Είναι ενδιαφέρων σκηνοθέτης ο Λουί Γκαρέλ. Οχι τόσο όσο ενδιαφέρων είναι ως ηθοποιός - από τους καλύτερους της γενιάς του. Πίσω από την κάμερα διαθέτει ένα βλέμμα που μοιάζει να έχει χωνέψει όλες τις αναφορές του (από τον πατέρα του, Φιλίπ Γκαρέλ μέχρι τον μέντορά του, Κριστόφ Ονορέ) και να τις επανατοποθετεί στο χώρο με μια διάθεση να τις τιμήσει και ακυρώσει μαζί, να παίξει μαζί τους και να παραδώσει κάτι καινούριο, κάτι που δεν θα προδώσει το (μεγάλο) παρελθόν του γαλλικού σινεμά, αλλά ίσως να του δώσει μια μικρή κλωτσιά προς το μέλλον.

Στην τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί, υποδύεται για τέταρτη φορά το alter ego του, τον Αμπέλ που εδώ, περισσότερο απ' ό,τι στο «Ενας Πιστός Αντρας» του 2018 ή το «Δύο Φίλοι» του 2015, πλησιάζει την επιθυμητή ενηλικίωση που μοιάζει - όχι με την πρώτη ματιά - να είναι και το κεντρικό θέμα της σκηνοθετικής του καριέρας.

Στο «Τα Πάνω Κάτω» (με γαλλικό τίτλο το σαφώς πιο σημαίνον «Ο Αθώος»), ο Αμπέλ είναι ο γιος μιας μεσήλικης ηθοποιού που αποφασίζει να παντρευτεί τον άρτι αποφυλακισθέντα Μισέλ. Ο Αμπέλ όμως παραμένει διαρκώς καχύποπτος για την «αθωότητα» του… πατριού του, τον υποπτεύεται και τον παρακολουθεί με τη βοήθεια της κολλητής του Κλεμάνς, μέχρι που οι δρόμοι τους θα συναντηθούν παράδοξα και νομοτελειακά προς ένα φινάλε που θα τους βρει όλους συνένοχους σε μια γλυκιά συνειδητοποίηση.

Είναι σαφές πως ο Γκαρέλ παίζει (σε σενάριο δικό του μαζί με τον Τανγκί Βιέλ και την Ναϊλά Γκιγκέ) με τους κανόνες γνωστών κινηματογραφικών ειδών όπως το αστυνομικό φιλμ και η ρομαντική κομεντί. Η ταινία του έχει και την αγωνία ενός κόλπου που πρέπει πάση θυσία να πετύχει αλλά και το πλατύ χαμόγελο που φέρνει πάντα μια μεγάλη αγάπη που καταφέρνει μετά από πολλά εμπόδια να πει το όνομά της. Οχι τυχαία οι κορυφώσεις και των δύο αυτών genres βρίσκονται στην ίδια ακριβώς σκηνή (αυτή του εστιατορίου προς το τέλος), σκηνοθετημένη με τέχνη, κέφι, συγκίνηση και δύο υπέροχες ερμηνείες από τον ίδιο τον (χαριτωμένα χαριτωμένο ως Αμπελ και εδώ) Γκαρέλ και την πάντα αναπάντεχη Νοεμί Μερλάν.

Ολη η ταινία, όμως, βρίθει από ωραίες (και υπέροχα κινηματογραφημένες από τον Ζιλιέν Πουπάρντ) σκηνές που προσπαθούν να αποδώσουν εύσημα στα κλισέ του γαλλικού σινεμά και ταυτόχρονα να τα ανανεώσουν. Το καταφέρνουν, και αναδεικνύονται από το κωμικό timing που ο Γκαρέλ δείχνει σε στιγμές να κατέχει περισσότερο απ’ όσο αφήνει να φανεί. Μέσα από τη φλυαρία τους (και την υπερβολική γαλλική τους αυτοαναφορά), δεν ολοκληρώνουν, ωστόσο, κάτι καινούριο, αλλά μάλλον έναν απλώς καινοφανή τρόπο να ξαναπείς μια από τα ίδια. Αντίθετα με τον Αμπέλ, που εδώ φτάνει - επιτέλους - σε μια κάποια ενηλικίωση, η ταινία του παραμένει αφοπλιστικά παιδική και παιχνιδιάρικη - και όχι πάντα για κακό.