Ενα όμορφο διαμέρισμα με μπαλκόνι στην Αθήνα. Καραντίνα, εγκλωβισμός. Ομως η Νότα βρίσκει τρόπους να περάσει την ώρα της, ψιλομαγειρεύοντας, κάνοντας εντατικά πιλάτες στο mat της. Ο Ηλίας το ίδιο, ασχολείται με τα αρχιτεκτονικά του σχέδια: μόνο που αυτά δεν έχουν σπίτια και κολώνες, αλλά οικογενειακά δέντρα και στατιστικά ανατιμήσεων. Ενα ζευγάρι στην τρίτη ηλικία, δυο άνθρωποι που ζουν στο ίδιο σπίτι, παράλληλες ζωές. Αγαπιούνται; Αγαπήθηκαν ποτέ;

Θυμηθείτε τη συνέντευξη του σκηνοθέτη στο Flix: Ο Χρήστος Αδριανόπουλος αναρωτιέται τι 'ν' αυτό που το λένε αγάπη και για πόσο ζει

Οσο βαρυσήμαντος είναι ο τίτλος τής ταινίας του (από τον στίχο τής Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, αγαπημένης φίλης τής Νότας), τόσο φαινομενικά απαλή είναι η ταινία του Αδριανόπουλου, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του. Σε μια περίοδο όπου ο χρόνος πήρε άλλη μορφή για όλους, η γιαγιά και ο παππούς του έγιναν το αντικείμενο τής έρευνας και της τέχνης του, δυο άνθρωποι για τους οποίους ο χρόνος σημαίνει ένα τέλος που πλησιάζει, μια φθορά στην οποία αντιστέκονται, μια ζωισμένη σοφία, έναν κυνισμό, μια τρυφερότητα, όχι ακριβώς του ενός για τον άλλο, μια επιλεκτική στάση απέναντι στη ζωή που, στην περίπτωσή τους, όχι απλώς επιτρέπεται, αλλά είναι κι απολαυστική.

Παρά τον προσωπικό σύνδεσμο, οι πληροφορίες για το παρελθόν της Νότας και του Ηλία, μαζί και χωριστά, είναι φειδωλές - μια μεγάλη απώλεια, μια αγωνία για τη μνήμη, χαριτωμένα κουτσομπολιά, σύνθετα συναισθήματα, διασκεδαστικοί αφορισμοί. Κι ένα νοιάξιμο, διστακτικό αλλά αληθινό. Η κάμερα του Αδριανόπουλου πανταχού παρούσα, αλλά συγκινητικά διακριτική: ο σκοπός του δεν είναι να εκθέσει, να κρυφοκοιτάξει, αλλά να καταγράψει και να ψυχανεμιστεί. Μια ταινία θαυμάσια ισορροπημένη, για το τι σημαίνει συμβίωση, απώλεια, χρόνος, ή τι του έμαθαν γι' αυτά δυο άνθρωποι που αγάπησε πολύ.