Με το φόβο ότι αν αφήσει ανεξέλεγκτο τον υπερήρωα με τις θεϊκές δυνάμεις, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές, ο πανίσχυρος τιμωρός του Γκόθαμ Σίτι αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον δημοφιλή, σύγχρονο σωτήρα της Μετρόπολις, τη στιγμή που ο κόσμος αναρωτιέται τι είδους ήρωα έχει πραγματικά ανάγκη. Με τον Μπάτμαν και τον Σούπερμαν σε πόλεμο μεταξύ τους, μια νέα απειλή κάνει την εμφάνισή της, θέτοντας την ανθρωπότητα σε τεράστιο κίνδυνο.

Θα σεβόμασταν έτσι κι αλλιώς την προσωπική παράκληση του βιντεοσκοπημένου Ζακ Σνάιντερ στη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας να μην αποκαλύψουμε στην κριτική μας στοιχεία της πλοκής που θα στερήσουν από τους θεατές του «Batman v Superman» την έκπληξη που ωστόσο δεν νιώσαμε μέσα στα 150 λεπτά της διάρκειάς του.

[Σε κάθε περίπτωση, προσοχή - ίσως ακολουθούν spoilers]

Αν υπάρχει κάτι που έκανε εξ αρχής την πολυαναμενόμενη κινηματογραφική συνάντηση των δύο υπερηρώων ένα «αξιοπερίεργο», είναι η επιτέλους διαδικασία του να ανακαλύπτεις σκηνή σκηνή με ποιον τρόπο το σενάριο θα μπλέξει τον Batman και τον Superman στην ίδια ιστορία, συνεχίζοντας την αφήγηση από εκεί που σταμάτησε με το «Man of Steel» και προετοιμάζοντας το έδαφος για τον ερχομό της «Justice League» - που δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από το «Avengers» της DC Comics.

Ενδιαφέρουσα λοιπόν η απόφαση να ξεκινήσει η ταινία και να παραμείνει σχεδόν σε όλη τη διάρκειά της πιο κοντά στον Σκοτεινό Ιππότη του Μπεν Αφλεκ, παρόλο που η κεντρική ιστορία ανήκει στον Κλαρκ Κεντ και η Λόις Λέιν πρωταγωνιστεί σχεδόν ισότιμα με τα δυο αγόρια, αφού βρίσκεται σε όλες τις κομβικές σκηνές της περιπέτειας τους – από την ντελιριακή αρχή μέχρι το μυστηριώδες τέλος.

Σε ένα μπρος – πίσω που θυμίζει το νευρικό τρόπο με τον οποίο καμια φορά ξεφυλλίζεις ένα κόμικ θέλοντας να δεις τα καρέ να αποκτούν κίνηση, ο Ζακ Σνάιντερ πηγαινοέρχεται από τον Μπρους Γουέιν στον Κλαρκ Κεντ, κρατώντας ατόφια τα ξεχωριστά τους σύμπαντα πετυχαίνοντας αυτό που σε κάθε περίπτωση ήταν το ζητούμενο: να βλέπεις δύο από τους μεγαλύτερους υπερήρωες της ιστορίας των κόμικς, του σινεμά και της ποπ κουλτούρας να μοιράζονται την ίδια ιστορία.

Από τα γραφεία της Daily Planet μεταφερόμαστε στην έπαυλη του Μπρους Γουέιν, από την Λόις Λέιν βρίσκουμε την ευθεία γραμμή μέχρι τον πιστό Αλφρεντ του Μπατμαν, από την μάλλον κατάθλιψη του Σκοτεινού Ιππότη αλλάζουμε διάθεση με την αυτοπεποίθηση του σαφώς πιο φωτεινού εξωγήινου Σούπερμαν, σε μια κινηματογραφική συνθήκη που βρίσκει την Metropolis μια γέφυρα απόσταση από την Gotham City και τον κόσμο διχασμένο ανάμεσα στο Μεσσία που θα διαλέξει για να καλέσει την ημέρα της κρίσης.

Κι, όμως, το «Batman v Superman» δεν είναι μια ταινία που κλείνει το μάτι στις (κομιξικές και κινηματογραφικές) συμβάσεις, ούτε ένα από την αρχή διάβασμα της μυθολογίας δύο αγαπημένων, πολυκινηματογραφημένων και γνωστών σε όλους ηρώων, ούτε ένα διασκεδαστικό «ξεμάλλιασμα» των δύο αγοριών, ούτε η ταινία που ορίζει το είδος και έρχεται να σβήσει από τη μνήμη την τριλογία του Κρίστοφερ Νόλαν – την για πολλούς σημαντικότερη στιγμή της DC Comics στο σινεμά.

