Στις τελευταίες εκρηκτικές στιγμές της σεζόν τα μυστικά αποκαλύπτονται (ξανά), οι μάσκες πέφτουν (κι άλλο) και το κοντινότερο σε συναισθηματικά φορτισμένη, εκρηκτική κορύφωση - αντίστοιχη με την αξέχαστη στιγμή στα σκαλιά της 1ης σεζόν - είναι η θεατρικότατη ερμηνευτική έξαρση των Νικόλ Κίντμαν και Μέριλ Στριπ σε μια σκηνή δικαστηρίου βγαλμένη από τα πιο «Boston Legal» όνειρα του Ντέιβιντ Κέλι.
Hταν μια περίεργη σεζόν. Θα ήταν καταδικασμένη να αποτελεί για πάντα αντικείμενο διαφωνιών σχετικά με το ίδιο της το δικαίωμα στην ύπαρξη, αλλά μάλλον η συσχέτιση με τον θαυμάσιο πρώτο κύκλο θα την αφήσει στην τηλεοπτική ιστορία ως περίπου υποσημείωση: «Φοβερό ήταν το “Big Little Lies”! ...αν και η 2η σεζόν δεν ξέρω...» θα είναι πιθανότατα ο κοινός τόπος. Δίκαια ή άδικα;
Από την πρώτη στιγμή, από το υποσχόμενο πρώτο επεισόδιο της 2ης σεζόν, αυτή η επιστροφή - που οι πάντες κρυφά περίμεναν αλλά κανείς δεν ήταν σίγουρος πως χρειαζόταν - κατέστησε σαφές πως δεν επρόκειτο να στήσει κάποιο άλλο μεγάλο μυστηριώδες πλέγμα σχέσεων, αλλά ούτε και να στείλει τις 5 ηρωίδες σε εντελώς νέες αναζητήσεις, σε νέες πλοκές. Κάτι περισσότερο από μια τυπική «επόμενη σεζόν» αλλά και κάτι λιγότερο από αυτοδύναμο σίκουελ, η 2η σεζόν όπως τελικά την είδαμε να αναπτύσσεται ήταν -ή, οπωσδήποτε, ήθελε να είναι - μια συναισθηματική επέκταση της 1ης. Μια ενδοσκοπική ματιά στις συνέπειες μιας πράξης, μιας απόφασης, ενός κύκλου βίας, γραμμένη και παιγμένη όχι ως «μια νέα περιπέτεια των Μόντερεϊ 5» αλλά περισσότερο ως η παλιά, μία τους, ανεξίτηλα χαραγμένη περιπέτεια, παιγμένη μες στα κεφάλια και τις ψυχές τους, ξανά και ξανά.
Κόντρα στις αρχικές δηλώσεις των συντελεστών της σειράς όταν φάνηκε πως η 1η σεζόν θα αποτελούσε μεγάλη επιτυχία, σταδιακά η επιθυμία για περισσότερο τους έφερε όλους πίσω. (Σχεδόν όλους. Περισσότερα για αυτό σε λίγο.) Ο Ντέιβιντ Κέλι, σεναριογράφος με τρανή καριέρα αλλά διφορούμενο σύνολο έργου, που φλερτάρει διαρκώς με το camp και φιλτράρει τον ρεαλισμό μέσα από μια ιδιοσυγκρασιακή, over the top οπτική του κόσμου (από το «Ally McBeal» ως το «Boston Legal»), επέστρεψε για να γράψει και τον 2ο κύκλο. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε βιβλίο στο οποίο να βασιστεί, όμως για αυτό φρόντισε η ίδια η συγγραφέας Λιάν Μοριάρτι, η οποία συνέγραψε μια ανεπίσημη νουβέλα στην οποία βασίστηκε ο Κέλι. Η νουβέλα αυτή δεν πρόκειται να δημοσιευτεί, καθώς αποτελεί σίκουελ βασισμένο στην τηλεοπτική απόδοση του έργου της- θα ήταν σα να έγραφε ο Τζορτζ Μάρτιν το τελευταίο βιβλίο του «Song of Ice and Fire» σαν συνέχεια του 7ου κύκλου «Game of Thrones». Ομως η καθοδήγησή της τοποθέτησε έστω το κέντρο βάρους της ιστορίας.
