«Darkness, yeah, yeah»
Ο Ραστ Κολ μιλάει για ένα άλλου είδους σκοτάδι αυτή τη φορά.
Μπορεί να ανακάλυψε την πνευματική του πλευρά; Ή αυτό ή μες στο σκοτάδι της ύπαρξης (του), βρήκε κάτι να αγγίξει, να κρατηθεί, για πρώτη φορά. Το κλείσιμο της 1ης σεζόν «True Detective» ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε.
[Προσοχή: Ακολουθούν spoilers για το φινάλε της πρώτης σεζόν]
Στα τυπικά του φινάλε: Οι Κολ και Χαρτ βρίσκουν την απομονωμένη καλύβα του ανθρώπου-τέρατος με τα σημάδια στο πρόσωπο, εκείνος μετά βρίσκει αυτούς, ακολουθεί μάχη μέχρι τελικής πτώσεως που αφήνει το τέρας νεκρό και τους δύο αστυνομικούς στο νοσοκομείο. Όταν ο Κολ ξυπνά από το κώμα βρίσκει τον Χαρτ δίπλα του, οι δυο τους κοιτούν μαζί τον ουρανό, γελάνε, και αυτή είναι -υποθέτει κανείς- η αρχή μιας υπέροχης φιλίας.
Πάμε να δούμε ξεχωριστά τα διάφορα στοιχεία ενδιαφέροντος ενός φινάλε που μοιάζει την ίδια στιγμή αναπάντεχο και απολύτως αναμενόμενο.
Ο ΤΣΙΛΝΤΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ
Ένα από τα στοιχεία που ξεχωρίσαμε ως ξεχωριστού ενδιαφέροντος για τη σειρά στο κείμενο της προηγούμενης βδομάδας ήταν η παρουσία ενός παραδοσιακού κινηματογραφικού μπαμπούλα που μοιάζει να ξεπήδησε από κάποια «Hills Have Eyes» σλασεριά. (Κάτι που δεν ξεχωρίσαμε και δεν ασχοληθήκαμε καθόλου- όπως εν τέλει και η σειρά; Ο Yellow King. Αλλά θα επανέλθουμε σε αυτό.)
Το φρικιαστικό τέλος του 3ου επεισοδίου παραμένει πιθανότατα η αγαπημένη μου στιγμή από όλη τη σειρά, στέλνοντας τόσο έντονες ανατριχίλες στο σώμα μου που νομίζω μου σηκώθηκαν οι τρίχες στο πριν και στο μετά. (Η ανατριχίλα είναι ένας κύκλος, παιδιά.) Για όλες τις στιγμές που η σειρά αφιέρωσε σε πλεκτάνες και μυστήρια, κυρίως μέσα από την εξωτερική οπτική των Γκίλμπο και Παπάνια (αναμφίβολα εκεί ως avatars του κοινού), καμία δεν είχε την ένταση και το στίγμα που άφησαν οι σκηνές του αγροτικού τρόμου, της απομονωμένης φάρμας, του μυστηριώδους, τερατώδους άντρα ανάμεσα στα σπαρτά, της όλης ιδέας πως ο τρόμος και η φρίκη είναι κάπου εκεί έξω. Κι όχι ανάμεσα σε διαγράμματα και βελάκια και τραπεζικούς λογαριασμούς.
Ο Τσίλντρες πολύ απλά συμβόλιζε την ιδέα του κακού παρά τον έναν συγκεκριμένο εχθρό. Και σε μια ιστορία που έπαιζε τόσο πολύ με συμβολικές και φιλοσοφικές έννοιες, φυσικά και θα ήταν πρωτίστης σημασίας το να δώσει κεντρικό ρόλο στην κορύφωσή της, σε αυτό τον μεγάλο, τρομακτικό μπαμπούλα, που συγκεντρώνει στοιχεία τρόμου από όλη την παράδοση του rural slasher. Έτσι, όλα κατέληξαν σε μια μεγάλη σεκάνς μάχης ή, καλύτερα, κρυφτού, εκεί έξω στο χαώδες του ανοιχτού americana πεδίου.
