Το «Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ αναφέρεται διαρκώς στο «Νο 7. Cherry Lane» του Γιονφάν κι αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι καθώς, παρά τη διαφορά ενός αιώνα που χωρίζει τα δύο έργα, αμφότερα μοιάζουν να έχουν γεννηθεί από την ίδια ανάγκη του καλλιτέχνη να αναζητήσει στη μνήμη την ταυτότητά του, να παραθέσει όλα εκείνα τα γεγονότα, τις εικόνες, τους ήχους και τις αισθήσεις που συνθέτουν αυτό που λέγεται ζωή, κάτι που είναι κάτι παραπάνω από το άθροισμα των μερών του, κάτι που συνεχώς ξεφεύγει από την περιγραφή, κάτι που διαρκώς απομακρύνεται όσο προσπαθείς να το προσεγγίσεις.
Για τον άγνωστο στη χώρα μας, αλλά θρυλικό στη δική του, σκηνοθέτη, φωτογράφο, συγγραφέα, ιστορικό της τέχνης και συλλέκτη Γιονφάν το animation ήταν ο μόνος τρόπος να προσεγγίσει τη ζωή του και τις αναμνήσεις του, αυτή την «ερήμωση του μεγαλείου» μιας άλλης εποχής, τότε που το Χονγκ Κονγκ βρισκόταν στο μεταίχμιο μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας, εκεί όπου σπούδασε, ερωτεύτηκε και αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Κι έτσι αποφάσισε η 14η μεγάλου μήκους ταινία του να κατασκευαστεί πρώτα σε μακέτες τριών διαστάσεων και μετά να σχεδιαστεί με το χέρι πάνω σε ριζόχαρτο και να γεμίσει με χρώμα, μια χρονοβόρα διαδικασία που γίνεται για πρώτη φορά, ήταν όμως η μόνη που κατά τον καλλιτέχνη μπορούσε να αποδώσει την κίνηση και τη ροή της δικής του αφηγηματικής μνήμης.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, το «Νο 7. Cherry Lane» δεν είναι μια ξεκάθαρα αυτοβιογραφική ταινία. Κεντρικός ήρωας είναι ο Ζιμίνγκ, ένας φοιτητής αγγλικής φιλολογίας στο Χονγκ Κονγκ των ταραγμένων τελών της δεκαετίας του 60, όταν οι δρόμοι γέμιζαν από αντι-αποικιακές διαδηλώσεις με αίτημα την ένωση με την Κίνα. Ο Ζιμίνγκ θα ζήσει τη δική του επανάσταση, η οποία όμως θα είναι ερωτική, καθώς θα ξεκινήσει να παραδίδει μαθήματα αγγλικών στην αριστοκρατική συνοικία της πόλης σε μια νεαρή κοπέλα, γόνο εξόριστης οικογένειας από την Ταϊβαν, θα μπλέξει όμως σε ένα ερωτικό τρίγωνο με τη μαθήτριά του και τη μητέρα της. Στην ονειρική ατμόσφαιρα μιας πόλης ανάμεσα στον κομμουνισμό και την ελεύθερη αγορά, την ανατολή και τη δύση, την ομορφιά και την ασχήμια, την πραγματικότητα και τη φαντασία, ο νεαρός φοιτητής θα πάρει μια πρώτη γεύση της αγάπης, της ελευθερίας και της ζωής.
Η κίνηση στο «Νο 7. Cherry Lane» είναι αργή και ελεγειακή, υπαγορευμένη από μια μνήμη που απολαμβάνει και επεξεργάζεται τα περασμένα με μια ηδονική βραδύτητα. Υπάρχουν σκηνές που δεν έχουν λογική αλληλουχία, οι αναλογίες ανάμεσα στο βάθος πεδίου και στα αντικείμενα αποκλίνουν από την πραγματικότητα, οι χωροχρονικές μεταβάσεις έχουν μια άναρχη ελευθεριότητα. Κάποιες φορές οι αναφορές του σκηνοθέτη και οι λεπτομέρειες παραμένουν αινιγματικές και ομφαλοσκοπικές για το θεατή, ειδικά τον Δυτικό και μη εξοικειωμένο με το Χονγκ Κονγκ και τις πολιτικές και πολιτισμικές εξελίξεις στην περιοχή κατά τη δεκαετία του 60. Όλα αυτά όμως έχουν ελάχιστη σημασία.