Σε αυτή τη 2η σεζόν η Μάντελιν (Ρις Γουίδερσπουν) βιώνει κρίση στο γάμο της όταν ο Εντ (Ανταμ Σκοτ) μαθαίνει πως τον απάτησε. Η Τζέιν (Σέιλιν Γούντλεϊ) έρχεται κοντά με έναν εκπαιδευτή όμως δυσκολεύεται να αποδεχτεί μια νέα επαφή λόγω του τραύματος που της άφησε ο Πέρι. Η Μπόνι (Ζόι Κράβιτς, σε σαφέστατα πιο ζουμερό ρόλο από εκείνον της 1ης σεζόν της) πρέπει να διαχειριστεί τις νέες αναμνήσεις βίαιας μεταχείρισης από τη μητέρα της όταν ήταν μικρή, την ώρα που αυτή παθαίνει εγκεφαλικό, και ενώ παράλληλα νιώθει όλο και πιο αποκομμένη από τον άντρα της. H Ρενάτα (Λόρα Ντερν, στην πρώτη ερμηνεία στην ιστορία της τηλεόρασης αποτελούμενη 100% από memes) βλέπει τον άντρα της να χάνει όλα τους τα λεφτά και μυστικά για εκείνον να έρχονται στην επιφάνεια. Και η Σελέστ (Νικόλ Κίντμαν) πρέπει να διαχειριστεί την άφιξη της Μέρι Λουίζ (η ανερχόμενη Μέριλ Στριπ), μητέρας του Πέρι, στο σπίτι της.
Ολες οι παραπάνω, όχι ακριβώς πλοκές, αλλά περισσότερο κατευθύνσεις, εξετάζονται υπό το πρίσμα του συναισθηματικού τραύματος και των ενοχών που έχει αφήσει σε αυτή την ομάδα γυναικών η βία και έπειτα ο θάνατος του Πέρι. Είναι αυτό το μυστικό που τις ένωσε, εκείνο που τις κρατά δεμένες και, με έναν περίεργο (αλλά περίεργα ακριβή) τρόπο, εκείνο που τις σκίζει εσωτερικά. Οι Κέλι και Μοριάρτι επιχειρούν να ψάξουν τις βαθύτερες επιπτώσεις του τραύματος, με τρόπους που συχνά μοιάζουν κυκλικοί, ατελείς, άτακτοι- όπως συχνά είναι αυτές οι διαδικασίες επούλωσης. Η όλη ύπαρξη του Πέρι έχει αφήσει τις 5 γυναίκες ταραγμένες, ανήμπορες -αρχικά έστω- να επικοινωνήσουν την αλήθεια τους. Με τον ίδιο τους τον εαυτό η κάθε μία, πόσο μάλλον με τους γύρω τους.
Σε ένα παράλληλο σύμπαν, η 2η σεζόν είναι ένα ιμπρεσιονιστικό αριστούργημα. Στο δικό μας, είναι ένα δημιουργικά ζημιωμένο ημίμετρο, μιας και πολλά πράγματα έχασαν το δρόμο τους στην πορεία.»
