
Από υπέροχες ταινίες στο Διεθνές Διαγωνιστικό, ως podcasts σε κινηματογραφική αίθουσα κι από Λάκη Παπαστάθη ως βαλκανική brass band και τους Κόρε. Ύδρο. τους ίδιους είχε η 9η μέρα του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Το 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος από τις 6 μέχρι και τις 16 Μαρτίου. Το Flix βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και σας μεταφέρει όλα όσα συμβαίνουν μέσα κι έξω από τις αίθουσες.
Αποστολή στη Θεσσαλονίκη: Λήδα Γαλανού, Βένα Γεωργακοπούλου, Ρόμπυ Εκσιέλ, Μανώλης Κρανάκης, Πόλυ Λυκούργου
Η κινηματογραφική αίθουσα, τόσο δοξασμένη και τα τελευταία χρόνια τόσο ευάλωτη, παίρνει διαφορετική γοητεία όταν γίνεται σπίτι ακόμα περισσότερων πραγμάτων από την προβολή των ταινιών.
Ετσι, την Παρασκευή φιλοξένησε μια συζήτηση γύρω από τον Λάκη Παπαστάθη που έφυγε πριν ακριβώς δυο χρόνια, την παρακαταθήκη του και τη νέα έκδοση που επιμελήθηκε η Κατερίνα Ευαγγελάκου, με τίτλο Γενικό Πλάνο, συνοδεία προβολής του ντοκιμαντέρ «Από το τέρμα των λεωφορείων στο θέατρο Τέχνης», το οποίο σκηνοθέτησε ο Λάκης Παπαστάθης το 2022 για την εκπομπή της ΕΡΤ «Υστερόγραφο». Στη συζήτηση πήραν μέρος ο διευθυντής φωτογραφίας Γιώργος Αργυροηλιόπουλος, η δημοσιογράφος Βένα Γεωργακοπούλου, ο σκηνοθέτης Απόστολος Καρακάσης, η στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου, συντόνισε η Κατερίνα Ευαγγελάκου ενώ τη συμβολή της προσέφερε η σύντροφος ζωής του Παπαστάθη, ηθοποιός Υβόννη Μαλτέζου.
Οι podcasters έκαναν, παράλληλα, την αίθουσα σπίτι τους στην ημερίδα Ιστορίες με Ενα Μικρόφωνο, προαναγγέλοντας και τη σημερινή ακρόαση podcast στο Πράσινο Δωμάτιο, με τον τίτλο BiPolar Opposites.
Οταν έπεσε το βράδυ, δυο κόσμοι συναντήθηκαν. Από τη μια πλευρά, με αφορμή την προβολή της ταινίας «Ο Μπίκο και η Ορχήστρα του» των Αννας Αντωνοπούλου και Γιώργου Σπυρίδη, ο Μπίκο αυτοπροσώπως, μαζί με την ορχήστρα του από χάλκινα, σκόρπισαν βαλκανικές μουσικές στη διαδρομή από την Αποθήκη Γ ως τον Λευκό Πύργο και το Μακεδονικό.
Αυτοί οι ήχοι μπλέχτηκαν με την προβολή του ντοκιμαντέρ «Εδώ Μιλάνε για Λατρεία» του Βύρωνα Κριτζά που έφερε στην αίθουσα Κασσαβέτης σύσσωμη την μπάντα των Κόρε. Ύδρο., μπροστά από εκδηλώσεις, ναι, λατρείας. Στην ερώτηση του κοινού εάν προβλέπεται επανασύνδεση, γλυκύτατα ο Παντελής Δημητριάδης είπε, «ό,τι κι αν απαντήσουμε σ' αυτή την ερώτηση, θα χαλάσουμε την ατμόσφαιρα που άφησε η ταινία.»
To 27o Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος από τις 6 μέχρι και τις 16 Μαρτίου. Περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φειστιβάλ Θεσσαλονίκης και στις σελίδες του στο Facebook και το Instagram. Μάθετε τα πάντα για το TiDF27 στην ειδική ενότητα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς.
