«Που εί-ναι το σπί-τι μου;» συλλαβίζει με προσπάθεια η 17χρονη Κούρδη αντάρτισσα της ιστορίας μας, από το βιβλίο γεωγραφίας που έχει κλέψει από ένα απομονωμένο τούρκικο σπίτι, μαζί με ψωμί, μήλα και λίγα ρούχα. Κουλουριασμένη σε μία τρύπα του βουνού, το οποίο την προστατεύει από τα πυρά των αεροπορικών επιδρομών και τις περιπολίες του στρατού, η κοπέλα επαναλαμβάνει την ερώτησή της. Που είναι το σπίτι της; Η κάμερα είναι ακίνητη, το μυαλό μας τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην ένοχη Ιστορία.
Αποφεύγοντας το πρώτο σκέλος της απάντησης (τι απέγινε ο τόπος της) ο σπουδαίος Τούρκος σκηνοθέτης Ρεχά Ερντέμ («Kosmos», «Hayat var») ξεκινά ένα οδοιπορικό για να μας συστήσει ό,τι αποτελεί τώρα το σπίτι της: το ίδιο το βουνό. Οι σπηλιές που την προστατεύουν. Οι φυλλωσιές που την κρύβουν. Οι ανάσες της - όσο σκαρφαλώνει δυνατά κι αποφασισμένα τις ράχες του. Ο θάνατος που παραφυλά σε κάθε γωνιά του, ανά πάσα στιγμή, από μία ξαφνική, απροειδοποίητη, συριστική ριπή του εχθρού. Το μεγαλείο των πραγματικών κατοίκων: των αγριμιών.
Δεν ξέρουμε πόσα χρόνια κρύβεται η Ζιν και πολεμά. Τη συναντάμε τη νύχτα που αποφασίζει να εγκαταλείψει την ομάδα της και, διασχίζοντας τα εχθρικά τουρκικά εδάφη, να περάσει απέναντι από το ποτάμι. Να ξαναβρεί την μάνα και τα αδέλφια της. Την ακολουθούμε για μέρες - βήμα βήμα, ανάσα ανάσα, προσεχτικό με άγρυπνο βλέμμα. Εξυπνη, εφευρετική, φοβισμένη αλλά και δυνατή μπορεί να κρύβεται από τον εχθρό, αλλά κοιτάζει τον κίνδυνο στα μάτια. «Γιατί το σκυλί θα σε φοβηθεί αν δεν το βάλεις στα πόδια».
Ντυμένη στρατιωτικά, ζωσμένη με το όπλο της, αλλά με μία πορφυρή μαντήλα να κλείνει το μάτι στον μύθο της Κοκκινοσκουφίτσας, η Ζιν δοκιμάζει σε κάθε στιγμή το κουράγιο της και επιβιώνει από τους κακούς λύκους της φύσης - τους σέβεται και τους φροντίζει. Την περιμένουν όμως πολλοί περισσότεροι, πολύ πιο κακοί και με δύο πόδια. Θα τα καταφέρει να φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς της;
Ο πολυβραβευμένος Ρεχά Ερντέμ, σε μία αντιπολεμική ταινία που υποκλίνεται στη φύση, μας μαγεύει με ποιητικά πανοραμικά πλάνα του βουνού ή σφιχτά κοντινά κάδρα σεβασμού σε λεπτομέρειες της πανίδας και της χλωρίδας. Ταυτόχρονα όμως τραβά την περόνη: βόμβες σκάνε και ανατινάζουν, καίνε, σκοτώνουν όποιον κι ό,τι βρεθεί αφύλλαχτο στο ξέφωτό τους. Οσο η κάμερά του ακολουθεί στον ώμο την ηρωίδα στα σκαρφαλώματά της, ή μετά στέκεται ακίνητη κι ανοίγει διάπλατα, σαν για να πάρει βαθιές εισπνοές, μπροστά στην απεραντοσύνη της θέας από το βουνό, τόσο η κινηματογράφηση και το μοντάζ στα μονοπάτια του δάσους έχουν μία δική τους εσωτερική γεωμετρία που επιδρά κι αυτή ψυχολογικά: αισθάνεσαι μικρός, αισθάνεσαι ασήμαντος, αισθάνεσαι επισκέπτης. Είσαι, απλώς, ένα ακόμα αγρίμι μέσα στα πολλά. Οταν ο στρατός βομβαρδίζει, υπάρχει κάτι πιο ισχυρό κι από το φόβο που σφίγγει την καρδιά σου: ντρέπεσαι. Ντρέπεσαι για την βλασφημία απέναντι στη φύση. Ντρέπεσαι που ο παραλογισμός αυτός δε θα σταματήσει ποτέ. Ντρέπεσαι που τόσες Ζιν είναι στο βουνό.
Σκηνοθεσία ακριβείας, υποβλητική φωτογραφία, αριστουργηματικός χειρισμός του ήχου, ελάχιστοι διάλογοι και μία πρωταγωνίστρια (η υπέροχη Ντενίζ Χασγκιουλέρ) σε μία ερμηνεία που εξισορροπεί τη γενναιότητα (συγγνώμη, δεν μπόρεσα να βρω το θηλυκό της «ανδρείας») με την παιδικότητα. Αυτός είναι ο Τούρκος Μπέλα Ταρ, ο Τέρενς Μάλικ της ανατολής, ο μαθητής του Ταρκόφσκι. Ο αυθεντικός, ξεχωριστός, μοναδικός Ρεχά Ερντέμ.