Η Αντρεα Αρνολντ, πολυβραβευμένη στις Κάννες σκηνοθέτης θαυμάσιων ταινιών με πιο πρόσφατο το «American Honey» (μια ταινία-τομή πάνω στα συντρίμμια της καπιταλιστικής Δύσης, και την πολιτιστική και νεανική εκμετάλλευση μέσα από την ποπ κουλτούρα), ακούγεται τελικά απρόσμενα ταιριαστή με το υλικό, βάσει της προσέγγισης αυτής. Η Αρνολντ με την κάμερά της καταγράφει βλέμματα, ανεπαίσθητες κινήσεις, γλώσσα του σώματος. Διαβάζει τον αέρα. Αποτυπώνει την ευρύτερη συναισθηματική αλήθεια μιας κατάστασης παρά κάποιον αυστηρά δομημένο ρεαλισμό. Και υπάρχουν στιγμές διαμέσου τις σεζόν που νιώθει κανείς πως το άγγιγμά της αναδεικνύει αυτό που αναμφίβολα ήταν η αρχική πρόθεση πίσω από τη γέννηση αυτής της 2η σεζόν.
Σε ένα παράλληλο σύμπαν, η 2η σεζόν είναι ένα ιμπρεσιονιστικό αριστούργημα. Στο δικό μας, είναι ένα δημιουργικά ζημιωμένο ημίμετρο, μιας και πολλά πράγματα έχασαν το δρόμο τους στην πορεία.
Ο Κέλι ενδίδοντας στις δημιουργικές του παρορμήσεις αφήνει την ιστορία να αποκαλυφθεί ως πλήρες ερμηνευτικό camp, βασισμένο σε επιμέρους κόντρες και εκρήξεις, παρά στην προσδοκώμενη ενδοσκόπηση, γράφοντας τις γυναίκες του σαν μυστηριώδεις εξωγήινους παρά ως αληθινά πλάσματα. Το 2ο επεισόδιο, ίσως το χειρότερο όλης της σειράς, αποτελείται από μια ακολουθία τρομερά παλιομοδίτικης τηλεοπτικής ευκολίας «αποκαλύψεις», με χαρακτήρες να μαθαίνουν κρυμμένα μυστικά με κάθε λογής βολικό τρόπο, κρυφακούγοντας συνομιλίες,, επειδή σε κάποιον ξέφυγε κάτι στο τηλέφωνο, επειδή ένας χαρακτήρας μονολογούσε στον ύπνο της, κλπ. Η δε κλιμάκωση των 2 τελευταίων ωρών γίνεται σε ένα δικαστικό φαντασιακό παραλήρημα που ούτε στο σαφέστατα πιο καρτούν αποχρώσεων «Boston Legal» δε θα βλέπαμε, ξεδιάντροπα κατασκευασμένο με μόνο κατευθυντήριο κανόνα το «φέρε τη Νικόλ Κίντμαν αντιμέτωπη με τη Μέριλ Στριπ».
Ως Μέρι Λουίζ, η Στριπ δεν αφήνει σκηνικό αμάσητο, παίζοντας με χέρια, με props, με δάκρυα, με κραυγές, με εμφατικές κινήσεις, με υπογραμμισμένες αλλαγές εκφράσεων. «Είσαι κοντή!», λέει στη Μάντελιν όταν την γνωρίζει, δείγμα της λεπτότητας με την οποία έχει γραφτεί και συσταθεί ο απίστευτα μονοδιάστατος χαρακτήρας της. Απέναντί της σε αυτή την κόντρα πεντάστερων ερμηνευτριών, η Νικόλ Κίντμαν καλείται να φέρει σε πέρας σκηνές εντελώς χειριστικές, όπου αποκαλύπτει βαριά, ένοχα μυστικά για τη Μέρι Λουίζ καθώς την εξετάζει ως μάρτυρα. «Επιθυμώ να την εξετάσω εγώ η ίδια ως δικηγόρος», λέει, «θα συμβουλεύαμε όχι» απαντά η έδρα, «όχι, αφήστε με, θα το κάνω!» επιμένει. (Οχι λέξη προς λέξη, αλλά ο δραματικός ρυθμός αυτός είναι. Σχεδόν περιμένεις να αρχίσει να τραγουδά πάνω σε συνθέσεις του Κλοντ-Μισέλ Σόνμπεργκ.)