Το Flix βλέπει και γράφει ταινίες από το πρόγραμμα του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Εδώ Μιλάνε για Λατρεία, Βύρων Κριτζάς, Ελλάδα, 2025, 89' | Διαγωνιστικό Newcomers
Μήπως, αντί να γράψουμε οτιδήποτε, γεμίζαμε τη σελίδα με στίχους των Κόρε. Ύδρο.; Πιο όμορφα θα ήταν, πιο συγκινητικά και παθιασμένα. Γιατί αυτή είναι, κυρίως, η αίσθηση με την οποία σ' αφήνει το ντοκιμαντέρ του ως τώρα δημοσιογράφου Βύρωνα Κριτζά, μια αίσθηση fandom και, μαζί, μια υπενθύμιση του πόσο σκληρά σκάει, πάντα, το παρελθόν στο παρόν.
Θαυμαστής κι ο ίδιος της μπάντας από την Κέρκυρα (παρουσιάζοντας την ταινία, ο Γιάννης Παλαβός τη χαρακτήρισε τη σημαντικότερη ελληνική μπάντα των τελευταίων χρόνων. Αληθεύει; Οχι, αλλά η φυτιλιά μάς απασχόλησε υπέροχα όλο το βράδυ), ο Βύρων Κριτζάς πιάνει την ιστορία των Κόρε. Ύδρο. από την αρχή, στο λαμπερό και πάντα καλλιεργημένο στην τέχνη νησί του Ιονίου, ως τις μέρες και νύχτες της δόξας, ως τη διάλυση και το σήμερα. Το υλικό που χρησιμοποιεί, από τρόπον τινά home movies μέχρι βιντεοσκοπήσεις συναυλιών είναι πολύτιμο και πλούσιο. Οι ομιλήτριες και ομιλητές, κινηματογραφημένοι στους όμορφους κόσμους τους, είναι επίσης έξυπνα και σωστά επιλεγμένες/οι, με αγαπημένους μας τον Ξενοφώντα Ραράκο που αποδεικνύεται κι ευσυγκίνητος, την (επίσης Κερκυραία) συγγραφέα Αλεξάνδρα Κ* που ξέρει τι λέει και τα λέει και νόστιμα και αιχμηρά, και τον διασκεδαστικότατο «hater» της ταινίας. Σημαντικές και οι δυο θεμελιώδεις συνεντεύξεις της ταινίας, μία με τον Παντελή Δημητριάδη, μία με τον Αλέξανδρο Μακρή, που μιλούν για το «μαζί» τους και την έκρηξη που δημιούργησαν, το χωρισμό τους, χωρίς να συναντηθούν στο σήμερα ποτέ.
Κι ο Κριτζάς σκηνοθετεί με ενέργεια, προσεγμένη αισθητική κι έναν παιδικό θαυμασμό συνδυασμένο με χιούμορ και συναίσθημα. Η ιδιαιτερότητα των Κόρε. Ύδρο. γίνεται κατανοητή, η επίδρασή τους τα χρόνια που έλαμψαν, στην εποχή τους, αλλά και στην επόμενη-μεθεπόμενη γενιά επίσης. Τι, ίσως, λείπει; Το βάθος. Η ένταση της πραγματικότητας, το σφίξιμο στο στομάχι, η δραματικότητα των προσωπικοτήτων, ιδιαίτερα του Παντελή Δημητριάδη. Η μαγεία αυτών των στίχων που είναι αστείρευτοι και δεν σταματούν να δίνουν. Η μελαγχολία της απώλειας.
Αλλά αυτός είναι ο (made by Κόρε. Ύδρο.) τίτλος της ταινίας, «Εδώ Μιλάνε για Λατρεία» και το ντοκιμαντέρ του Κριτζά εκεί εστιάζει. Στις μεγάλες αγάπες που ποτέ δεν θέλεις να πέσει πάνω τους σκόνη και ποτέ δεν θα επιτρέψεις σε άλλους να τις κρίνουν. Κι εκεί τα καταφέρνει μια χαρά.
Λήδα Γαλανού
Τα Τέρματα του Αυγούστου, Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, Ελλάδα, 2025, 111' | Διεθνές Διαγωνιστικό
Αργά ή γρήγορα, το ξέρεις, σε κάθε ντοκιμαντέρ για έναν μικρό τόπο, νομοτελειακά σχεδόν, θα υπάρξει μια σκηνή σε ένα νεκροταφείο.
