, σε κάθε βιβλίο του, πολιτικός, να περιγράψει και να καταγγείλει την εκμετάλλευση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, των παιδιών, των απόρων, στην «τακτοποιημένη», έντονα ηθικοπλαστική βικτωριανή αγγλία, η πολιτική κίνηση του Ιανούτσι είναι αυτή, να φτιάξει ένα σύμπαν, έστω για δυο ώρες, όπου το χρώμα δεν έχει καμία σημασία. Μόνο που η ιδέα του, όσο έξυπνη κι αν είναι και επιτυχημένα εφαρμοσμένη, εξαντλείται γρήγορα και λαμβάνεται ως δεδομένη καθώς η ιστορία προχωρά.

Εκείνο που μένει είναι μια γεμάτη ενέργεια ερμηνεία από τον Ντεβ Πατέλ, μια σειρά από αξιαγάπητους δεύτερους ρόλους, από ηθοποιούς σαν τον Χιου Λόρι, την Γκουέντολιν Κρίστι, τον Μπεν Γουίσο, ακόμα και την Τίλντα Σουίντον που θα χαιρόμασταν σύντομα να δούμε σ' έναν απαιτητικό ρόλο ξανά κι όχι σε μια κωμικά στιλιζαρισμένη φιγούρα. Ενα χιούμορ του παραλόγου που, προοδευτικά, γίνεται και πιο χοντροκομμένο. Και μια δομή τόσο πολύ αποσπασματική, τεμαχισμένη σε μικρά επεισόδια και σύντομες συναντήσεις μέσα στο χρόνο, που δεν προλαβαίνει κανείς να χτίσει συμπάθεια για τον υπέροχο ήρωα, να νοιαστεί για τα τρομερά που του συμβαίνουν, να εισχωρήσει λίγο πιο βαθιά στα νοήματα της ταινίας. Είναι, λοιπόν, αυτός ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ πολιτικά και εικαστικά συναρπαστικός, αλλά μέσα στην πληθωρικότητά του χάνεται το συναίσθημα και, τελικά, το ενδιαφέρον.