Γράφοντας για την 1η σεζόν, ξεχωρίζαμε από τότε τη Νικόλ Κίντμαν ως την ερμηνευτική καρδιά του όλου εγχειρήματος: «Η Νικόλ Κίντμαν κρύβει στο παγωμένο της πρόσωπο το μεγαλύτερο μέρος της ψυχής της σειράς. [..] Στη διογκούμενη αμφιβολία της βλέπεις να σιγοβράζει ένα ηφαίστειο καταπιεσμένων αισθημάτων. Είναι όλη η σειρά, σε ένα πρόσωπο επίπονα συγκρατημένων εκφράσεων.» Το υλικό έχει πάψει να τη σέβεται.
Αυτή η σύγκρουση πρόθεσης και πράξης γίνεται σταδιακά όλο και πιο εμφανής καθώς κυλά η σεζόν, μέσα από την ολοένα και πιο μακρά λίστα από μοντέρ και την οριακά ακατανόητη ροή πλάνων και σκηνών. Οσο πιο βαθιά βρισκόμαστε στη σεζόν, τόσο πιο πιθανό είναι να συναντήσουμε μια φαινομενικά πλήρως ασύνδετη σκηνή στεγνού exposition, με χαρακτήρες να εξηγούν με εντελώς μασημένους διαλόγους πράγματα που έχουμε ήδη δει να τους συμβαίνουν ή να αισθάνονται. Τα ρεπορτάζ για το δράμα πίσω από τις κάμερες, με το ΗΒΟ και τον Ζαν Μαρκ Βαλέ (σκηνοθέτη της 1ης σεζόν και του «Dallas Buyers Club») να παίρνουν πίσω τον δημιουργικό έλεγχο που είχαν αφήσει να εννοηθεί πως θα είχε η - σαφώς πιο αναγνωρισμένη - Αρνολντ, επιβεβαιώνει αυτό ένιωθε κανείς απέναντι από το ρυθμικά άνισο αποτέλεσμα και που μαρτυρούσε η λίστα των μοντέρ. Ελπίζουμε οι διορθωτικές αυτές παρεμβάσεις να μη σταματήσουν εδώ- ο Βαλέ θα μπορούσε να μας φέρει αντίστοιχα επεξηγηματικά edits για ταινίες του Τέρενς Μάλικ ή του Ζαν Ρενουάρ.
Ακόμα και μέσα από αυτή τη δημιουργική αβεβαιότητα, η σεζόν ήταν κασκευασμένη με ένα τρόπο που το έκανε δύσκολο να μην την παρακολουθείς με το βλέμμα κολλημένο στην οθόνη. Είχε ερμηνευτικό star power να περισσεύει, είχε σκιές εξαιρετικά ενσαρκωμένων χαρακτήρων, είχε την αίσθηση πρεστίζ και την αφή camp (συνδυασμός δύσκολο να του αντισταθείς), και είχε και μια αύρα αυτής της ενδιαφέρουσας προσέγγισης που έβαζε τις ηρωίδες πάνω από τις καταστάσεις- πριν βάλει τις ερμηνεύτριες πάνω από τις ίδιες τις ηρωίδες τους.
Εντέλει, το ερώτημα που πάντα θα συνδέεται με αυτή τη 2η σεζόν, είναι ίσως τελικά άδικο. «Χρειαζόταν η 2η σεζόν;» ρωτάμε. Oχι, δεν χρειαζόταν, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, γιατί το ότι προσπάθησε να κάνει κάτι ενδιαφέρον την καθιστά αυτομάτως άξια. Είναι κρίμα απλώς γιατί, κατά βάση, αστόχησε. Και, όσο τελικά αυτό έχει σημασία, η Μοριάρτι αυτή τη φορά δηλώνει με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση πως αυτό ήταν όλο, δεν έχει άλλο. Eτσι κι αλλιώς, το να συγκεντρωθούν ξανά αυτές οι ηθοποιοί σε ένα σετ, θα είναι πρακτικά αδύνατο. Iσως να είναι καλύτερα έτσι.
Tags: Big Little Lies