[Το άρθρο περιέχει spoilers και από τα επτά επεισόδια του «The Watcher». Σας προτείνουμε να το διαβάσετε αφού έχετε δει τη σειρά.]
Μπορείς να κατηγορήσεις τον Ράιαν Μέρφι για πολλά πράγματα.
Κυρίως ότι η υπερπαραγωγική του θητεία στο Netflix που ξεκίνησε το 2018 με το πιο ακριβοπληρωμένο πενταετές συμβόλαιο στην τηλεοπτική ιστορία, τον χρέωσε με τεράστιες επιτυχίες, αλλά όχι και την αναμενόμενη καλλιτεχνική επικύρωση του τίτλου του «σημαντικότερου ανθρώπου της τηλεόρασης».
Αν θέλουμε να είμαστε αυστηροί, ο Ράιαν Μέρφι δεν δημιούργησε ποτέ, μέχρι σήμερα, κάτι τόσο σπουδαίο από το (ναι, όχι μόνο ως guilty pleasure αλλά ως groundbreaking teen τηλεόραση που σήμερα μοιάζουμε να αναζητάμε απελπισμένα) «Glee» και από το πρώτο δίπτυχο του «American Crime Story» («The People vs. O.J. Simpson», «The Assassination of Gianni Versace»).
Πάντοτε (ακόμη και στις πιο μέτριες στιγμές του όπως το «Hollywood» ή το «Halston») - αδιαμφισβήτητα - από ένα μέσο όρο και πάνω (και με εξαιρέσεις που κρατούν πολύ ψηλά τον πήχη του τι σημαίνει «τηλεόραση» ή «streaming» σήμερα, όπως το παραγνωρισμένο «Boys in the Band» ή το εγκληματικά υποτιμημένο «Ratched»), οι σειρές και οι ταινίες του (δικές του ή παραγωγής του) λειτουργούν, για να είμαστε ταυτόχρονα και δίκαιοι, περισσότερο ως ένα σύνολο: ένα Murphy-verse, για να εναρμονιστούμε και το trend της εποχής.
Με το ένα πόδι στο queer και το άλλο στον τρόμο, ο Ράιαν Μέρφι είναι περισσότερο (ανάμεσα σε ταλαντούχος, έξυπνος, ικανός και correct χωρίς να έχει ανάγκη το politically) ένας ανατόμος της σύγχρονης κοινωνίας καθώς αυτή αναζητά τις παθογένειές της, τολμά ή και όχι να επιστρέψει στα τραύματά της, μετατρέπει τις τραγωδίες της σε «θέαμα», εγκληματεί όχι γιατί μπορεί αλλά γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς και δεν διαπραγματεύεται την διακαή επιθυμία της να αλλάξει ακόμη και άνευ όρων.
Βάλτε στη σειρά τους (στο μεγαλύτερο ποσοστό τους βασισμένους σε αληθινούς) ήρωες του Murphy-verse (από την Τζόαν Κρόφορντ του «Feud» μέχρι τον Τζέφρι Ντάμερ του «Dahmer» και από την Μπλάνκα Ροντρίγκεζ- Εβανγκελίστα του «Pose» μέχρι και τον Κρίστιαν Τρόι του «Nip/Tuck») και θα βρείτε τα παραπάνω κι ακόμη περισσότερα από αυτά που τους ενώνουν σε ένα τελικά αφήγημα που από ταινία σε ταινία και σειρά σε σειρά ολοκληρώνει ένα πορτρέτο μιας Αμερικής που όσο θόρυβο κάνει εκεί έξω άλλο τόσο (μπορεί και περισσότερο) αντηχεί προς τα μέσα.
Κάπως έτσι φτάνουμε στο «The Watcher», τη σειρά που ξεγέλασε πολλούς λόγω streaming της εν μέσω Halloween και με το «τραύμα» του «Dahmer» ακόμη ανοιχτό, αν θεωρήσει κανείς πως η σειρά που αφηγήθηκε την ιστορία του κανίβαλου serial-killer ήταν, αντιστρόφως ανάλογα με την δημοφιλία της, μια από τις πιο τολμηρές μεν, άνευρες και θολές (αισθητικά και θεματικά) τελικά σειρές του Ράιαν Μέρφι.
Το «The Watcher» δεν είναι το «paranormal activity του νεόπλουτου», αν και ακόμη και έτσι μοιάζει πιο τρομακτικό από οποιαδήποτε άλλη ετοιματζίδικη halloween φιοριτούρα κυκλοφορεί αυτές τις μέρες εκεί έξω. Με αφορμή την πραγματική ιστορία που συνέβη το 2014, τα επτά επεισόδια της σειράς ξετυλίγουν (με τρομακτικά γρήγορο ρυθμό) το μυστήριο, ανοίγοντας την υπόθεση προς κάθε πιθανό ύποπτο, πριν - χωρίς να το καταλάβεις σχεδόν - αποκαλύψουν τον πραγματικό ένοχο που δεν είναι άλλος από τις ανθρώπινες σχέσεις.
