Αν κάτι μας έχουν διδάξει οι ταινίες των αδερφών Νταρντέν είναι πως η ζωή κάνει το σινεμά.

Ενα μεγαλειώδες και βαθιά συγκινητικό (και ενίοτε σατιρικό) σινεμά που μιλά σε μια παγκόσμια γλώσσα μέσα από την καθημερινότητα των χαρακτήρων του που παρουσιάζει, το οποίο μέσα από την αμεσότητα και τον ουμανιστικό χαρακτήρα του βγάζει μια αίσθηση επείγοντος η οποία καταφέρνει να σε αφοπλίσει.

Αυτό λοιπόν ακριβώς το συναίσθημα προσπαθεί να πιάσει με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του και ο Αλβάρο Γκάγκο, το «Μητέρα, Πατρίδα» (πρεμιέρα στο Πανόραμα του Βερολίνου, Βραβείο Ερμηνείας για την πρωταγωνίστρια Μαρία Βάσκεζ στο Φεστιβάλ της Μάλαγα, Βραβείο Επιτροπής στο Φεστιβάλ του Σιάτλ, προβολές στο Φεστιβάλ της Σαγκάης, του Σάο Πάολο, στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν και τις Νύχτες Πρεμιέρας): αν και νιώθεις σε στιγμές πως η ιστορία αυτή έχει ειπωθεί ξανά και κάπως καλύτερα, το φιλμ έχει μια ειλικρινή και πάνω από όλα αυθεντική ματιά, παρουσιάζοντας ένα συγκλονιστικό πορτρέτο μιας σκληρά εργαζόμενης γυναίκας.

Η Ραμόνα, παγιδευμένη σε μία αποτυχημένη σχέση και μητέρα μιας δεκαεπτάχρονης, εργάζεται σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας ψαριών σε μια παραθαλάσσια πόλη. Οταν οι αλλαγές στο εργοστάσιο την αναγκάζουν να αναζητήσει νέα δουλειά, αναλαμβάνει τη φροντίδα ενός ηλικιωμένου που πρόσφατα έχασε τη γυναίκα του.

Βασισμένος στην ομότιτλη και βραβευμένη μικρού μήκους ταινία του, ο Γκάγκο γυρίζει την ταινία του στην Γαλικία με διαλόγους στην τοπική γλώσσα, παρουσιάζοντας μια άγνωστη κινηματογραφικά περιοχή της Ισπανίας που η ιστορική παράδοση τη θέλει μητριαρχική, μια ψευδή εικόνα που η ταινία υπονομεύει και τελικά ανατρέπει μεθοδικά. Αλλά, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος της, η ταινία του Γκάγκο έχει διττή σημασία. Αυτό το κόμμα στον τίτλο δείχνει μια ευαίσθητη και μια σκληρή πλευρά, τόσο για την ίδια τη μητέρα, όσο και για την πατρίδα που προσπαθεί να ακτινογραφήσει.

Και όμως δεν πρόκειται για άλλη μια φεμινιστική ταινία.

Ο χαρακτήρας της Ραμόνα παρουσιάζεται ως ένας δυνατός γυναικείος χαρακτήρας, θέλοντας να ζήσει μια ζωή φτιάχνοντας τους δικούς της κανόνες. Μιλάει δυνατά, βρίζει, γεμίζει το δωμάτιο με την παρουσία της, ένα πραγματικό «αντράκι». Γιατί έτσι χρειάζεται να γίνει μια γυναίκα στις μέρες της εάν θέλει να επιβιώσει την πατριαρχική κοινωνία. Μπορεί η Ραμόνα να παρουσιάζεται μ' αυτό το προφίλ, όμως ο Γκάγκο τρυπώνει, σιγά-σιγά, κάτω από το δέρμα της και μέσα στην ψυχή της για να μας δείξει και μια άλλη, πιο ευάλωτη πτυχή του χαρακτήρα της. Εχει χιούμορ, προσπαθεί να σταθεί ως μια καλή μητέρα στο παιδί της, κλαίει και αισθάνεται το βάρος της ευθύνης των επιλογών της. Αλλά προσπαθεί όλα να τα κρύψει καλά μέσα από ένα σκληρό περίβλημα γιατί, προς Θεού, δεν θέλει να την πουν ευαίσθητη γυναίκα μιας κατώτερης τάξης.

Σε αυτό συμβάλει και η θηριώδης, συγκλονιστική και αυθεντική ερμηνεία της Μαρία Βάσκεζ. Ο Γκάγκο της χαρίζει απλόχερα κάθε πλάνο της ταινίας του, ακολουθώντας την μέσα από την καθημερινότητά της, σκιαγραφώντας κάθε βλέμμα της, κάθε μορφασμό ο οποίος κρύβει μια ανείπωτη θλίψη πίσω από τα λαμπερά εκείνα μάτια της, ενώ με τα κοντινά του πλάνα προσπαθεί να χαρτογραφήσει το τραχύ και με ρυτίδες πρόσωπό της, σαν μια άλλη μητέρα-πατρίδα. Και όλα αυτά η Βάσκεζ, με έναν ανεπιτήδευτο τρόπο, τα κάνει δικά της.

Την ίδια στιγμή ο Γκάγκο σκιαγραφεί μια γειτονιά της σύγχρονης Ευρώπης όπου, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, τα δικαιώματα των εργατών υποβαθμίζονται διαρκώς στο βωμό του κέρδους επηρεάζοντας την ποιότητα της ζωής, της υγείας, την καθημερινότητα, τις σχέσεις και τα όνειρά τους. Αν και παίρνει τον χρόνο του για να τοποθετήσει την ιστορία του εκεί που θέλει (και είναι αυτή η αχρείαστη φλυαρία σε στιγμές που ρίχνει τη δυναμική της) όταν το πετυχαίνει μιλά, όπως και για την ίδια την ηρωίδα του, για μια χώρα, κουρασμένη από τις κακουχίες των καιρών, η οποία προσπαθεί να πιστέψει στον εαυτό της και να βγει νικήτρια μέσα απ' όλα αυτά, χωρίς όμως να γίνεται μοιρολάτρης και χωρίς ίχνος μιζέριας και κατάθλιψης, αλλά πάντα με δόσεις ενός ιδιαίτερου χιούμορ.

Με το «Μητέρα, Πατρίδα» ο Γκάγκο δεν φοβάται να δείξει τις επιρροές του από το σινεμά του Κεν Λόουτς, των αδερφών Νταρντέν και της Σαντάλ Ακερμάν (ναι, υπάρχει μια σαφής αναφορά στην ταινίας της «Ζαν Ντιλμάν»), αιχμαλωτίζοντας τον παλμό της σύγχρονης κοινωνίας σε μια εξαιρετικά ρεαλιστικά δυνατή και πάνω από όλα ευαίσθητη ταινία με βαθύ πολιτικό υπόβαθρο. Αλλά κυρίως δεν φοβάται να παρουσιάσει τη γυναικεία αυτή αλληλεγγύη σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο που, όπως και η Ισπανία, η οποία έχει αντέξει πολλά μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια από πολέμους και συγκρούσεις λόγω των ανδρών αυτών, παραμένει πιο δυνατή από ποτέ.