Στα «Τέρματα του Αυγούστου», την ταινία του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου που κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί έναν πιο ταυτόχρονα μεταφορικό και κυριολεκτικό τίτλο για να την περιγράψει, αυτή η σκηνή στο νεκροταφείο είναι το υπό-δειγμα για ολόκληρη την αφήγηση, ένα μικρό ιντερλούδιο που μεταφέρει με τον πιο ανεπιτήδευτο τρόπο τη θεματική μιας ταινίας που τελικά απλώνεται στο φινάλε του Αυγούστου με φόντο το Αρματωλικό και τους ετήσιους αγώνες ποδοσφαίρου ανάμεσα στα χωριά της περιοχής για να μιλήσει για το φευγαλέο και (επιτρέψτε το νεολογισμό) απειροβαρυσήμαντο της ανθρώπινης ζωής.
Στα 100 του χρόνια «και 4 μήνες», ένας άντρας πηγαίνει στον τάφο της γυναίκας του που πέθανε στα 97 της πριν από τρία χρόνια, τον Αύγουστο. Ομολογεί on camera πως δεν φοβάται το θάνατο, όσο τα χέρια του είναι γερά. Αλλά εξομολογείται πως: «Η καρδιά μου ραγίζεται εδώ. Κάθομαι και κλαίω. Γιατί η αγάπη είναι αγάπη.».
Έτσι «ραγίζεται η καρδιά σου» και στα 120 λεπτά ενός πορτρέτου μιας Ελλάδας που ακριβώς κάτω από τη σκιά της οροσειράς της Πίνδου και με τους αιώνες ζωής των «ακόμη ζωντανών» ανθρώπων της να έχουν χαράξει δικά τους μονοπάτια μέσα στα δάση της ανθρώπινης ιστορίας, αφηγείται την ιστορία του κύκλου της ζωής με έναν τρόπο που υπερβαίνει τους πολυχρησιμοποιημένους (και συχνά κακοποιημένους) όρους της «παρατήρησης» και της «τεκμηρίωσης».
Η ματιά του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, επίσημα πλέον από τους σπάνιους ανατόμους της πιο τρυφερής, διάφανης, μελαγχολικής πλευράς του μικρού τόπου που δεν κρύβεται ούτε πίσω από την φαινομενική του αθωότητα αλλά θα έδινε τα πάντα για να την υποστηρίξει ως ανεκτίμητη υπεραξία του, προσομοιάζει περισσότερο με τον ρυθμό που αποκτά το βλέμμα όταν στέκει πάνω στο βίωμα και από ανάμνηση το μετουσιώνει σε ένα παρόν που αντιστέκεται στο υπάρχον αφήγημα για την (ελληνική) επαρχία.
Τα «τέρματα» του Αυγούστου, από την ετυμολογία τους φτιαγμένα να εμπεριέχουν τις έννοιες της νίκης (του γκολ) αλλά και του τέλους (του γηπέδου, του χωραφιού), περιγράφουν μικρές νίκες και μικρά τέλη, μικρές ιστορίες ζωής και θανάτου, μικρά ράθυμα στιγμιότυπα σε εκείνο το «ευλογημένο» μικρό διάστημα του Αυγούστου που λες και η γιορτή της Παναγίας ενεργοποιεί τους έρημους το χειμώνα τόπους και γεμίζουν φωνές, κλάματα, κουτσομπολιά, τον ήχο μιας καθημερινότητας που ζυμώνει και σφάζει με την ίδια ανακουφιστική ησυχία.
Περιγράφουν όμως μαζί και τεράστιες ιστορίες αγάπης (που διαρκούν όσο δεν θα πίστευες ποτέ ότι διαρκεί η αγάπη) και τιτάνιους τσακωμούς πάνω στο τίποτα, σε ένα σερί από απολαυστικές, ξεκαρδιστικές, σκηνές που ο Κουτσιαμπασάκος κινηματογραφεί ως αυθεντική κωμωδία, κρύβοντας από κάτω χωρίς δηκτικότητα στρώσεις από υπόκωφη βία, μια οργή που δυναμώνει όταν το ματς κορυφώνεται, ένα μηχανισμό που οι μικροκοινωνίες - του Αρματωλικού, της πόλης, μιας ολόκληρης χώρας δεν έχει σημασία - ενεργοποιούν κάθε φορά που η φύση του ανθρώπου τείνει προς το διχασμό και όχι την ένωση.