Ο Φουκουνάγκα ακολουθεί τους Ραστ και Κολ καθώς κυνηγούν το τέρας, σα να έψαχναν τον μινώταυρο μέσα στον γραφικό του λαβύρινθο. Σκοτεινά λαγούμια, άγρια, παραμελημένη βλάστηση που παραπέμπει στα κέρατα των φόνων, και η απαραίτητη φονική μηχανή που μοιάζει ένα τσικ πιο υπερφυσικά δυνατή από ό,τι θα έπρεπε. Ο Πιτσολάτο του προσδίδει ανατριχιαστικά στοιχεία, από την ʽαπαραίτητηʼ αιμομικτική διάσταση μέχρι το ότι μιλάει με προφορές που πιάνει στην τηλεόραση. Η σκηνή της τελικής τους μάχης είναι απολύτως αναμενόμενη, μα κι απολύτως αποστομωτική. Ξανά, η διαφορά είναι στην εκτέλεση. Ακόμα κι αν γίνεται αυτό που περιμένεις, ο Φουκουνάγκα το έχει γυρίσει με μια ένταση κι έναν ήρεμο πανικό που σε κρατά κολλημένο στην οθόνη.
Στο τέλος οι δυο τους επιβιώνουν (μάλλον απίθανα), το τέρας πεθαίνει με μια σφαίρα στο κρανίο, και οι ενισχύσεις καταφθάνουν πάνω στην ώρα για να προλάβουν τους ήρωές μας ζωντανούς.
Ο YELLOW KING ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ
Αν τελικά υπήρχε αμφιβολία τι ακριβώς είναι το «True Detective», έστω σε αυτή την 1η σεζόν του (αν και δε νομίζω πως ο Πιτσολάτο θα παίξει ιδιαίτερα με το DNA της σειράς στην πορεία), δεν είναι τελικά παρά ένα buddy cop δράμα μέσα σε slasher movie σκηνικό. Αυτό προκύπτει από πολλά στοιχεία της αφήγησης όπως κι από την αναπαραγωγή πολλών σταθερών του είδους (κλισέ, αν προτιμάς) όμως ο Πιτσολάτο βασίζοντας την ιστορία του πάνω στο δεσμό των δύο κεντρικών ηρώων, φύλαξε τη μία μεγάλη, ουσιαστική ανατροπή για το τέλος.
Σε κάθε σχεδόν αστυνομική ιστορία όπου ένας ή δύο μπάτσοι επιμένουν εμμονικά σε εκείνη τη Μία Υπόθεση που τους έχει καθορίσει τη ζωή και την καριέρα, όταν όλοι τους λένε να την παρατήσουν και να πάνε παρακάτω, εν τέλει εκείνοι συνεχίζουν να το παλεύουν μέχρι να φτάσουν στην άκρη του νήματος- για καλό ή για κακό. Το χάπι έντ δεν είναι εγγυημένο αλλά η δομή είναι, εκτός αν μιλάμε για κάτι ευρύτερα στοχαστικό σαν το «Zodiac» του Φίντσερ, άλλο ένα αστυνομικό νουάρ όπου η ταυτότητα του εγκληματία επίσης δεν είχε καμία απολύτως σημασία.
Όπως και στο «True Detective» δηλαδή.
Δηλαδή ναι, οι (πρώην) ντετέκτιβ κυνήγησαν τον Τσίλντρες μέχρι η απειλή του να απομακρυνθεί μια για πάντα, αλλά από εκεί και ύστερα, μπροστά στην βεβαιότητα πως ό,τι υπήρχε από πάνω ή από πίσω δεν θα αποτελεί πια κίνδυνο, σταματούν.
