Το «Ρίπλεϊ» του Netflix ξεκινάει απότομα: ο Τομ Ρίπλεϊ (Αντριου Σκοτ) σέρνει ένα πτώμα στη σκάλα με μία χαρακτηριστική ηρεμία, σαν να πλένει τα δόντια του πριν τον ύπνο. Αυτή η ιεροτελεστία με την οποία ο κύριος Ρίπλεϊ αναλαμβάνει όλες του τις εργασίες είναι συστατικό των αρμών της δράσης. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, το σενάριο επιστρέφει έξι μήνες νωρίτερα, για να αφηγηθεί την ιστορία από την αρχή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να συννεφιάσει ο ουρανός των προσδοκιών, σαν να πηγαίνει κάποιος ένα μεγάλο ταξίδι στη θάλασσα, γνωρίζοντας πως όταν φτάσει θα βρέχει καταρρακτωδώς.
Ο Τομ Ρίπλεϊ ζει στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του '60, με όλα τα καλά της -την απαλή τζαζ, τις γραμμές των τρένων που τρίζουν και τους αγωγούς που φτύνουν καπνό. Είναι ένας απατεώνας που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στην πόλη που δε κοιμάται ποτέ. Στην πιάτσα κυκλοφορεί η φήμη πως «ό,τι χρειαστείς, θα το βρει ο Τομ». Οι κομπίνες του όμως αποτυγχάνουν και ένα ομιχλώδες και αόριστο παρελθόν τον καταδιώκει. Απελπισμένος, αποδέχεται μια πρόταση από τον Χέρμπερτ Γκρίνλιφ (Κένεθ Λόνεργκαν), τον ιδιοκτήτη μιας ναυπηγικής εταιρίας. Η δουλειά του είναι απλή: πρέπει να ταξιδέψει σε ένα μικρό, γραφικό ιταλικό χωριό με όνομα Ατράνι και να πείσει τον κληρονόμο της περιουσίας των Γκρίνλιφ, Ντίκι (Τζόνι Φλιν), να επιστρέψει στην πατρίδα του. Φτάνοντας στο Ατράνι, γνωρίζει τον Ντίκι και την σύντροφό του, Μαρτζ (Ντακότα Φάνινγκ), κερδίζει την εμπιστοσύνη του Ντίκι και μετακομίζει στο σπίτι του, πριν βάλει τα ταλέντα του σε εφαρμογή.
Η ιστορία του κυρίου Ρίπλεϊ είναι γνωστή από τα βιβλία της Πατρίσια Χάισμιθ και από την ιστορική μεταφορά τους στον κινηματογράφο στο «Γυμνοί στον Ηλιο» του Ρενέ Κλεμάν και ο «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ» του 1999 σε σκηνοθεσία Aντονι Μινγκέλα. Hταν πολύ πιο εύκολο να είσαι απατεώνας τη δεκαετία του '60. Hταν σίγουρα πιο εύκολο να εξαφανίσεις τότε κάτι από προσώπου γης. Η ιστορία του κυρίου Ρίπλεϊ θα ήταν ανέφικτη στον 21ο αιώνα. Πλέον, ως ψηφιακοί αυτόχθονες, οι άνθρωποι γνωρίζουν τα πάντα κάθε στιγμή. Οι απατεώνες φυσικά προσαρμόζονται και συνεχίζουν να επιβιώνουν, σαν τις κατσαρίδες. Μονάχα ένα πράγμα σκοτώνει τους απατεώνες, αυτό που ψιθυρίζει ένας ιερέας στον Ρίπλεϊ την ώρα που θαυμάζει έναν πίνακα του Καραβάτζιο: sempre la luce, πάντα το φως. Οι απατεώνες ζουν μόνο στο σκοτάδι.
Ο Αντριου Σκοτ παραδίδει έναν Ρίπλεϊ αποστασιοποιημένο, οριακά εξωγήινο. Διατηρεί αυτόν τον νευρωτισμό που τον χαρακτηρίζει και αποδίδει άψογα το προφίλ του ψυχοπαθή όπως έκανε και στον «Σέρλοκ». Διαφέρει από άλλες ενσαρκώσεις του Τομ Ρίπλεϊ. Δεν σκανδαλίζει όπως ο Αλέν Ντελόν στο «Γυμνοί στον Ηλιο», ούτε γοητεύει με την παιδικότητα και την αφέλειά του όπως ο Ματ Ντέιμον στο «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ». Η σεξουαλικότητά του σπανίως θίγεται ως θέμα συζήτησης. Ενα αόριστο ερωτικό ενδιαφέρον προς τον Ντίκι περισσότερο εννοείται παρά κατονομάζεται. Η ερωτική του επιθυμία όμως σαφώς και δεν είναι το βασικό του κίνητρο. Ισως και να είναι η τελευταία από τις έγνοιες του.