Το «The Watcher» επαναφέρει το σύμπαν του Μέρφι στην τάξη, αφού γίνεται σχεδόν ο απόλυτος συνδυασμός κάθε εμμονής του - και ας κρατήσουμε αυτή τη λέξη, καθώς, πέρα από οτιδήποτε άλλο η σειρά που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και πιο ειδικά σε ένα online άρθρο του New York με τίτλο «The Haunting of a Dream House» γραμμένο από τον Ριβς Βίντεμαν, μιλάει για την εμμονή.
Οπου «Dream House» βάλτε ένα «ονειρεμένο» σπίτι στην οδό Μπούλεβαρντ 657 στο Γουέστφιλντ του Νιου Τζέρσι: θα γίνει το πιο πολύτιμο απόκτημα της οικογένειας Μπράνοκ, μια απτή απόδειξη της κοινωνικής θέσης στην οποία θέλουν να ανήκουν, ακόμη κι αν πρέπει να ξοδέψουν όλα όσα έχουν και (κυρίως) δεν έχουν για να γίνει δικό τους. Οπου «Haunting» βάλτε μια σειρά από ανεξήγητα φαινόμενα που έχουν να κάνουν κυρίως με τα δύο γειτονικά τους σπίτια, αλλά κυρίως μια σειρά από γράμματα που φτάνουν συχνά πυκνά υπογεγραμμένα από τον «The Watcher», με απειλές για το ζευγάρι και τα δυο τους παιδιά.
Οχι, το «The Watcher» δεν είναι το «paranormal activity του νεόπλουτου», αν και ακόμη και έτσι μοιάζει πιο τρομακτικό από οποιαδήποτε άλλη ετοιματζίδικη halloween φιοριτούρα κυκλοφορεί αυτές τις μέρες εκεί έξω. Με αφορμή την πραγματική ιστορία που συνέβη το 2014, τα επτά επεισόδια της σειράς ξετυλίγουν (με τρομακτικά γρήγορο ρυθμό) το μυστήριο, ανοίγοντας την υπόθεση προς κάθε πιθανό ύποπτο, πριν - χωρίς να το καταλάβεις σχεδόν - αποκαλύψουν τον πραγματικό ένοχο που δεν είναι άλλος από τις ανθρώπινες σχέσεις.
Ο,τι συμβαίνει μέσα σε αυτό το «ονειρεμένο» σπίτι αντανακλά τους δεσμούς μιας οικογένειας ακριβώς στο σημείο της πιο βίαιης «ενηλικίωσης» της (έτσι όπως εκφράζεται διάφανα στη χειραφέτηση της συζύγου και τη σεξουαλικοποίηση της κόρης) και ταυτόχρονα αντανακλάται στις μικρές και μεγαλύτερες ρήξεις που θα βρουν το ζευγάρι ανέτοιμο να τις αντιμετωπίσει, ανίκανο να τις αντέξει. Κάθε ένας από τους δύο συζύγους θα δοκιμάσει και δοκιμαστεί πάνω στην κινούμενη άμμο της εμμονής, προσπαθώντας να βρει διέξοδο, λύση και… εκ νέου αγοραστή για το σπίτι, καθώς είναι σαφές πως η ζωή που ονειρεύτηκαν μοιάζει περισσότερο με ένα ζωντανό εφιάλτη που δεν έχει τέλος.
Ο Ράιαν Μέρφι - σκηνοθετεί και μερικά από τα καλύτερα επεισόδια εδώ - πατάει γερά τα πόδια του στο queer (εδώ όχι στην «κυριολεκτική» ερμηνεία που γνωρίζουμε, αλλά στην ευρύτερη ενός αέναου παιχνιδιού ταυτοτήτων σε συνδυασμό με οτιδήποτε κινείται εκτός νόρμας - εκφρασμένο τέλεια στον υπέροχα γραμμένο και ερμηνευμένο από την Νόμα Ντουμεζένι ρόλο της Τεοντόρα Μπερτς) αλλά και στον τρόμο, παραδίδοντας μια ιστορία που, εκ του αποτέλεσματος - αφού στην αληθινή ιστορία δεν αποκαλύφθηκε ποτέ ο ένοχος - σχεδόν σε ακινητοποιεί. Οι ευκολίες και τα ξεσπάσματα (βλ. μπου) δεν λείπουν, ούτε φυσικά τα φαντάσματα, οι σκοτεινοί διάδρομοι ή τηλεφωνήματα στη μέση της νύχτας. Ούτε ακόμη δεκάδες λεπτομέρειες και ήρωες που ξεχνιούνται στην πορεία ή δεν αναπτύσσονται όσο θα υποσχόταν η επιλογή τους (βλ. Μία Φάροου σε comeback αντεστραμμένου «Μωρού της Ρόζμαρι»).
Αλλά το πραγματικά τρομακτικό στο «The Watcher» είναι αυτό που μένει όταν κατακάθεται η σκόνη από τα κλισέ και τα σεναριακά τρικ.
Αν φτάνοντας προς το φινάλε, ενδιαφέρεσαι ακόμη για το «whodunit» έχεις μόλις χάσει μια από τις πιο απολαυστικές, καίριες, ανησυχητικά σημερινές σειρές που είδαμε τελευταία, με δύο τόσο αφύσικα φυσικές ερμηνείες από τη Ναόμι Γουότς και τον Μπόμπι Καναβάλε και μια τελική σκηνή που μέσα στη φαινομενική φαιδρότητά της θα σε ακολουθεί για καιρό.»
Καθώς, σαν θεατής, μπαινοβγαίνεις σε υποθέσεις και προσπαθείς να λύσεις γρίφους (και να παραβλέψεις και σεναριακά κενά), στα πολυτελή τετραγωνικά του «The Watcher», ανάμεσα σε ανοιχτά debates για το gentrification και τον νεοπλουτισμό και σε μια χώρα (λέγεται Αμερική, θα μπορούσε να είναι και αλλού) που μοιάζει «τρομακτικά» με το ζευγάρι των συνταξιούχων που θα «αναστηθούν» μέσα από τις κατάμαυρες (από το χιούμορ και τη θλίψη) τραγωδίες τους, φυτρώνει ο σπόρος του κακού.
Η οικογένεια Μπράνοκ θα «δαιμονιστεί», όχι από κάποια σατανική οντότητα, αλλά από την εμμονή με το σπίτι και ό,τι σημαίνει αυτό για τη ζωή τους. Οταν θα εκτροχιαστεί από τις ράγες της λογικής, θα αρχίσει να συνδέει τα πάντα που της συμβαίνουν με το στοιχειωμένο σπίτι. Πατέρας και μητέρα θα χάσουν τους ρόλους που απέκτησαν τόσο φυσικά, δεν θα είναι πλέον ούτε εραστές, θύματα και θύτες μιας περιδίνησης γύρω από το ποιοι είναι, ποιοι θα ήθελαν να είναι, ποιοι μπορούν να είναι και ποιοι τελικά αντέχουν να είναι. Με χιούμορ αλλά και σχεδόν κυνικό σπαραγμό, ο Ράιαν Μέρφι μετατρέπει το ζευγάρι των Μπράνοκ στους πολίτες ενός νέου κόσμου που είναι ταυτόχρονα βέβηλος και αθώος, βλάσφημος και ιερός, συντηρητικός και προοδευτικός, ανθρώπινος και απονεκρωμένος, αποφασισμένος ωστόσο να επιβιώσει ακόμη κι όταν όλα του λένε πως δεν θα τα καταφέρει.
Γυρίζοντας το βέλος του ενδιαφέροντος σε αυτούς και στο πώς θα διαβρωθούν από την ίδια τους την επιθυμία από την οποία υποτίθεται ότι έχουν σωθεί, το «The Watcher» παύει να είναι στα τελευταία επεισόδιά του, η σειρά που νόμιζες ότι είναι.
Αν φτάνοντας προς το φινάλε, ενδιαφέρεσαι ακόμη για το «whodunit» έχεις μόλις χάσει μια από τις πιο απολαυστικές, καίριες, ανησυχητικά σημερινές σειρές που είδαμε τελευταία, με δύο τόσο αφύσικα φυσικές ερμηνείες από τη Ναόμι Γουότς και τον Μπόμπι Καναβάλε και μια τελική σκηνή που μέσα στη φαινομενική φαιδρότητά της θα σε ακολουθεί για καιρό. Οσο πιστεύεις ότι απομακρύνεσαι από την Νόρα και τον Ντιν, τόσο θα ταυτίζεσαι. Οσο η ιστορία τους, ατελής αλλά τόσο συναρπαστικά ξεδιπλωμένη θα σε αποξενώνει, τόσο θα νιώθεις ότι «θα μπορούσες να τη ζήσεις εσύ». Οσο η εμμονή τους σου θυμίζει παιδική παραξενιά, τόσο θα ανακαλείς όλα εκείνα που κάποτε επιθυμησες κι εσύ με ακόμη μεγαλύτερη επιμονή. Κι όσο στην πραγματική ζωή ένα «έγκλημα» δεν βρίσκει ένοχο, τόσο ο (κινηματογραφικό/τηλεοπτικός) τρόμος θα παραμένει μεγαλύτερος κι από το πιο αληθοφανές θρίλερ.
Μπορείς να κατηγορήσεις τον Ράιαν Μέρφι για πολλά πράγματα. Οχι όμως πως δεν ξέρει την απόσταση ανάμεσα στο θέαμα και την τρομακτική του αλήθεια.
Το «Τhe Watcher» στριμάρει στο Netflix με ελληνικούς υπότιτλους.