Η ιστορία ξεκινάει με μια διήγηση μπροστά σε κάμερα. Είμαστε στο σήμερα και οι δύο σκληροτράχηλοι ήρωές μας είναι γερασμένοι, καταβεβλημένοι. Πολύ συχνά, ειδικά σε αυτή τη νέα γενιά τηλεοπτικών περιπετειών, παρακολουθούμε τις περιπέτειες αντρών που μοιάζουν διαρκώς μια τρίχα από την κατάρρευση. Στο πρόσωπο του Σημερινού ΜακΚόναχεϊ του «True Detective» είναι ζωγραφισμένο όλο το μετά με το οποίο κανείς δεν ασχολείται.
Ο ΜακΚόναχεϊ, που την ώρα της πρεμιέρας του «True Detective» κέρδιζε Χρυσή Σφαίρα στο δρόμο ενός πιθανού Οσκαρ για το «Dallas Buyers Club», παίζει τον ντετέκτιβ Ραστ Κολ, ένα από αυτά τα φανταστικά, επιθετικά ονόματα που μόνο ένας αληθινά ωμός ήρωας θα μπορούσε να φέρει. Ο Κολ, σκελετωμένος, αφυδατωμένος, στην ανάγκη της μπύρας και του τσιγάρου, πλήρως παραιτημένος, αφηγείται στην κάμερα τις λεπτομέρειες μιας παλιάς υπόθεσης που μας φέρνει πίσω στις πρώτες μέρες συνεργασίας του με τον Μάρτιν Χαρτ, ο οποίος παράλληλα (;) περιγράφει κι εκείνος τα ίδια γεγονότα από τη δική του σκοπιά.
Ο Χαρτ του Γούντι Χάρελσον, ένα άλλο είδος ντετέκτιβ, συνθέτει ένα συναρπαστικό δίδυμο με τον Ραστ Κολ του ΜακΚόναχεϊ. Ο ένας είναι πεσιμιστής φιλόσοφος που δεν αυτοκτονεί απλώς και μόνο επειδή, όπως ίδιος λέει, δεν βρίσκει το θάρρος να αποκολληθεί του κοινωνικού προγραμματισμού του. Ο άλλος προσπαθεί να ζει μια νορμάλ ζωή ανάμεσα σε νορμάλ ανθρώπους, εν μέσω ενός κάθε άλλο παρά νορμάλ σκηνικού.
Ανακαλύπτουν ένα πτώμα που μοιάζει να ξεπήδησε από κάποιο αρρωστημένο καμβά του «Hannibal», κι εκείνο είναι εικάζει κανείς το σημείο που η διαφορετική τους φύση αρχίζει να δημιουργεί συγκρούσεις. Η σειρά είναι γυρισμένη on location στη Λουιζιάνα και τα πάντα, από το υπνωτιστικό «Far From Any Road» των Handsome Brothers που ντύνει τους (εκπληκτικούς, ως συνήθως για το ΗΒΟ) τίτλους αρχής μέχρι την πνιγηρή φωτογραφία σε ταξιδεύουν εκεί, στους βάλτους, να νιώθεις την υγρασία να κολλάει πάνω σου και την ατμόσφαιρα να σε καταπίνει.
Πέρα από κάποιες άμεσες προφανείς διαπιστώσεις (οι ΜακΚόναχεϊ και Χάρελσον είναι καθηλωτικοί και ένα δίδυμο για το οποίο θα παρακολουθούσε άπειρες ώρες του οτιδήποτε· η σκηνοθεσία του Κάρι Φουκουνάγκα εμφανίζει άμεσα χαρακτήρα και δημιουργεί ατμόσφαιρα· το σάουντρακ που έχει επιμεληθεί ο προσωπικός μου ήρωας Τι Μπόουν Μπερνέτ σε βυθίζει ακόμα περισσότερο στο μουντά americana σκηνικό· οι ρυθμοί είναι αργοί αλλά όχι αργόσυρτοι, παρά σκόπιμοι, μελετημένοι· το λοιπό καστ, ένα μίγμα από γνωστές φάτσες της οικογένειας του ΗΒΟ, κάνει τα πάντα λίγο πιο οικεία) αυτό που με εντυπωσίασε ήταν το πώς ο σεναριογράφος Νικ Πιτσολάτο χρησιμοποιεί το εύρημα της παρενθετικής αφήγησης.
Οπως είπαμε στην αρχή, η ιστορία ξεκινάει στο σήμερα, αλλά διαδραματίζεται στο πρόσφατο (και λιγότερο πρόσφατο, αν και αυτές είναι σχετικές έννοιες) παρελθόν. Ομως το σήμερα δεν είναι εκεί απλώς για την ευκολία της εν γνώσει αφήγησης την ώρα που η κυρίως ιστορία εξελίσσεται σαν διήγηση. Οχι, ο Πιτσολάτο εκμεταλλεύεται πλήρως την ιδέα και επιτρέπει στο μύθο του να απλωθεί οργανικά σε μια σειρά από διαφορετικούς χρόνους και ρυθμούς διήγησης. Οι αφηγητές, δηλαδή οι σημερινοί μας όχι-πια-ήρωες, μεταπηδούν από τη μία ανάμνηση στην άλλη. Τη μία στιγμή στεκόμαστε στον τόπο ενός εγκλήματος, την αμέσως επόμενη ο Κολ εμφανίζεται πιωμένος στο κατώφλι του Χαρτ, φευγαλέα όμως, όσο διαρκεί μια στάση στο τρένο της σκέψης.
Αυτή η ταυτόχρονη ανάπτυξη πολλών ιστών αφήγησης δε μας χαρίζει απλώς ένα πιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα ως προς την αγωνία μας να λύσουμε τα πολλά, μικρά ερωτήματα και να μάθουμε τι συνέβη (με το τότε έγκλημα, με το τώρα μυστήριο, κυρίως με αυτούς τους δύο άντρες) αλλά και αναδεικνύει την ιδέα πως το πέρασμα του χρόνου δεν το βιώνουμε ποτέ ως μια ευθεία γραμμή παρά ως ένα ταυτόχρονο σύνολο όλων των εμπειριών που μας οδήγησαν σε ένα σημείο. Και είναι ενδιαφέρον το ότι στο πρώτο επεισόδιο οι Κολ και Χαρτ μοιάζουν με παράλληλες γραμμές που δεν αγγίζονται πουθενά παρά αφήνονται στη μοίρα τους (ο ένας επειδή δεν βρίσκει νόημα στο να επιδιώξει τίποτα, ο άλλος επειδή θεωρεί πως έχει επιδιώξει ό,τι ήταν να επιδιώξει) αλλά όπως γίνεται εμφανές από τις παροντικές σκηνές, σημεία τομής θα υπάρξουν πάρα πολλά.
Αυτό το, προσωπικής βάσης, μυστήριο είναι σε πρώτη φάση πιο ενδιαφέρον κι από το ίδιο το έγκλημα- αυτό είναι που κάνει το «True Detective» τόσο υποβλητικό. Σε κερδίζει πρώτα με τους χαρακτήρες (και τον χαρακτήρα) του, πριν καν χρειαστεί να θέσει τις ερωτήσεις.
Το φορμάτ του «True Detective» θεωρείται κάτι σαν ριζοσπαστικό αυτή τη στιγμή (σειρά ανθολογίας όπου κάθε σεζόν θα λέει μια εντελώς διαφορετική, ανεξάρτητη, αυτοτελή ιστορία), όμως στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο ότι κάτι αληθινά καινούριο που έχει κάνει τους πάντες να προσέξουν. Εξάλλου τόσο η ιδέα της μίνι σειράς πάει πίσω δεκαετίες, ενώ ακόμα κι η high profile ανθολογία ζει μέρες δόξας εδώ και λίγα χρόνια με το «American Horror Story». Η αλήθεια είναι πως το «True Detective» (του οποίου αυτός ο πρώτος κύκλος 8 επεισοδίων είναι όλος γραμμένος και σκηνοθετημένος από τους Πιτσολάτο και Φουκουνάγκα) ξεχωρίζει ως κάτι σημαντικό επειδή, εκμεταλλευόμενο το brand name του ΗΒΟ, φέρνει στη μικρή οθόνη, σε αληθινούς, μεστούς ρόλους, ηθοποιούς σαν τον ΜακΚόναχεϊ που ύστερα από την καυτή του τελευταία διετία δε θα είχε τον παραμικρό λόγο έστω να στραβοκοιτάξει προς την τηλεόραση αν εκείνη δε του προσέφερε κάτι αληθινά α) ευέλικτο και β) εξαιρετικό.
Γιατί ναι, αυτός είναι ο άλλος λόγος που ξεχωρίζει το «True Detective». Επειδή είναι εξαιρετικό.
Περισσότερη καλή τηλεόραση εδώ.
Διαβάστε ακόμη: