Στην πιο όμορφη σκηνή της ταινίας που εν έτει 1988 κλείνει την «Τριλογία της Σιωπής» και μια από τις πιο όμορφες ολόκληρης της φιλμογραφίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου, τα δύο παιδιά που διασχίζουν την Ελλάδα προσπαθώντας να βρουν τρόπο να φτάσουν στην Γερμανία, εκεί όπου πιστεύουν ότι ζει ο πατέρας τους που δεν έχουν γνωρίσει ποτέ, βρίσκονται μέσα σε ένα αστυνομικό τμήμα σε μια επαρχιακή πόλη. Ξαφνικά από το εσωτερικό του βλέπουμε έξω από τα παράθυρα ότι έχει ξεκινήσει να χιονίζει. Ο ετερόκλητος πληθυσμός του αστυνομικού τμήματος αποτινάσσει από πάνω του για λίγα λεπτά τους προκαθορισμένους ρόλους που υποδύεται με διαχρονικό πείσμα και με έναν σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό βγαίνει στο χιόνι. Τα δύο παιδιά μένουν μόνα μέσα στο άδειο αστυνομικό τμήμα. Οταν βγαίνουν κι αυτά έξω, όλοι οι ενήλικες βρίσκονται ακίνητοι να κοιτούν τον ουρανό που χιονίζει και έτσι καταφέρνουν - μοναδική κίνηση σε έναν ακίνητο κόσμο - να ξεφύγουν συνεχίζοντας το ταξίδι τους.

Η σκηνή βρίθει από σημειολογίες, όπως συμβαίνει και με ολόκληρο το «Τοπίο στη Ομίχλη», την πρώτη ίσως φορά που ο Αγγελόπουλος παραδίδεται ολοκληρωτικά και αρκούντως απενοχοποιημένα (σίγουρα περισσότερο από τον «Μελισσοκόμο») στο συμβολισμό, ερήμην οποιουδήποτε ρεαλισμού. Στην ίδια αυτή σκηνή κρύβονται μέχρι και αναφορές στην «Αναπαράσταση» και το (περιοδεύοντα και εδώ σε όλη τη διάρκεια της ταινίας) «Θίασο», στο ίδιο του το έργο δηλαδή που ανακυκλώνεται πλέον με μηχανισμούς αυτοματοποίησης από ταινία σε ταινία - και θα συνεχίσει να το κάνει μέχρι και το τέλος. Οσο, ωστόσο, κι αν μοιάζει προφανές ότι μια ολόκληρη χώρα παραμένει ακίνητη απέναντι σε μια φυσική ομορφιά που μπορούν να αναγνωρίσουν μόνο τα παιδιά, η σκηνή συνοψίζει με μια ιδιαίτερη γοητεία συμπύκνωσης τον τρόπο που έχει η Ιστορία (εδώ και με μικρό ι για πρώτη φορά, με την έννοια του παραμυθιού) να ελίσσεται, βρίσκοντας κάθε φορά την έξοδο κινδύνου.

Σκηνές σαν κι αυτή, το ίδιο ή και περισσότερο όμορφες, το ίδιο ή και περισσότερο συμβολικές, συνθέτουν ολόκληρο το «Τοπίο στην Ομίχλη», μια ταινία που λόγω των παιδιών πρωταγωνιστών της μοιάζει να τρυπάει την ποιητική και ποιητικίζουσα αποστασιοποίηση που χτύπησε το κενό στον «Μελισσοκόμο», ωστόσο παραμένει ιδιαίτερα «ακίνητη», παρά τη συνεχή κίνηση της Βούλας και του Αλέξανδρου και τις επαναλαμβανόμενες αποτυχημένες τους προσπάθειες να περάσουν τα σύνορα και να βρεθούν σε μια Γη της Επαγγελίας. «Τι είναι τα σύνορα;», αναρωτιέται κάποια στιγμή ο μικρός Αλέξανδρος (το όνομα καθόλου τυχαίο σε μια συνέχεια που ξεκινάει από τον «Μεγαλέξαντρο» και φτάνει στον ήρωα στο «Ταξίδι στα Κύθηρα») και είναι κάπου εκεί που το «παραμύθι» που κανονικά θα ήθελε να είναι το «Τοπίο στην Ομίχλη» αποκτά διαστάσεις παραβολής και, ίσως για να είμαστε ακόμη πιο ακριβείς, μιας μυθολογίας που φιλοδοξεί να γραφτεί από την αρχή.

Αφήνοντας απέξω τον θεατή - με αποκορύφωμα τη σκηνή του βιασμού της Βούλας στο πίσω μέρος του φορτηγού - ο Αγγελόπουλος δεν υιοθετεί για την ταινία του το βλέμμα των παιδιών, αλλά το βλέμμα του δημιουργού (η διττή εδώ ανάγνωση οδηγεί νομοτελειακά στον Θεό - ή όποιον δημιούργησε αυτό το Σύμπαν - και τον Σκηνοθέτη). Ετσι κάθε εικόνα της ταινίας του, αντί να κρύβει την αφελή, αγνή ματιά δύο αθώων μαρτύρων της Ιστορίας, κρύβει μια επιμελώς φορμαλιστική σύνθεση που απευθύνεται οπουδήποτε αλλού εκτός από το συναίσθημα. Η βίαιη ενηλικίωση της Βούλας και του Αλέξανδρου δεν συμβαίνει ποτέ, αφού ο Αγγελόπουλος παίζει μόνο με σύμβολα και σε αυτό το ταξίδι τα παιδιά δεν είναι παιδιά αλλά πάντα κάτι άλλο. Η διαδρομή τους διακόπτεται όχι τελικά από μια Ουτοπία που μοιάζει καταδικασμένη, ιδεολογικά, ήδη πριν την ανακάλυψη της, αλλά από την ίδια την διαρκή παραπομπή σε ιδεολογίες και ιδέες.

Το κομμάτι άδειο φιλμ που ο Αλέξανδρος θα έχει ως φυλακτό, το μαρμάρινο χέρι πάνω από τον Θερμαϊκό, η λανθάνουσα φιγούρα του «πατέρα» (στις μόνες πραγματικά ζωντανές σκηνές της ταινίας ο Στρατός Τζώρτζογλου), τελικά ό,τι βλέπεις στο «Τοπίο στην Ομίχλη» σε καλεί να το εξηγήσεις, να το αναλύσεις, να βρεις τι κρύβεται πίσω από τα σύμβολα και που αυτά ακουμπάνε πάνω στην αεικίνητη διαδρομή (της κάμερας, των παιδιών, όσων συνεχίζουν να κινούνται ενώ όλα έχουν σταματήσει). Το Σύμπαν θα κάνει τον κύκλο του και οι Ουτοπίες θα μπουν στο χωνευτήρι της Ιστορίας για να αμφισβητηθούν ή τελικά να επιβεβαιωθούν. Η γοητεία αλλά κυρίως η δυναμική του σινεμά του Αγγελόπουλου όμως παραμένει εδώ (και θα το κάνει για ακόμη μια ταινία, το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού») ακίνητη, σαν να πρέπει οπωσδήποτε να τη θαυμάσεις χωρίς ποτέ να μπορέσεις να στρέψεις ένα καθαρό από αυτοαναφορικότητά βλέμμα πάνω της και να συγκινηθείς πραγματικά.