Γιατί το «Νο 7. Cherry Lane» είναι τόσο όμορφο που σε σημεία σου κόβει την ανάσα. Γιατί η οθόνη ξεχειλίζει αναπολογητικά από έναν αμετανόητο ρομαντισμό και το animation είναι ο ιδανικός τρόπος να καταργηθούν οι κανόνες και οι επιφυλάξεις της λογικής και της πραγματικότητας. Γιατί όταν κάποιος αναπολεί τη ζωή του είναι ανθρώπινο να τα βλέπει όλα με κινηματογραφικό τρόπο, να τα εξωραϊζει, να τα μεγαλοποιεί. Γιατί όταν τα χρυσά χρόνια έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, όπως η εισαγωγή εξαρχής προειδοποιεί, το μόνο που μένει είναι η αντανάκλασή τους που δεν μπορεί παρά να είναι παραμορφωτική.
Κάτω από αυτό το πρίσμα η ταινία μοιάζει πολύ με τις δημιουργίες του Γουνγκ Καρ-Γουάι. Κι εδώ οι ήρωες λικνίζονται σε slow motion, ο καπνός από τα τσιγάρα αναδύεται νωχελικά και μπλέκεται με τα απωθημένα και τα πάθη που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, οι γυναικείες μορφές με τα πανέμορφα πρόσωπα και τα πολύχρωμα φορέματα της εποχής καταλαμβάνουν το κάδρο με μια άπιαστη θηλυκότητα, οι σκιές αποκτούν τη δική τους ζωή στους τοίχους και τα σώματα αντικειμενοποιούνται φετιχιστικά μέσα στο χώρο.
Όμως, το «Νο 7. Cherry Lane» παραμένει ένα βαθύτατα προσωπικό έργο, ένας φόρος τιμής στα μέρη και στα πράγματα που ο σκηνοθέτης αγάπησε κι αυτό γίνεται έκδηλο από τις πολλαπλές αναφορές σε ταινίες, μουσικές και βιβλία που σημάδεψαν τη ζωή του. Ο Ζιμίνγκ και ο συμφοιτητής του παίζουν τένις χωρίς μπάλα γιατί αυτό επιτάσσει το Blow Up του Αντονιόνι. τα ραντεβού στο σινεμά του φοιτητή με τη μητέρα γίνονται πάντα σε ταινίες της Σιμόν Σινιορέ, οι οποίες ζωντανεύουν κι αυτές σε ασπρόμαυρο animation (αναμφίβολα οι πιο όμορφες σκηνές της ταινίας), λογοτεχνικοί ήρωες εμφανίζονται στα όνειρα των ηρώων και τους δίνουν απαντήσεις σ΄αυτά που τους βασανίζουν, τα μαθήματα των αγγλικών γίνονται με βιβλία των αδερφών Μπροντέ, και η διακειμενικότητα φτάνει μέχρι τους ηθοποιούς και τους καλλιτέχνες που δανείζουν τις φωνές τους στους ήρωες της οθόνης, καθώς όλοι είναι σημαντικοί κι εμβληματικοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί της κινηματογραφικής σκηνής του Χονγκ Κονγκ.
Φτιαγμένο για τους θεατές που είναι διατεθειμένοι να βουλιάξουν χωρίς επιφυλάξεις στις εικόνες του, το «Νο 7. Cherry Lane» είναι ένα κομψοτέχνημα που θαυμάζεις πέρα από τις εικαστικές του αρετές γιατί καταφέρνει να αναβιώσει μια εποχή κι έναν τόπο με έναν μοναδικό κινηματογραφικά τρόπο. Κι όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους, το μόνο σίγουρο είναι πως δεν αναζητάς το χαμένο χρόνο.