Στις 23 Μαϊου του 1992, ο Τζοβάνι Φαλκόνε, ο Ιταλός δικαστής που κήρυξε πόλεμο στην σικελική Κόζα Νόστρα, σκοτώνεται μαζί με άλλα τέσσερα άτομα (τη γυναίκα του και τρεις αστυνομικούς συνοδούς) στον λεγόμενο «Βομβαρδισμό του Κάπατσι», μια περιοχή ανάμεσα στο αεροδρόμιο και την πόλη του Παλέρμο. Δύο μήνες μετά, στις 19 Ιουλίου, τον ίδιο θάνατο βρίσκει στην οδό Ντ’ Αμέλιο του Παλέρμο ο φίλος και συνάδελφος του Φαλκόνε, Πάολο Μπορσελίνο. Υπεύθυνη για τις δύο επιθέσεις είναι φυσικά η σικελική Μαφία, η οποία θέλησε να εκδικηθεί την ιταλική δικαιοσύνη για τη «Δεξαμενή Αντιμαφίας», την ομάδα των δικαστών δηλαδή που είχε ως στόχο την καταστολή της παράνομης δράσης της Κόζα Νόστρα και τη σύλληψη των μελών της, με πρώτη μεγάλη επιτυχία τη τη Δίκη Μάξι, όπου 360 μαφιόζοι καταδικάστηκαν.
Το 2017, εικοσιπέντε χρόνια μετά τις δύο αυτές επιθέσεις, ο σικελός σκηνοθέτης Φράνκο Μαρέσκο αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία για τον αντίκτυπο που είχαν αυτές οι δύο δολοφονίες στην κοινωνία του Παλέρμο, όχι όμως με τη μορφή μιας συμβατικής ταινίας μυθοπλασίας ή τεκμηρίωσης, αλλά με το δικό του ιδιότυπο κινηματογραφικό στυλ, που τον έχει κάνει διάσημο και αμφιλεγόμενο στην Ιταλία, ένα συνδυασμό mockumentary, πολιτικής σάτιρας και δραματικής αναπαράστασης, αποκλειστικά προορισμένο για εσωτερική κατανάλωση και σχεδόν απαγορευτικό για το διεθνές κοινό, όπου τα όρια ανάμεσα στα είδη είναι θολά και η αισθητική και το χιούμορ τις περισσότερες φορές φλερτάρουν με το κιτς και το χοντροκομμένο. Μετά τη βράβευση το 2014, όμως, της προηγούμενης ταινίας του, «Belluscone: Una Storia Siciliana», με το ειδικό βραβείο της επιτροπής στο παράλληλο διαγωνιστικό τμήμα των Orizzonti, ο Μαρέσκο αναβαθμίστηκε φέτος στο επίσημο Διαγωνιστικό και το αποτέλεσμα είναι και πάλι αμιγώς… σισιλιάνικο.
Με αφορμή τις επετειακές εκδηλώσεις που γίνονται κάθε χρόνο στο Παλέρμο την ημέρα της δολοφονίας του Φαλκόνε, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να εξηγήσει γιατί η Κόζα Νόστρα είναι τόσο άρρηκτα συνυφασμένη με την τοπική κοινωνία, που αποτελεί μέρος του συλλογικού DNA της. Φυσικά δεν ενδιαφέρεται για την εμβρίθεια της πολιτικής ανάλυσης, ούτε αναζητά τα ιστορικά και οικονομικά αίτια, όσο κι αν αυτά υπονοούνται σε μια ταινία που σίγουρα γίνεται κατανοητή περισσότερο σε όποιον κατάγεται από την περιοχή ή στον Ιταλό θεατή που γνωρίζει όλη την ιστορία.