Σε επίπεδο χαρακτήρων αυτό ρίχνει φως στις εξαρχής προθέσεις του Πιτσολάτο: Ο Μάρτι κι ο Ραστ ήταν πάντοτε δύο εντελώς ασύμβατα όντα που όμως η τριβή της καθημερινότητας έφερε κοντά, ύστερα επικίνδυνα κοντά, κι ύστερα τους είδα να εκτινάσσονται μακριά. Όμως μετά το πέρασμα των χρόνων, μετά την απόσταση που μεσολάβησε, όταν ξαναβρέθηκαν έγινε σαφές πως ο Ραστ πάντα ήταν ικανός να κάνει τον Μάρτι καλύτερο άνθρωπο εφόσον εκείνος τον άφηνε- και αντιστοίχως, ο Μάρτι ήταν ικανός να προσφέρει στον Ραστ μια γέφυρα επαφής με τον κόσμο που σε φιλοσοφικό επίπεδο απέρριπτε τόσο απόλυτα.
Ο ΡΑΣΤ ΚΙ Ο ΜΑΡΤΙ
Ήταν η απόσταση; Ήταν πως μέσω του θανάτου του Τσίλντρες ʽγιατρεύτηκεʼ η μολυσμένη τους ιστορία; Ήταν τα προσωπικά σοκ του καθενός;
Για τον μεν Μάρτι, η στιγμή εικάζω πως ήταν η οικογένειά του που ήρθε να τον επισκεφθεί, και ένιωθες στον αέρα ναι μεν την (θεωρητική) αγάπη, όπως όμως και την αμηχανία. Μια που λέγαμε για απόσταση, να. Ο Μάρτι είχε απομακρύνει την οικογένειά του. Θα το γιατρέψει ο χρόνος κι αυτό;
Για τον δε Ραστ, ήταν το σκοτάδι, το διαφορετικής υφής σκοτάδι που αυτή τη φορά τον αγκάλιασε. Το ξέρω πως αυτή το σχεδόν μεταφυσικού χαρακτήρα άλμα (τι περιέγραφε ο Ραστ με τα τελευταία του αυτά λόγια; Τον Παράδεισο; Προς στιγμήν νόμισα πως ως άλλη Μπάφι θα τραγουδούσε «I think I was Heaven», αν ο Ραστ ποτέ τραγουδούσε φυσικά) σε συνδυασμό με την υποψία οράματος που είχε λίγο πριν τον βρει ο Τσίλντρες (η ιδέα της Καρκόσα είχε γίνει εμμονή εκφρασμένη ως μεταφυσική επαφή;) μπορεί να οδηγήσουν σε μια ερμηνεία της λογικής ότι ο Ραστ ήρθε σε επαφή με την πνευματικότητά του, όμως αυτό μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα.
Διότι ακόμα και η ιδέα πως εκεί, στο σκοτάδι, ένιωθε την αγάπη της κόρης του, τι άλλο μπορεί να σημαίνει αν όχι πως είχε προλάβει να έρθει επιτέλους σε μια ειρήνη με τον εαυτό του; Το σημαντικό τελικά είναι πως και οι δυο τους έφτασαν επιτέλους στο σημείο να μπορούν να κοιταχτούν στα μάτια και να πουν, «κάναμε αρκετά».
Να νιώσουν το σκοτάδι και να πουν, «Darkness, yeah, yeah». Να κοιτάξουν τον κατάμαυρο νυχτερινό ουρανό σε ένα υπέροχο φινάλε (πλήρως ξεσηκωμένο από το «Top Ten» του Άλαν Μουρ) και να πουν πως κι όμως, το φως κερδίζει.
Δεν είναι happy end: Η Ντόρα Λανγκ είναι ακόμα νεκρή, οι Τατλ ακόμα τη βγάλαν καθαρή, ο Yellow King θα παραμείνει ένας θρύλος, η αρρώστια και το DNA του εγκλήματος θα συνεχίσουν να είναι εκεί έξω, ο ουρανός είναι ακόμα θεοσκότεινος.
Είναι happy end: Ο Ραστ κι ο Μάρτι, μαζί πια, μπορούν τουλάχιστον να διακρίνουν το φως των αστεριών.
Διαβάστε ακόμη:
Tags: True Detective