Κι αυτό γιατί, πριν από οτιδήποτε, το «Batman v Superman» είναι μια ταινία του Ζακ Σνάιντερ.

Οσοι τον λατρεύουν (και θεωρούν πως το «300» ήταν ένα έργο τέχνης και, σε αντίθεση με πολλούς που το ξέχασαν μόλις το είδαν, θυμούνται τι γινόταν στο «Man of Steel») θα τον βρουν εδώ σε απόλυτη φόρμα, αφού δεν θα υπήρχε ποτέ πιο ιδανική συνθήκη από το tête-à-tête του Μπάτμαν και του Σούπερμαν για να μεγαλουργήσει ο Σνάιντερ σε slow motions, βροχές που πέφτουν κάθετα στην κάμερα και μια διάθεση epic που εδώ σημαίνει το εντελώς αντίθετο από το συνήθες επιφώνημα όταν κάτι σου αρέσει πάρα πολύ.

Ο Σνάιντερ σκηνοθετεί την κάθε σκηνή – είτε αυτή είναι ότι ανοίγεις το μάτι της κουζίνας είτε ότι έχεις στα χέρια σου το όπλο που θα κάνει τον κόσμο στάχτη – με την ίδια επική και ελεγειακή διάθεση, σαν να βλέπεις x100 το πιο σημαντικό πράγμα που αντίκρισαν ποτέ τα μάτια σου – τα τελευταία πίσω από τα τρισδιάστατα γυαλιά.

Στον Σούπερμαν βρίσκει την άτρωτη δύναμη που κατεβαίνει από τον ουρανό ως παρεξηγημένος Μεσσίας και στον Μπάτμαν το πληγωμένο παιδί - εκδικητή που σέρνει σε κάθε του βήμα το βάρος όλης της σκοτεινιάς αυτού του κόσμου. Στη συνάντησή τους ανακαλύπτει έναν υπερηρωικό κόσμο x2 και στα θεληματικά πηγούνια των ηρώων του βρίσκει τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την πιο φιλοσοφημένη εκδοχή των ταινίων του Νόλαν από την ελαφρότητα της Marvel, δίνοντας πίσω στην υπερηρωική φιλοσοφία την ποπ σοβαρότητα που της στέρησαν (μη μου τσαντίζετε τον Deadpool).

Είναι αλήθεια πως υπάρχουν σκηνές – σε όλη τη διάρκεια της ταινίας – που το στιλ του Σνάιντερ αποδεικνύεται μαγικό (η δολοφονία των γονιών του μικρού Μπρους, η φιγούρα του Σούπερμαν εκτός ατμόσφαιρας της Γης, το μπουνίδι ανάμεσα στους δύο υπερήρωες), αλλά η κυρίαρχη αίσθηση είναι αυτή ενός τεράστιου επικού βάρους κάτω από το οποίο ισοπεδώνεται ένα – ας μη γελιόμαστε – ισχνό σενάριο και μια «αστεία» υπερηρωική ιστορία που δυστυχώς δεν περιλαμβάνει ίχνος χιούμορ – εκτός από τη μία και μοναδική στιχομυθία ανάμεσα στον Μπάτμαν στον Σούπερμαν που αφορά τη Wonder Woman – όταν αυτή σκάει από το πουθενά και μπαίνει ανάμεσα στα αγόρια:

  • Είναι μαζί σου;
  • Νόμιζα πως είναι μαζί σου.

Ο Ζακ Σνάιντερ δαιμονοποιεί (όπως έκανε ανέκαθεν) το χιούμορ, γκρεμίζει, βαραίνει τον Μπάτμαν και κυριολεκτικά με μια ασήκωτη ατσάλινη (sic) στολή και ενώ χορταίνει με δράση και πανικό (απο αυτόν που ισοπεδώνονται ολόκληρες πόλεις και κανείς δεν ασχολείται με τις ανθρώπινες απώλειες), χάνει στα σημαντικότερα σημεία.

Ο αναιμικός Αλφρεντ του Τζέρεμι Αϊρονς σε κάνει να νοσταλγείς με πάθος τον Μάικλ Κέιν, η «αλά Μπρίτζετ Τζόουνς» Λόις Λέιν της Εϊμι Ανταμς είναι μάλλον μια ερωτευμένη γυναίκα που δεν μπορεί να σταθεί ακριβώς στο ύψος των περιστάσεων ως action ηρωίδα (αν και προσπαθεί), η Wonder Woman της Γκαλ Γκαντότ είναι μια θεά από κάθε πιθανή άποψη αν και αχρείαστη προσθήκη – κάτι σαν την κοπέλα που χρειάζεται για να μπουν δυο αγόρια/μπακούρια σε ένα club Σάββατο βράδυ, μετά από εξαντλητικό face control. Ο Λεξ Λούθορ του Τζέσε Αϊζενμπεργκ είναι υπερβολικά «σαιξπηρικός» για το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται ή λιγότερο μανιακός απ’ όσο θα χρειαζόταν, θύμα της κώμης του και των σοφιστειών του που τον υποβιβάζουν εν ριπή οφθαλμού σε κακό για να μας βρίσκεται.

Ο Χένρι Καβίλ δεν έχει ακριβώς ρόλο αν και είναι ο πρωταγωνιστής της ταινίας. Πιο χάρτινος από ποτέ ο Σούπερμάν του φέρει τη μελαγχολία του «ξένου» και της «μισαλλοδοξίας», αλλά μαζί και το απέραντο κενό της αποστολής που αναλαμβάνει από ανάγκη. Το σενάριο δεν του δίνει ρόλο, μέσα σε αψυχολόγητες ανατροπές και θορυβώδεις εχθρούς, πνιγοντάς του ακόμη και την αιθέρια εκείνη μεγαλοσύνη του που διαθέτει ανέκαθεν ως ήρωας.

Και ναι, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, ο Μπεν Αφλεκ είναι αυτός που ειρωνεύεται περισσότερο την κυριολεξία του Ζακ Σνάιντερ, ένας Μπάτμαν – αν μη τι άλλο – τελείως διαφορετικός από αυτόν του Μάικλ Κίτον ή αυτόν του Κρίστιαν Μπέιλ και με έμφαση στους γκρίζους κροτάφους του ίσως ο πιο γοητευτικός Μπρους Γουέιν της κινηματογραφικής ιστορίας (so far). Για να μην σχολιάσει κανείς αυτό για το οποίο μιλούν όλοι όσοι έχουν δει την ταινία και (ελέω spoilers) έχει να κάνει με ένα ταλαίπωρο λάστιχο αυτοκινήτου!

Αν το ζητούμενο είναι να πάρουμε θέση (#teamBatman ή #teamSuperman), το «Batman v Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης» σε αναγκάζει πριν από αυτό να πάρεις θέση απέναντι στο σινεμά του Σνάιντερ, στη λογική μιας σοβαροφάνειας που πνίγει κάθε αίσθηση entertainment, στο δέος ενός υπερθεάματος που λέει λιγότερα απ’ όσα πομπώδη ευαγγελίζεται, σε μια υπερφόρτωση μιλιταριστικής πόρωσης, ένα πακτωλό ειδικών εφέ που άλλοτε εντυπωσιάζουν και άλλοτε μπουκώνουν (ειδικά στην τελική σκηνή - όχι την δέκατη τρίτη στη σειρά, την τελική σκηνή της τελικής μάχης) και μια διαρκώς χαμένης ευκαιρίας για ένα σχόλιο-εκατόμβη πάνω στο νιχιλισμό, το ρατσισμό και το τέλος του κόσμου (όπως τον γνωρίζαμε).

Δεν είναι ότι δεν πιάνεις τον εαυτό σου να θαμπώνεται από το μέγεθος, ούτε ότι δεν θα θυμάσαι για καιρό τη στιγμή που έγινες μάρτυρας της μεγάλης συνάντησης. Είναι που θα ήθελες το «v» του τίτλου να ήταν κυριολεκτικό (ε, ναι λοιπον, αυτό είναι spoiler) και σε μια εποχή που ο φόβος είναι το συναίσθημα που κυριαρχεί γύρω σου θα ήθελες οι πιο εμβληματικοί υπερήρωες στους οποίους πίστεψες ποτέ (ας μην γελιόμαστε – είναι αυτοί οι δύο, περισσότερο από όλους τους «Avengers» μαζί) να σου δίνουν ένα αίσθημα ανακούφισης, τη σιγουριά ότι ο κόσμος δεν θα πάθει τίποτα, όσο ακόμη είναι ζωντανοί. Κατά λάθος εχθροί ή κατά λάθος φίλοι μεταξύ τους, ποιος νοιάζεται στ' αλήθεια;


Δείτε εδώ σε ένα βίντεο οκτώ λεπτών όλες τις αναφορές, τα spoilers και τα κρυμμένα easter eggs που βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στην ταινία:


Διαβάστε και δείτε ακόμη: