Απόγευμα Σαββάτου, κέντρο Θεσσαλονίκης. Είναι οι μέρες της μεγάλης ζέστης, και το βαμβάκι έχει γίνει ένα με το σώμα από την υγρασία καθώς διαβαίνουμε την οδό Τσιμισκή από το ύψος της Αριστοτέλους με κατεύθυνση το εκθεσιακό. Δεν έχει ακόμα πολύ κόσμο. Θα χρειαστεί να περάσει κανένα δίωρο για να αδειάσει η συμπρωτεύουσα τον κόσμο της -όσους έμειναν από τη μαζική έξοδο του γουικέντ προς τα ανατολικά και τις παραλίες- στις κεντρικές αρτηρίες της πόλης.
Φθάνοντας στη Στρατού, μπαίνουμε στον θερινό κινηματογράφο Ελληνίς, στις αρχές της λεωφόρου, απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Και εισερχόμαστε στη… «Φούσκα». Ή αλλιώς, τη μεγαλύτερη κοινότητα συνταξιούχων των ΗΠΑ, αν όχι του πλανήτη. Πάνω από 150.000 κάτοικοι, κάπου 3.000 κοινωνικές λέσχες, 70 πισίνες. Πόλη ολόκληρη. Η «φιλικότερη της Φλόριντα», λεν οι διαφημίσεις και οι κάτοικοι που αποφάσισαν να περάσουν εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής τους. Παράδεισος; Oχι ακριβώς για τους περίοικους που βλέπουν τα κτήματά τους να απειλούνται από την επέκταση. Ούτε φυσικά για τις περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Από την έναρξη του Φεστιβάλ, με το «Tina»
Υπαίθρια προβολή στον προαύλιο χώρο στις Αποθήκες του Λιμανιού
Η «Φούσκα» της Αυστριακής Βάλερι Μπλάκενμπιλ, παρούσης στο φεστιβάλ, μοντάρει αντιπαραθετικά τα μέσα της «Φούσκας» με τα απ’ έξω, τη λογική, δηλαδή, της προσωπικής μακαριότητας με εκείνη της συλλογικής έγνοιας. Και αφήνει τον θεατή να αναρωτηθεί: Κακό είναι που ένας άνθρωπος μιας ηλικίας θέλει να ζήσει το γήρας του όσο πιο ειδυλλιακά γίνεται, απαλλαγμένος από τα βάρη της ζωής και μακριά από τη μοναξιά; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, όταν ξέρεις πως τούτη η εντροπία κατοικείται κυρίως από Λευκούς, των οποίων η μόνη σύνδεση με τον έξω κόσμο είναι η… Fox News, κι όταν συνειδητοποιείς το κόστος της τερατώδους απαλλοτρίωσης που συντελείται στην περιοχή εδώ και δεκαετίες.
Η «Φούσκα» είναι ένα από τα 12 φιλμ που διαγωνίζονται φέτος στην ειδική αυτή, τρόπον τινά, έκδοση του ΦΝΘ για τα βραβεία Ντοκιμαντέρ Μεγάλου Μήκους. Και το Ελληνίς μία από τις εννέα συνολικά αίθουσες που στέγασαν το πρόγραμμα τις διοργάνωσης. Αλλα πέντε σινεμά – Αλεξ, Ναταλί, Απόλλων και δύο ειδικά διαμορφωμένοι εξωτερικοί χώροι δίπλα στις αίθουσες Σταύρος Τορνές και Τζον Κασαβέτης στο λιμάνι- εξυπηρετούν τους σινεφίλ του κέντρου. Το φεστιβάλ εξακτινώνεται ακόμα στο θερινό του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης στο Ντεπό, στο Σινέ Αλσος στις Συκιές, και στο Σινέ Τζένη Καρέζη στην Πολίχνη.
Και η ανταπόκριση του κοινού σε αυτή την ειδική, για πρώτη φορά καλοκαιρινή έκδοση του ΦΝΘ; «Συγκινητική», μας λέει ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της διοργάνωσης. «Μας το λένε με κάθε τρόπο. Στις αίθουσες, στο live chat, στον δρόμο, όπου μας βλέπουν. Συναντηθήκαμε μετά από τόσο καιρό ξανά στις αίθουσες και αυτό είναι σπουδαίο».
Στις αίθουσες, λοιπόν, κι όχι «μέσα από το τζάμι». Οχι όπως οι τρόφιμοι του γηροκομείου στον Αγιο Στέφανο στην Αθήνα που, πέρυσι την άνοιξη, καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας, αναγκάζονταν να βλέπουν τους δικούς τους πίσω από γυαλιά και χωρίσματα και φράχτες μετά την αναγκαστική σφράγιση της μονάδας για προληπτικούς λόγους. Στο ντοκιμαντέρ «Μέσα από το Τζάμι, Τρεις Πράξεις», ο Χρήστος Μπάρμπας καταγράφει τούτο τον «διπλό» εγκλεισμό με σπάνια ευαισθησία και ενίοτε αναπάντεχο χιούμορ. Η αντίστιξη εδώ εξαπολύει ιδέες και γίνεται φόρμα. Τζένη Καρέζη με Αλίκη Βουγιουκλάκη. Εντίθ Πιάφ με Γιάννη Πουλόπουλο. Ηλικιωμένοι συμφιλιωμένοι με τον επερχόμενο θάνατο και πολίτες τρίτης ηλικίας που δεν ξεπέρασαν θαρρείς ποτέ την πρώτη. Ένα μωσαϊκό κλειστού χώρου που δραπετεύει από τα τέσσερα ντουβάρια και απλώνεται στον χώρο και στον χρόνο με τις παλλόμενα μικρά του πορτρέτα. Από τα καλύτερα ελληνικά ντοκιμαντέρ που είδαμε τα τελευταία χρόνια.
Μέσα από το Τζάμι, Τρεις Πράξεις
Κεχαγιά, ο Ανθρωπος της Γης
Ενθύμιον
Κρουσώνας: Στα χνάρια του καπετάν Σατανά
Το κοντράστο είναι ο μπούσουλας και στο εθνογραφικό «Κεχαγιάς, ο Ανθρωπος της Γης» (τμήμα Ανοιχτοί Ορίζοντες). Στο έξοχο φιλμ του Γιώργου Κωμάκη, γίνεται, άλλωστε, βαθμιαία αντιληπτό πως άξονας είναι η διαρκής αναίρεση των όσων νομίζαμε γενικά αποδεκτά. Oχι, «κεχαγιάς» στην αγροτιά της Λήμνου δεν είναι κάποιος προύχοντας, αλλά ο κολίγος, νέτα και σκέτα. Με αφεντικό ακόμα και «κυρά». Δεν ήταν πιο καλά τα παλιά τα χρόνια, όσο ειδυλλιακές κι αν μοιάζουν οι φωτογραφίες της γεωργοκτηνοτροφικής ζωής στο νησί. Την οποία δεν κατέστρεψαν τα μηχανήματα, αντιθέτως έσωσαν.
Από την άλλη, στο χωριό Γυρομέρι της Θεσπρωτίας, η φύρα στον πληθυσμό, και συνεπώς την μνήμη, αυξάνεται όλο και περισσότερο. Με το «Ενθύμιον» (τμήμα Film Forward), ο Νίκος Ζιώγας παλεύει να μας χαρίσει ακριβώς αυτό. Παρακολουθώντας την καθημερινότητα των λιγοστών κατοίκων, εντρυφώντας στην ιδιαίτερη πολιτισμική τους ταυτότητα, συγκρίνοντας το χθες με το σήμερα μέσα από τη διακριτική χρήση του αρχειακού υλικού. Μια ασπρόμαυρη ηπειρώτικη ελεγεία, αλλά μαζί και μια επίκληση για τη νεκρανάσταση ενός τόπου, άψογη στιλιστικά όσο και φορτισμένη συγκινησιακά.
Oλες οι ελληνικές ταινίες πάνε πολύ καλά, οι σκηνοθέτες είναι κοντά μας, χαρούμενοι που μετά από τόσο καιρό δημιουργείται ξανά αυτή η φεστιβαλική ατμόσφαιρα που τόσο μας είχε λείψει. Αλλωστε, αυτή η επαφή του κοινού και των συντελεστών των ταινιών στη διάρκεια ενός φεστιβάλ είναι ανεκτίμητη.» - Ορέστης Ανδρεαδάκης
Αλλα ελληνικά ντοκιμαντέρ κινούνται σε μια δομική λογική πιο παραθετική ίσως, σε παρασύρουν, όμως, με το τεράστιο ιστορικό-πληροφοριακό τους ενδιαφέρον. Αποτέλεσμα εκτεταμένης έρευνας και αδιάκοπης δουλειάς το «Κρουσώνας: Στα χνάρια του καπετάν Σατανά» της Βίκυς Αρβερλάκη (τμήμα Ανοιχτοί Ορίζοντες), η οποία περιδιαβαίνει χωριά του Ψηλορείτη για να ξεδιπλώσει στην παραμικρή της λεπτομέρεια τη δράση του θρυλικού αντάρτη «Καπετάν Σατανά» στην Κρήτη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από συνεντεύξεις ειδικών, αρχειακό υλικό, άλλα και την προφορική παράδοση. Στο «Ταξίδι του Ασκαυλου» (τμήμα Πλατφόρμα), ο Γιώργος Αρβανίτης παρακολουθεί με συνέπεια την εξέλιξη της ελληνικής γκάιντας από τη γέννησή της στην αρχαιότητα μέχρι την ενσωμάτωσή της στη σύγχρονη street music σκηνή. Ενώ μια άλλη μουσική πορεία ξετυλίγεται στην «Εποχή της Αρνησης του Θανάτου» των Χρήστου Δανιηλίδη και Μιχάλη Μαλανδράκη, εκείνη της ελληνικής σκληρής ροκ από τα χρόνια του 1990 μέχρι τις μέρες μας, και περνώντας από το εμβληματικό για το είδος ρεύμα του Schoolwave, μέσα από μια διάθεση αιχμηρής κριτικής στους κοινωνικούς τύπους και τις πρόσκαιρες μόδες.