Έχει, όμως, σίγουρα ενδιαφέρον η πρόθεση του σκηνοθέτη να παρουσιάσει τους δύο πόλους της σχιζοφρενικής σχέσης αγάπης-μίσους της σικελικής κοινωνίας απέναντι στη Μαφία, μέσα από δύο θρυλικές μορφές της περιοχής. Η πρώτη είναι η Λετίτσια Μπατάλια, η 84χρονη σήμερα φωτογράφος που αποτύπωσε μέσα από τον φακό της τους μαφιόζικους πολέμους και που χαρακτηρίστηκε από τους New York Times ως μία από τις «έντεκα γυναίκες που σημάδεψαν την εποχή μας». Η Μπατάλια κατέβηκε στον πολιτικό στίβο με σκοπό την πάταξη και τη διάλυση της Μαφίας, απογοητεύτηκε οικτρά από την αποτυχία του πολιτικού κόμματος που ήταν μέλος να πείσει τους συμπολίτες της για την ανάγκη του εγχειρήματος, αυτοεξορίστηκε πρόσκαιρα στη Γαλλία μετά τη σαρωτική επέλαση του Μπερλουσκόνι στην περιοχή (οι υπόνοιες για τις διασυνδέσεις του με τη Μαφία που ήταν το θέμα της προηγούμενης ταινίας του Μαρέσκο επαναλαμβάνονται), μετά την επιστροφή της, όμως, στη γενέτειρά της παρατηρεί πικραμένη τις εκδηλώσεις προς τιμή των δύο δικαστών, γιατί κατά την άποψή της τίποτε δεν άλλαξε.
Στο άλλο άκρο βρίσκεται ο Τσίτσιο Μίρα, η γραφική μορφή που πρωταγωνιστούσε και στο «Belluscone: Una Storia Siciliana», ένας διοργανωτής υπαίθριων εκδηλώσεων μουσικής με διασυνδέσεις με τη Μαφία, τις οποίες, όμως, σθεναρά εξακολουθεί να αρνείται. Βγαλμένος από ιταλική κωμωδία κάποιας άλλης εποχής και με μια φάτσα που φωνάζει από μακριά ότι είναι μπλεγμένος σε βρωμοδουλειές, ο Μίρα αποφασίζει να πραγματοποιήσει κι αυτός μια εκδήλωση προς τιμή των δύο δικαστών, τελικά όμως αυτή έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού από τα λεγόμενά του και από το μουσικοχορευτικό δρώμενο που είναι τόσο κακό που δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει ότι έγινε στην πραγματικότητα, προκύπτει η ….νοσταλγία για την παλιά Κόζα Νόστρα. Η Μαφία, τελικά, όντως δεν είναι πια αυτό που ήταν.
Γεμάτη από αναφορές στην προηγούμενη ταινία του Μαρέσκο και από πληροφορίες για την τοπική και εγχώρια πολιτική σκηνή, η ταινία αναλώνεται σε έξυπνα ή εξυπνακίστικά τρικ, ενδεχομένως διασκεδαστικά όταν πιάνεις το αστείο (πχ η αγάπη του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας για τον Μπέργκμαν και η απαξίωση του Τσίτσιο Μίρα γι’ αυτόν, καθώς δεν μπορεί να τον προφέρει), αλλά τις περισσότερες φορές υπερβολικά …ιταλικά. Το ντοκουμέντο, η μυθοπλασία, τα πλάνα αρχείου και το animation εναλλάσσονται και δίνουν μια ενδιαφέρουσα αισθητική ποικιλία, η σάτιρα και η πίκρα για τις πολιτικές εκδηλώσεις μνήμης που καταλήγουν να γίνονται γιορτές με αμφίβολης ποιότητας προγράμματα (που περιλαμβάνουν μέχρι και χορό της κοιλιάς!) είναι αιχμηρή και σε σημεία πικρόχολη, η σιωπή και η άρνηση πολλών κατοίκων του Παλέρμο ακόμα και να πουν τη λέξη Μαφία είναι ενδεικτική της σιωπηρής συνενοχής και αποδοχής του οργανωμένου εγκλήματος ως διαχρονικό και αναπόσπαστο κομμάτι του status quo στην περιοχή, εκεί όμως εξαντλείται όχι μόνο το «αστείο», αλλά και το οποιοδήποτε ενδιαφέρον για μια ταινία που δύσκολα θα ταξιδέψει εκτός συνόρων.