Buzz

Ο Τάκης Μόσχος δεν ήθελε ποτέ να βρεθεί μπροστά από τις κάμερες

στα 10

Μια από τις πιο καθαρές κινηματογραφικές φιγούρες του ελληνικού σινεμά, ο Τάκης Μόσχος άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 68 ετών.

Ο Τάκης Μόσχος δεν ήθελε ποτέ να βρεθεί μπροστά από τις κάμερες

«Δεν ταυτίζομαι ποτέ με τους ρόλους που υποδύομαι. Το βλέπω πάντα καθαρά επαγγελματικά, σαν την όποια δουλειά. Τώρα κάνω τον ποιητή, τώρα κάνω τον οικογενειάρχη, τώρα κάνω το βιομήχανο. Εγώ ήμουν πάντα ο Μόσχος. Ποτέ δε δούλεψα ρόλο στο σινεμά, γιατί ποτέ δεν το ζητάνε. Τουλάχιστον, δεν το ζητούσαν οι σκηνοθέτες του ογδόντα και του ενενήντα, με τους οποίους δούλεψα εγώ. Στο σινεμά, ο ηθοποιός είναι ένα εργαλείο στα χέρια του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης μπορεί να σου κάνει ένα πλάνο και να μείνουν όλοι με το στόμα ανοιχτό ή και να σε αφήσει σε μία χλιαρή αφάνεια. Σε κάνει «θεό» ή «τέρας», ανοίγεις μια πόρτα και λες –«γεια σου πατέρα» ή αντικρίζεις ένα πτώμα.» - Τάκης Μόσχος, από συνέντευξή του στον Αντώνη Παναγιωτόπουλο - Πιπεριάν, avmag, 2010

Ο Τάκης Μόσχος ήταν ταυτόχρονα ερημίτης και κοινωνικός, ένας άνθρωπος μοναχικός που ανέπνεε κάθε φορά που βρισκόταν ανάμεσα στο πλήθος ενός γυρίσματος ή αυτό μιας θεατρικής παράστασης, μια φιγούρα από αυτές τις μυθιστορηματικές, τις κάπως καταραμένες που μοιάζουν να έχουν βγει ταυτόχρονα από ένα ρομαντικό μυθιστόρημα κάποιου άλλου αιώνα και την ίδια στιγμή από το πιο επείγον σήμερα.

Μόσχος Ο Τάκης Μόσχος από το κάστινγκ του «Bios+Πολιτεία» του Νίκου Περάκη το 1987

Ο Τάκης Μόσχος γεννήθηκε στη Χαλκίδα και στα 18 του χρόνια βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, ως φοιτητής, αλλά θα έφευγε μέχρι τη Γερμανία προκειμένου να γλιτώσει το στρατό. Εφυγε λίγο πριν πέσει η χούντα και γύρισε επτά χρόνια μετά, αφού, όπως έλεγε, είχε γίνει τόσο Γερμανός που δεν μπόρεσε εύκολα να ενσωματωθεί στην ελληνική πραγματικότητα. Την «πατρίδα» θα του την έδινε το σινεμά - ή αρχικά η διαφήμιση. Εχοντας δουλέψει ως μοντέλο στη Γερμανία, γνώρισε στην Ελλάδα τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη ο οποίος του πρότεινε να πάει μέχρι τη Stefi Films για να τον δουν. Εκεί τον διάλεξε ο Γιώργος Πανουσόπουλος για μια διαφήμιση κρασιού κα μετά ήρθαν κι άλλες διαφημίσεις και ρόλοι κομπάρσου, πριν παίξει μια τραβεστί στον «Αγγελο» του Γιώργου Κατακουζηνού και στη συνέχεια τον Αργύρη στη «Γλυκιά Συμμορία» του Νίκου Νικολαϊδη.

Γλυκιά Συμμορία 607 Με τον Τάκη Σπυριδάκη στη «Γλυκιά Συμμορία» το 1983

Τα παιδιά του Κρόνου 607 Από τα «Παιδιά του Κρόνου» το 1985

Η συμμετοχή του στη «Γλυκιά Συμμορία» ήταν αρκετή για να τον κάνει περιζήτητο στο εναλλακτικό σινεμά της δεκαετίας του '80. Οι ρόλοι του όλοι κομμένοι και ραμμένοι στο «κοστούμι» του δανδή, Ευρωπαίου, ρομαντικού, όχι ακριβώς Ελληνα αλλά όχι και εντελώς ξένο της εποχής.

Ακολούθησαν ένας ρόλος στην «Κόντρα» του Βαγγέλη Σερντάρη, ο εμβληματικός ρόλος του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στο «Μετέωρο και Σκιά» του Τάκη Σπετσιώτη το 1985, συμμετοχή στον «Τόπο» της Αντουανέττας Αγγελίδη, ακόμη μια μεγάλη ερμηνεία στα «Παιδιά του Κρόνου» του Γιώργου Κόρρα και του Χρήστου Βούπουρα.

Μετέωρο και Σκιά 607 Δίπλα στον Τάκη Σπετσιώτη στο κέντρο, στα γυρίσματα του «Μετέωρο και Σκιά»

Μετέωρο και Σκιά 607 Σκηνή από το _«Μετέωρο και Σκιά»

Αισθηματίες Σκηνή από το «Βιος + Πολιτεία»

Η ιστορία θέλει τον Τάκη Μόσχο να ξεκινάει τα ναρκωτικά («ήπια την πρώτη μου γραμμή» θα ομολογoύσε σε συνέντευξή του στον Θεοδόση Μίχο το 2013 στην Popaganda) στα γυρίσματα της «Κόντρας», μια συνήθεια που ο ίδιος χρόνια μετά θα ομολογούσε ότι υπήρξε αλληλένδετη με την καριέρα του και η μόνη που τον οδήγησε να κάνει πράγματα που θα απέρριπτε ως συμπεριφορές σε οποιονδήποτε άλλον. Το σινεμά ίσως υπήρξε ταυτόχρονα η αιτία που τον έριξε στα... ναρκωτικά και την διαρκή αναζήτηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στην περιφρόνηση που ένιωθε για τη ματαιοδοξία και τη χαρά που έπαιρνε από τους ρόλους, αλλά ταυτόχρονα και αυτό που τον έσωσε.

Το κινηματογραφικό του σερί θα συνεχιζόταν με μικρούς ή μικρότερους ρόλους στο «Bios + Πολιτεία» του Νίκου Περάκη, τη «Γενέθλια Πόλη» του Τάκη Παπαγιαννίδη, το «Οι Αθηναίοι» του Βασίλη Αλεξάκη, τα «Σημάδια της Νύχτας» του Πάνου Κοκκινόπουλου, το «Οι Εραστές στη Μηχανή του Χρόνου» του Δημήτρη Παναγιωτάτου, το «Μεταίχμιο» του Πάνου Καρκανεβάτου, μέχρι και τους «Αισθηματίες» την τελευταία ταινία του Νίκου Τριανταφυλλίδη.

Αισθηματίες Σκηνή από τους «Αισθηματίες»

Αισθηματίες Με τον Νίκο Τριανταφυλλίδη στα γυρίσματα της ταινίας «Οι Αισθηματίες»

Θέλοντας να αλλάξει ζωή, ο Τάκης Μόσχος ζούσε τα τελευταία είκοσι χρόνια στη Σκόπελο, επέστρεφε στην Αθήνα για μια ταινία, ένα θέατρο, μια ασήμαντη αφορμή, αλλά το σπίτι του ήταν εκεί στις Σποράδες, εκεί όπου έστηνε θεατρικές παραστάσεις με τους ντόπιους και μπορούσε να απολαύσει τη μοναχική του προσωπικότητα που κάποτε μπήκε μπροστά από την κάμερα, ενώ στην πραγματικότητα θα προτιμούσε να βρίσκεται από πίσω.

«Η ματαιοδοξία είναι ένας ιός που βρίσκεται εν ύπνωση και κάθε τόσο σου ρίχνει και έναν πυρετό. Όλοι θέλουμε μια επιβεβαίωση, έναν καλό λόγο. Εγώ είμαι από τη φύση μου σκοτεινός. Από ιδιοσυγκρασία, από τον πεσιμισμό που με διακρίνει πολλές φορές. Θα προτιμούσα να είμαι πίσω από τις κάμερες και όχι ηθοποιός, ηθοποιό με κάνανε και εγώ είπα, «οκ, τώρα είσαι ηθοποιός» και έζησα τη ζωή μου έκτοτε. Είμαι πολύ ντροπαλός άνθρωπος. Όσο ξεδιάντροπος κι αν έχω γίνει κάποιες φορές, είμαι γενικά πολύ ντροπαλός. Είναι ο θάνατος, ίσως, που σε κάνει πιο συνειδητοποιημένο (δε θα πω όλα αυτά τα ποιητικά που λένε συνήθως για το θάνατο), αλλά όταν βλέπεις το σύστημά σου να καταρρέει και να ζεις για κάποιους μήνες σαν μελλοθάνατος είναι κάπως. Εγώ πέρασα μέσα από αυτό και βγήκα και αρκετά χρόνια κερδισμένος, ένας άλλος Τάκης.»

Ο Τάκης Μόσχος πέθανε, μετά από μεγάλη περιπέτεια με την υγεία του, σε ηλικία 68 ετών. Τον τελευταίο καιρό βρισκόταν σε κώμα. Με τον δικό του τρόπο ήξερε πως είχε οργανωθεί μια κίνηση βοήθειας για την υποστήριξή του - με αφετηρία πάντα την αγάπη.

Δείτε εδώ χαρακτηριστικές σκηνές από τις ταινίες του Τάκη Μόσχου:


Κόντρα του Βαγγέλη Σερντάρη (1983)


Η Πόλη Ποτέ Δεν Κοιμάται του Δημήτρη Τσιλιφώνη (1984)


Γλυκιά Συμμορία του Νίκου Νικολαϊδη (1983)


Στο Κάμπινγκ - Επεισόδιο 1 (1989)