Προσοχή: Το άρθρο περιέχει spoilers από την σειρά «Obi-Wan Kenobi» που προβάλλεται στο Disney+ (και στην Ελλάδα).
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Χρειαζόμασταν μια σειρά «Obi-Wan Kenobi»;
H απάντηση που έρχεται, χωρίς δεύτερη σκέψη, στο μυαλό περισσότερων είναι σαφώς και όχι. Και όχι επειδή δεν θα είχε ενδιαφέρον να δούμε μια ιστορία η οποία θα συνέδεε την πρίκουελ τριλογία του Τζορτζ Λούκας με την θρυλική αρχική, αλλά κυρίως γιατί κάτι τέτοιο θα πατούσε πάνω σε γνωστά εδάφη μιας ήδη γνώριμης πλοκής, με την μοίρα των χαρακτήρων ήδη προδιαγεγραμμένη, χωρίς ιδιαίτερο σασπένς και τα διακυβεύματα να παραμένουν ανώδυνα.
Και όμως, παρόλα αυτά, η σειρά των έξι επεισοδίων του Disney+ δείχνει, στο μεγαλύτερό της μέρος, να λειτουργεί.
Και αυτό γιατί μπορεί η σειρά να μην ασχολείται ιδιαίτερα με τους κινδύνους και τις ανατροπές (οι οποίες υπάρχουν αλλά είναι τόσο εμφανείς σε κάποια σημεία που απλά περιμένεις να γίνουν) αλλά αποφασίζει να ρίξει λίγο περισσότερο φως στην σχέση ενός κατεστραμμένου ψυχολογικά Τζεντάι, του Ομπι-Ουάν, και του padawan του Ανακιν Σκάιγουκερ, και τώρα πλέον του ισχυρού Αρχοντα των Σιθ, του Νταρθ Βέιντερ.
Η σειρά ξεκινά 10 χρόνια μετά τα γεγονότα του «Star Wars: Επεισόδιο ΙΙΙ – Η Εκδίκηση των Σιθ», με τον Ομπι-Ουάν να κρύβεται από τους Ιεροεξεταστές της Αυτοκρατορίας, οι οποίοι κυνηγούν για να συλλάβουν (και να σκοτώσουν) τους εναπομείναντες Τζεντάι οι οποίοι γλύτωσαν από το μακελειό της Διαταγής 66. Η σειρά, δείχνει τον Ομπι-Ουαν ως μια σκιά του εαυτού του, γεμάτος από ενοχές και πικρία, κάτι που βοηθάει αρκετά και η υπέροχη ερμηνεία του Γιούαν ΜακΓκρέγκορ.
Η σειρά χτίζει τα θεμέλιά της γύρω από όλα αυτά για να δώσει την ευκαιρία στον Ομπι-Ουαν να αρχίσει το δικό του ταξίδι εξιλέωσης καθώς προσπαθεί να σώσει την νεαρή πριγκίπισσα Λέια από τα χέρια των απαγωγέων της.
Αυτό είναι απλά μια δικαιολογία. Η σειρά αρχίζει να εξερευνά αυτό το προσωπικό δράμα του Ομπι-Ουάν καθώς αυτό αρχίζει να αντικατοπτρίζεται πάνω στο πρόσωπο της Λέια, να το σκαλίζει έτσι για να βρει την ρίζα του κακού και να προσπαθήσει να την γιατρέψει. Η διαδικασία δεν είναι πάντα επιτυχής μιας και πολλές φορές οι σεναριακές ευκολίες που παρουσιάζονται, κυρίως στη μέση της σειράς, την κάνουν να δείχνει κάπως... αφελής κι εύκολη. Ευτυχώς όμως η σκηνοθέτης της σειράς, Ντέμπορα Τσόου, προσφέρει, ακόμα και τότε, την συναισθηματική βαρύτητα που απαιτείται έτσι ώστε να συνεχίζεις να επενδύεις σε αυτή ακόμα και όταν νομίζεις πως έχει σταματήσει να σε ενδιαφέρει.
Η σειρά έρχεται πάνω στην καλύτερη στιγμή για να μας υπενθυμίσει πως οι καλύτερες και πιο όμορφες ιστορίες των «Star Wars» (όπως και κάθε μαζικού franchise) είναι εκείνες οι οποίες δεν επενδύουν μόνο στο θέαμα αλλά, κυρίως, στις προσωπικές ιστορίες των χαρακτήρων της. Κάτι που φαίνεται κάποιοι το είχαν ξεχάσει για τα καλά.»