Οπως και να έχει, «όλες οι ελληνικές ταινίες πάνε πολύ καλά, οι σκηνοθέτες είναι κοντά μας, χαρούμενοι που μετά από τόσο καιρό δημιουργείται ξανά αυτή η φεστιβαλική ατμόσφαιρα που τόσο μας είχε λείψει», λέει ο Ορέστης Ανδρεαδάκης. «Αλλωστε, αυτή η επαφή του κοινού και των συντελεστών των ταινιών στη διάρκεια ενός φεστιβάλ είναι ανεκτίμητη».
Οσο για τα διεθνή ντοκιμαντέρ, που είχαν εξίσου σημαντική παρουσία συντελεστών στη Θεσσαλονίκη παρά τις δυσκολίες των καιρών, εκείνα που ξεχωρίσαμε ήταν ακόμα το ισλανδικό «Σούπα Αστακού» των Ισπανών Πέπε Αντρέου και Ραφαέλ Μολές (Ανοιχτοί Ορίζοντες), ο μακρόκοσμος της ισλανδικής επαρχίας μέσα από τον μικρόκοσμο των ιδιοκτητών και των θαμώνων ενός μικρού καφέ-αναχρονισμού στο ψαράδικο τουριστοχώρι Γκρίνταβικ, όπου η σπεσιαλιτέ σούπα αστακού φτιάχνεται στο μαγαζί με την ίδια αφοσίωση που πλέκονται και τα δίχτυα αλιείας στο πατάρι του, και η εναρκτήρια του φεστιβάλ προσωπογραφία «Tina» των Νταν Λίντσεϊ και Τι Τζέι Μάρτιν, μια ταινία που σκιτσάρει την Τίνα Τέρνερ σε ύφος αγιογραφικό μεν, αλλά και εξισορροπητικό μεταξύ της μοιρασμένης ανάμεσα στην γκόσπελ, την σόουλ και την ποπ μουσική της περσόνα και τον ρημαγμένο από την παραμέληση, τη φτώχεια και την κακοποίηση προσωπικό της βίο.
Ορέστης Ανδρεαδάκης, Νικόλας Γιατρομανωλάκης, Ελίζ Ζαλαντό
Πριν την ολοκλήρωση του διά ζώσης και διαδικτυακού ΦΝΘ αύριο Κυριακή, και την ανακοίνωση των βραβείων τη Δευτέρα (τελετή λήξης δε θα πραγματοποιηθεί, για ευνόητους προληπτικούς λόγους), ρωτάμε τον καλλιτεχνικό διευθυντή αν υπάρχει πρόθεση να διατηρηθεί ο υβριδικός χαρακτήρας της ειδικής αυτής διοργάνωσης και στις επόμενες. «Ο ρόλος του φεστιβάλ είναι να δικτυώνει τον κόσμο σε μια εμβληματική τοποθεσία όπως είναι η Θεσσαλονίκη», απαντά. _«Οι διαδικτυακές προβολές ήταν μια ανάγκη που υπηρετήσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε. Βεβαίως, τα εργαλεία που αναπτύχθηκαν την περίοδο της καραντίνας είναι εξαιρετικά χρήσιμα και θα μπορούμε να τα ενεργοποιούμε για την καλύτερη δικτύωση του σινεμά».
Και ποιος, λοιπόν, είναι ο στόχος για το ΦΚΘ του Νοέμβρη; «Ημασταν από τους πρώτους που προετοιμάζαμε τα φεστιβάλ με τρία σενάρια τα οποία υλοποιούσαμε ταυτόχρονα για να είμαστε έτοιμοι. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο αλλά και χρήσιμο γιατί μας έδωσε δυνατότητα να ενεργοποιήσουμε το σωστό σενάριο, αυτό που επέτρεπαν οι συνθήκες. Το ίδιο θα κάνουμε και για το επόμενο φεστιβάλ. Επεξεργαζόμαστε ήδη τρία σενάρια και ελπίζουμε το φθινόπωρο να είναι καλύτερα τα πράγματα ώστε να γίνει το φεστιβάλ στις αίθουσες, στον φυσικό του χώρο, όπως όλοι το επιθυμούμε». Ευχή όλων, πράγματι.