«Chernobyl»
Διασκευασμένο από τον σεναριογράφο Κρεγκ Μέιζιν εν μέρει από το βιβλίο «Voices from Chernobyl» και τις μαρτυρίες ντόπιων της περιοχής Πρίπιατ της Ουκρανίας, το «Chernobyl» καταφέρνει σε ένα πρώτο επίπεδο να λειτουργήσει με απόλυτη επιτυχία ως ένα σχεδόν σπονδυλωτό δράμα στημένο γύρω από την πυρηνική καταστροφή του Τσέρνομπιλ, και τις προσπάθειες να περιοριστεί το κακό. Κεντρική θέση κρατούν οι Τζάρεντ Χάρις και Στέλαν Σκάρσγκαρντ στους ρόλους των Βαλέρι Λεγκάσοφ και Μπόρις Σκέρμπινα, ο επιστήμονας κι ο πολιτικός αντίστοιχα που συνδυαστικά αναλαμβάνουν να διαχειριστούν την κρίση, μελετώντας τις συνθήκες της καταστροφής και προβαίνοντας στα απαραίτητα μέτρα περιορισμού της.
Ο Χάρις, με τον φυσικό επικολυρισμό της φωνητικής στίξης του και ο Σκάρσγκαρντ με νιχιλιστικό νέφος που κουβαλά η η παρουσία του, είναι δύο ηθοποιοί αδύνατον να μην εντείνουν κάθε δράμα που τυλίγεται γύρω τους. Και καθώς βρίσκονται περισσότεροι βουτηγμένοι στην εξωπραγματικά σκληρή πραγματικότητα, οι δύο χαρακτήρες τους εξελίσσονται σε βαρύγδουπα αλλά συνάμα και τραγικά σύμβολα της αλήθειας και του κόστους με το οποίο καταφθάνει μέσα σε ένα σύστημα ελέγχου και περιφρούρησης.
Αυτή δεν είναι, απλώς, μια ιστορία ηρώων και μοχθηρών villains, αλλά μια κοινωνική ακτινογραφία ενός συστήματος που αδιαφόρησε για τους ανθρώπους.»
Ο Μέιζιν στηρίζει την δημιουργική του πρόθεση γράφοντας με υπομονή και αφοσίωση για τους συνηθισμένους ανθρώπους του δράματος αλλά και εστιάζοντας στην διαδικασία. Το επεισόδιο όπου άντρες χρησιμοποιούνται ως “βιο-ρομπότ” για να καθαρίσουν μια στέγη από ραδιενεργά συντρίμμια είναι μια από τις πιο καθηλωτικές και εμβληματικές στιγμές της σειράς όμως είναι σημαντικό πως κάθε μικρή ή μεγάλη προσωπική ιστορία θέλησης, θριάμβου ή τραγωδίας συνυπάρχει με τη δραματική, λεπτομερή διαδικασία που την κάνει αναγκαία. Αυτή δεν είναι, απλώς, μια ιστορία ηρώων και μοχθηρών villains, αλλά μια κοινωνική ακτινογραφία ενός συστήματος που αδιαφόρησε για τους ανθρώπους.
Κάτι που αισθητικά στηρίζεται από τον βιντεοκλιπά Σουηδό σκηνοθέτη Γιόχαν Ρενκ ο οποίος, εκμεταλλευόμενος ένα επίπονα διεισδυτικό και λεπτομερές sound design, τη μουσική της Χίλντουρ Γκουναντοτίρ και κυρίως τη νεκρικά αποχρωματισμένη οπτική χροιά που προσδίδει στην εικόνα του ο θαυμάσιος διευθυντής φωτογραφίας του Γιοακίμ Τρίερ, Γιάκομπ Ίρε («Θέλμα», «Όσλο, 31 Αυγούστου»), καδράρει με υπομονή και ίσως μια οριακά μεταφυσική αίσθηση τρόμου, τα γεγονότα, τις διαδικασίες, τα πρόσωπα των θέλοντας και μη ηρώων.
Εναι μια μίνι σειρά για την φρικώδη πυρηνική καταστροφή του 1986, αλλά είναι και μια μίνι σειρά για κάθε καταστροφή, φυσική ή ηθική, που έχει ήδη συμβεί ή πρόκειται να συμβεί ξανά.»
Οι πιο ανατριχιαστικές σκηνές, πέρα από την ανηλεή σωματική φρίκη, πέρα από τις φιγούρες και τα στατιστικά φρίκης, είναι εκείνες όπου οι ατυχείς πρωταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με μια συνειδητοποίηση του θανάτου. Ο εχθρός είτε σε επίπεδο κυριολεκτικό είτε αλληγορικό (το ραδιενεργό νέφος; η έκρηξη, το σύστημα; η άγνοια;), περικλείει τα πάντα στην αποπνικτική αγκαλιά του. Αυτό είναι που κάνει το «Chernobyl» πάνω απ’όλα μια ιστορία πλήρους αποτυχίας για τον τρόπο η γνώση και η εμπειρία συναντούν τείχη που έχουν εγείρει συστήματα κατασκευασμένα για να καταπνίξουν αυτές τις ίδιες έννοιες. Εναι μια μίνι σειρά για την φρικώδη πυρηνική καταστροφή του 1986, αλλά είναι και μια μίνι σειρά για κάθε καταστροφή, φυσική ή ηθική, που έχει ήδη συμβεί ή πρόκειται να συμβεί ξανά.
Διαβάστε ακόμη:
- Flix Top-10 TV 2019: To νούμερο 10, «Euphoria»
- Flix Top-10 TV 2019: To νούμερο 9, «Primal»
- Flix Top-10 TV 2019: To νούμερο 8, «I Think You Should Leave»