Η Μάρτζ, ο Ντίκι και ο κύκλος τους, με τον οποίο ο Τομ Ρίπλεϊ έρχεται σε επαφή, είναι άχρωμος και ανυπόφορος. Το προνόμιο τους απομάκρυνε από τα εγκόσμια και από τα άγχη των πραγματικών ανθρώπων. Ζουν τη γλυκιά ζωή που όλοι ονειρεύονται. Θάλασσα, ήλιος και άφθονο κρασί. Από δουλειά ούτε λόγος, όπως αναφέρει και ο Τζον Μάλκοβιτς που κάνει guest εμφάνιση. Κατοικούν σε κάποιο ποίημα του Ελύτη. Παραμένουν όμως ατάλαντοι. Οι πίνακες του Ντίκι θυμίζουν αποτυχημένες απόπειρες σε μάθημα καλλιτεχνικών στο γυμνάσιο. Και τα γραπτά της Μαρτζ αδυνατούν να περιγράψουν την παραμυθένια ομορφιά του Ατράνι. Ακόμη και κάποια άσκηση δακτυλογράφησης έχει περισσότερο ενδιαφέρον από τις απόπειρές της (χαρακτηριστικό το παντόγραμμα “the quick brown fox jumps over the lazy dog”). Η μόνη της ελπίδα για να πετύχει ως συγγραφέας είναι το infinite monkey theorem -μια θεωρία η οποία υποστηρίζει πως, δεδομένου απείρου χρόνου, μια μαϊμού που χτυπάει πλήκτρα σε μια γραφομηχανή, κάποτε θα γράψει όλα τα έργα του Γουίλιαμ Σαίξπηρ.
Μέσα στον Ρίπλεϊ ξεδιπλώνεται ολόκληρη η ανθρώπινη περιπέτεια -ο φθόνος, η ζήλια, η απόλαυση, ο κρυφός πόθος- σαν κάποιο χαμένο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Ο πρωταγωνιστής θυμίζει κάποιον αιμοσταγή θηρευτή ανάμεσα σε οκνηρές γαζέλες. Η κινηματογράφηση του Ρόμπερτ Ελσουιτ, γνωστού από τις συνεργασίες του με τον Πολ Τόμας Άντερσον, τοποθετεί τη δράση σχεδόν κυριολεκτικά μέσα σε πίνακα του Καραβάτζιο, σε ένα δραματικό κιαροσκούρο. Οι πολυπληθείς αναφορές στον μεγάλο Ιταλό ζωγράφο είναι μια πρωτοβουλία του σκηνοθέτη, Στίβεν Ζέιλιαν, διότι η Χάισμιθ δε τον αναφέρει πουθενά στα βιβλία. Ο Καραβάτζιο έζησε μια απίστευτα ταραχώδη ζωή. Η βία πρωταγωνιστεί στους πίνακες του, όπως πρωταγωνιστούσε και στη ζωή του. Ο ίδιος δικάστηκε 11 φορές και πέθανε εξόριστος, φυγάς από τη Ρώμη έχοντας διαπράξει δολοφονία. Ο Τομ Ρίπλεϊ γίνεται ολοένα και περισσότερο εμμονικός με τον Καραβάτζιο, σε σημείο που τελικά ταυτίζεται μαζί του. Ολόκληρη η σεζόν είναι ένας πίνακάς του. Αυτό επιτυγχάνεται και κυριολεκτικά μέσω της υπεροχής κινηματογράφησης του Ρόμπερτ Ελσουιτ, με αυτά τα λαχταριστά, δραματικά ασπρόμαυρα πλάνα του.
Το έντονο κοντράστ είναι ξεκάθαρη σκηνοθετική επιλογή. Ολη τη σειρά επεισοδίων κυκλώνει ένας οιωνός καταιγίδας. Ο καιρός είναι ευερέθιστος. Θυμίζει εκείνη τη φωτογραφία του μεγάλου Ούγγρου φωτογράφου Αντρέ Κερτέζ στη Μαρτινίκα, με τον άνθρωπο πίσω από το γυάλινο πλέγμα που κοιτάει την καταιγίδα στο βάθος του ορίζοντα. Ο άνθρωπος πίσω από το γυαλί είναι οικουμενικός διότι όλοι κινδυνεύουν από την καταιγίδα. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται η τομή του Τομ Ρίπλεϊ με τον θεατή: στην ανθρώπινη περιπέτεια που μας προσεγγίζει όπου και να πάμε.
Ο Τομ Ρίπλεϊ, στο τελευταίο επεισόδιο, ολοκληρώνει τη σπουδή του στον Καραβάτζιο και μελετά το φως. Επιλέγει λάμπες πυρακτώσεως αντί για φυσικό φωτισμό για αν συναντήσει τον επιθεωρητή της αστυνομίας (Μαουρίτσιο Λομπάρντι). Σκηνοθετεί κυριολεκτικά τη σκηνή ενός εγκλήματος. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνει ένας μαθητής ζωγραφικής είναι ότι χωρίς φως δεν υπάρχει τίποτα - ούτε λεφτά, ούτε τέχνη, ούτε Καραβάτζιο. Οι κατά καιρούς ανυπόφοροι πρωταγωνιστές του Ρίπλεϊ είναι θιασώτες της υψηλής τέχνης. Υποκλίνονται μπροστά στο μεγαλείο του Πικάσο και του Καραβάτζιο, γνωρίζοντας καλά πως οι ίδιοι δεν μοιράζονται ούτε ένα ελάχιστο ποσοστό του μεγαλείου τους. Σε όλη τη σειρά, σε νεκρούς χρόνους φιγουράρει η τέχνη που χαρακτηρίζει την Ιταλία: πίνακες, αγάλματα, ναοί και αρχιτεκτονήματα. Ματαιοδοξία. Η τέχνη μιμείται τη ζωή, αλλά μοιραία την ξεπερνά και κερδίζει το στοίχημα του χρόνου. Ομοίως, ο Τομ μπορεί να πεθάνει, αλλά ο Ρίπλεϊ θα ζήσει για πάντα.
To «Ρίπλεϊ» του Στίβεν Ζέιλιαν στριμάρει στο Netflix από τις 4 Απριλίου, με ελληνικούς υπότιτλους