Υπάρχουν στιγμές, κυρίως όταν η σειρά αποφασίζει να επικεντρωθεί περισσότερο σε αυτή την σχέση, όπως στο τρίτο επεισόδιο στο οποίο ο Ομπι-Ουάν συναντά για πρώτη φορά τον Νταρθ Βέιντερ (με τον Τζέιμς Ερλ Τζόουνς να επιστρέφει ως την εμβληματική φωνή του) αντιμετωπίζοντάς τον σε μια άνιση μονομαχία, όπου καταφέρνουν να σε ανατριχιάσουν ακόμα και όταν γνωρίζεις εκ των προτέρων ποιο θα είναι το αποτέλεσμα.
Η σειρά λάμπει στα τελευταία δυο επεισόδια. Γνωρίζοντας από την αρχή το πώς θα εξελιχθεί η ιστορία για τους δυο αυτούς χαρακτήρες, μέσω κάποιων flashbacks (τα οποία δικαιολογούν και την επιστροφή του Χέιντεν Κρίστενσεν στον ρόλο του Ανακιν) γνωρίζουμε λίγα περισσότερα πράγματα για την σχέση τους, η οποία σιγά σιγά φτάνει στο συναισθηματικό της κρεσέντο. Η τελική μονομαχία, η οποία μπορεί να της λείπει η ένταση και ο δυναμισμός σαν ουσία, είναι ένα χάρμα οφθαλμών με την φωτογραφία και τους φωτισμούς να δίνουν μια απόκοσμη αισθητική.
Δεν είναι όμως αυτό που την κάνει τόσο υπέροχη. Οταν στο τέλος ο Ομπι-Ουάν δίνει το τελικό χτύπημα στο κράνος του Βέιντερ εμφανίζοντας ένα μέρος του προσώπου του παλιού του φίλου και τον φωνάζει με το πραγματικό του όνομα και εκείνος απαντά με μια φωνή που συνδυάζει εκείνη του Ανακιν με τη μηχανική του Βέιντερ, σου σφίγγει την καρδιά. Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες είναι που δίνουν στην σειρά ένα γλυκόπικρο συναίσθημα καθ’ όλη την διάρκειά της, το οποίο στο τέλος σε ανταμοίβει.
Ακόμα και ιστορία της Ρίβα (την υποδύεται η Μόουζις Ινγκραμ), αν και φαίνεται πολύ να πατάει σε γνώριμα και αναμενόμενα μονοπάτια, στο τέλος όμως δικαιώνεται με την κάθαρση που της αξίζει. Το ίδιο δεν θα μπορούσαμε να πούμε και για κάποιους δευτερεύοντες χαρακτήρες, οι οποίοι χρησιμοποιούνται μόνο και μόνο ως πάτημα για την εξέλιξη της πλοκής. Παρόλα αυτά όμως το «Obi-Wan Kenobi» είναι γεμάτο από αναφορές από τη saga του «Star Wars» που θα κάνουν πολλούς φανς να χαρούν, και ειδικά με τις δύο κάμεο εκπλήξεις στο φινάλε της, ενώ η δράση του, όπου υπάρχει, δίνει την ένταση και το νεύρο όπου και όταν χρειάζεται.
Τελικά, μετά από όλα αυτά, χρειαζόμασταν ακόμα την σειρά «Obi-Wan Kenobi»;
Η απάντηση, αν και παραμένει αρνητική, διαθέτει το χώρο για μια μικρή υποσημείωση. Η σειρά έρχεται πάνω στην καλύτερη στιγμή για να μας υπενθυμίσει πως οι καλύτερες και πιο όμορφες ιστορίες των «Star Wars» (όπως και κάθε μαζικού franchise) είναι εκείνες οι οποίες δεν επενδύουν μόνο στο θέαμα αλλά, κυρίως, στις προσωπικές ιστορίες των χαρακτήρων της. Κάτι που φαίνεται κάποιοι το είχαν ξεχάσει για τα καλά.
Και τα έξι επεισόδια της σειράς «Obi-Wan Kenobi» είναι διαθέσιμα στο Disney+.