«Η αγάπη είναι αγάπη», όμως, κι όταν στα τελευταία πλάνα, όταν το χιόνι έχει αφήσει το χωριό έρημο και κάνει τον απόηχο της έντονης αυτής αυγουστιάτικης ραθυμίας να μοιάζει σχεδόν με home movie που κάποιος θα βρει κρυμμένο στο σεντούκι της γιαγιάς μετά από χρόνια, μια επίσκεψη στο νεκροταφείο επιβεβαιώνει την τολμηρή τελικά θέση του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου πως η νοσταλγία δεν έχει την παραμικρή σχέση με την μνήμη. Οπως και τα γκολ με τη νίκη.
Μανώλης Κρανάκης
Παιδί της Σκόνης (Child of Dust), Βερόνικα Μλιτσέβσκα, Πολωνία, Βιετνάμ, Σουηδία, Τσεχία, Κατάρ, 2025, 92' | Διεθνές Διαγωνιστικό
Οπως όλες οι απωανατολίτικες κουλτούρες, έτσι και η βιετναμέζικη δίνει ξεχωριστή θέση στον πατέρα. Είναι σχεδόν ανύπαρκτη η ταυτότητα ενός ανθρώπου χωρίς μπαμπά στην ασιατική χώρα, πόσο μάλλον των παιδιών εκείνων που προέκυψαν από βραχύβιες σχέσεις Αμερικανών στρατιωτών με Βιετναμέζες και αφέθηκαν στην τύχη τους μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο 55χρονος Σανγκ είναι ένας απ’ αυτούς. Μεγαλωμένος στη φτώχεια και στο περιθώριο, αρχικά από μια μητέρα που έπρεπε να αποκρύπτει οποιαδήποτε σύνδεση με τους δυτικούς και στη συνέχεια σε ανάδοχες οικογένειες υπό συνθήκες κακομεταχείρισης, θέλει τώρα να εκμεταλλευθεί ένα πρόγραμμα που βοηθά αυτά τα ορφανά να αναζητήσουν τον βιολογικό τους πατέρα στην Αμερική.
Πράγματι, θα τον βρει. Ο μπαμπάς του είναι εν ζωή, 80άρης πλέον και άρρωστος, και η οικογένειά του πολυμελής. Οι ηλεκτρονικές επαφές - ταραχώδεις, καθώς ο Σανγκ δεν ξέρει λέξη αγγλικά - με τον ίδιο και τα ετεροθαλή αδέλφια του πυκνώνουν, μέχρι που παίρνει τη δύσκολη απόφαση. Να μετακομίσει στις ΗΠΑ αφήνοντας πίσω τη γυναίκα, την κόρη και τον εγγονό του. Φυσικά, η επανένωση με τον πατέρα του, όνειρο ζωής, είναι λυτρωτική. Ομως πόσο έτοιμος είναι να προσαρμοστεί σε μια κουλτούρα ολότελα διαφορετική από τη δική του;
Η πολωνικής καταγωγής, πολυταξιδεμένη Βερόνικα Μλιτσέβσκα, εδώ στο δεύτερο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ της, παρακολουθεί τις ψυχικές δοκιμασίες του Σανγκ, και δευτερευόντως τα ηθικά διλήμματα των μελών της δυτικής οικογένειας, με σπάνια αφοσίωση και σεβασμό προς κάθε κατεύθυνση. Χτίζει μεθοδικά μια περιπέτεια αναζήτησης ταυτότητας με καίρια υπογραμμισμένες τις ποικίλες συναισθηματικές διακυμάνσεις της. Και ανάγει τη συγκινητική ιστορία τούτου του «παιδιού της σκόνης», όπως αποκαλούνται στο Βετνάμ τα εγκαταλειμμένα κι από τους δύο γονείς και μεγαλωμένα στον δρόμο τέκνα, σε ένα ηχηρό σχόλιο για μια διαγενεακή πληγή που μένει μόνιμα κακοφορμισμένη.
Ρόμπυ Εκσιέλ
To 27o Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος από τις 6 μέχρι και τις 16 Μαρτίου. Περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φειστιβάλ Θεσσαλονίκης και στις σελίδες του στο Facebook και το Instagram. Μάθετε τα πάντα για το TiDF27 στην ειδική ενότητα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς.