Buzz

O χρυσός «αιώνας» του Μανοέλ ντε Ολιβέιρα

στα 10

Το πραγματικό κατόρθωμα του Πορτογάλου αιωνόβιου δεν ήταν ότι διέσχισε έναν ολόκληρο αιώνα (+ έξι χρόνια) σινεμά - από τη βωβή μέχρι την ψηφιακή εποχή του, αλλά ότι έζησε 106 χρόνια χωρίς να σταματήσει στιγμή να κάνει σινεμά.

O χρυσός «αιώνας» του Μανοέλ ντε Ολιβέιρα

«Η μόνη αθάνατη στιγμή είναι το παρόν», έλεγε ο Μανοέλ ντε Ολιβέιρα και ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους πάνω στη Γη που ήξερε αληθινά τι εννοεί.

Περισσότερο γνωστός για το γεγονός πως ήδη από το 2008, στα 100 του χρόνια, ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος σε χρόνια σκηνοθέτης εν ζωή, μετά τον Τζον Αμποτ που έζησε 107 χρόνια και 7 μήνες, ο Μανοέλ ντε Ολιβέιρα γύρισε την πρώτη του ταινία το 1931 και την τελευταία του το 2013 σε ηλικία 105 ετών, παραμένοντας ένα ζωντανό μνημείο του παγκόσμιου σινεμά, αν και ποτέ ένας από τους πραγματικά μεγάλους της έβδομης τέχνης.

Μέχρι την ηλικία των 55 χρόνων του είχε γυρίσει μόλις δύο ταινίες μεγάλου μήκους αλλά στα 102 του χρόνια μετρούσε ήδη ένα έργο από 29 ταινίες μεγάλου μήκους, γυρίζοντας σχεδόν μια ταινία κάθε δύο χρόνια, αρνούμενος να εγκαταλείψει τη σκηνοθετική καρέκλα ακόμη και όταν αυτή είχε γίνει δυσκίνητη λόγω της περασμένης ηλικίας του.

To ότι ο Μανοέλ ντε Ολιβέιρα ήταν ένας από τους πιο αξιοσέβαστους, πολυβραβευμένους, αλλά ποτέ ένας από τους πραγματικά «μεγάλους» της έβδομης τέχνης ήταν μάλλον το τίμημα της αφοσίωσης του στο σινεμά με έναν τρόπο σχεδόν βιωματικό, απόλυτα προσανατολισμένο σε μια λογοτεχνική και θεατρική θεώρηση της κινηματογραφικής αντανάκλασης της πραγματικότητας, παρωχημένος τα τελευταία χρόνια (αλλά ποτέ μακριά από την προσωπική του θεώρηση για το σινεμά), σίγουρα υπεύθυνος για τη θέση της Πορτογαλίας στο παγκόσμιο σινεμά και ακόμη πιο σίγουρα ένας σκηνοθέτης που θα αναφέρεται στο μέλλον όχι μόνο επειδή έζησε έναν ολόκληρο αιώνα. Και λίγο παραπάνω.

Manoel de Oliveira 607

Γεννημένος το 1908 στο Πόρτο της Πορτογαλίας, ο Μανοέλ ντε Ολιβέιρα έκανε την πρώτη του απόπειρα για να γυρίσει μια ταινία το 1927, όταν μαζί με μια παρέα φίλων ξεκίνησαν μια ταινία για την Πορτογαλία στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ταινία δεν γυρίστηκε ποτέ, ο Ολιβέιρα, ταυτόχρονα με τις άριστες επιδόσεις του στον αθλητισμό, γράφτηκε σε μια σχολή υποκριτικής και μετά από μικρούς ρόλους σε ταινίες (μια από αυτές ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινία στην ιστορία του πορτογαλικού σινεμά) ξαναγύρισε στη σκηνοθεσία. Επηρεασμένος από το ντοκιμαντέρ «Βερολίνο: Η Συμφωνία μιας Πόλης» του Γουόλτερ Ράτμαν, ο Ολιβέιρα θα γύριζε το 1931 το ντοκιμαντέρ «Douro, Faina Fluvial», ένα πορτρέτο της πατρίδας του, στρέφοντας το βλέμμα του στην εργατική τάξη και τις βιομηχανικές ακτές του ποταμού Δούρο στο Πόρτο.

Θα περνούσαν όμως ακόμη δέκα χρόνια και μερικά ακόμη μικρού μήκους ντοκιμαντέρ πριν ο Ολιβέιρα (34 ετών πια) γυρίσει την πρώτη του ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους το 1942, το «Aniki-Bóbó», με ήρωες παιδιά του δρόμου και ερασιτέχνες ηθοποιούς. Η αποτυχία της ταινίας οδήγησε τον σκηνοθέτη να εγκαταλείψει για πάντα (!) το σινεμά και να αποσυρθεί μαζί με τη συζυγό του σε έναν αμπελώνα που είχε κληρονομήσει. Θα επέστρεφε στο σινεμά το 1955, αλλά ενώ θα ξεκινούσε να σκηνοθετεί με πιο εντατικό ρυθμό, αναζητώντας το προσωπικό του στιλ ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ, τη μυθοπλασία και τη λογοτεχνία που τόσο αγαπούσε, είχε να αντιμετωπίσει το καθεστώς Σαλαζάρ που ανέκοψε οποιαδήποτε καλλιτεχνική άνθιση μέχρι και τη δεκαετία του 1970.

Το 1963 σκηνοθέτησε το «Μυστήριο της Ανοιξης», μια μείξη ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας με βάση τα Πάθη του Χριστού, στην ταινία που και ο ίδιος ομολογεί πως υπήρξε η πιο καθοριστική για τη μετέπειτα καριέρα του: «Αυτή η ταινία άλλαξε την αντίληψή μου για το σινεμά σαν ένα εργαλείο όχι μίμησης της πραγματικότητας, αλλά της απλής αντιπροσώπευσής της.»

The Satin Slipper 607 The Satin Slipper (1985)

Τα 70s μπήκαν με τον Ολιβέιρα στην έκτη δεκαετία της ζωής του, αλλά έτοιμο για να ξεκινήσει τη φιλμογραφία του σχεδόν από την αρχή. Ελεύθερος μετά το θάνατο του Σαλαζάρ το 1968 και αναγεννημένος από την Επανάσταση των Γαρυφάλλων το 1974, ο Ολιβέιρα σκηνοθέτησε μερικες από τις πιο γνωστές και σημαντικές ταινίες του, βασισμένες σε έργα Πορτογάλων συγγραφέων: το «The Past and the Present» του 1971, το «Benilde or the Virgin Mother» του 1975, το «Doomed Love» του 1979 και το «Francisca» του 1981, πριν γυρίσει μερικά ακόμη ντοκιμαντέρ και καταλήξει το 1985 στο πιο φιλόδοξο και ίσως πιο διάσημο έργο του: το «The Satin Slipper» του 1985, το γαλλόφωνο επτάωρο έπος βασισμένο στο θεατρικό του Πολ Κλοντέλ που δεν βγήκε ποτέ στο σινεμά, αλλά προβλήθηκε τόσο στο Φεστιβάλ Καννών όσο και σε αυτό της Βενετίας, την ίδια χρονιά που η Μόστρα τον τίμησε με ένα βραβείο για την μέχρι τότε καριέρα του.

Manoel de Oliveira 607 Στα γυρίσματα του «Eccentricities of a Blonde-haired Girl in Lisbon» του 2008

Από το 1985 και μετά, ο Ολιβέιρα γύριζε σχεδόν μία ταινία κάθε χρόνο, με συγκεκριμένη ομάδα ηθοποιών και με ενιαίο στιλ που ακύρωνε συχνά τον τέταρτο τοίχο (με τους ηθοποιούς να κοιτούν και να απευθύνονται στην κάμερα) αλλά και μια ανάλαφρη θεατρικότητα αφού οι περισσότερες ταινίες των τελευταίων του χρόνων διαδραματίζονταν σε ένα χώρο λόγω της δυσκολίας του να μετακινηθεί. Αναμεσά τους τους μπουνιουελικούς «Καννίβαλους» του 1988, επικά ιστορικά δράματα («No, or the Vain Glory of Command» του 1990), μια διασκευή της «Μαντάμ Μποβαρί» («Abraham's Valley» του 1993), το «Μοναστήρι» με την Κατρίν Ντενέβ και τον Τζον Μάλκοβιτς που του χάρισε βραβείο σκηνοθεσίας στη Βενετία το 1995, την τελευταία ταινία του Μαρτσέλο Μαστρογιάννι («Voyage to the Beginning of the World» το 1997, το «Belle Toujours», ένα άτυπο σίκουελ της «Ωραίας της Ημέρας» το 2006, το «The Strange Case of Angelica» του 2010 που άνοιξε το τμήμα «Ενα Κάποιο Βλέμμα» των Καννών και την τελευταία του ταινία μεγάλου μήκους, το «Gebo and the Shadow» του 2012 που έκανε πρεμιέρα στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Βενετίας με πρωταγωνιστές τον Μάικλ Λονστνέιλ, τη Ζαν Μορό και την Κλαούντια Καρντινάλε.

Manoel de Oliveira 607 Με την Μαρίζα Παρέδες στα γυρίσματα του «Μαγικού Καθρέφτη» το 2005

Manoel de Oliveira 607 Με την Κλαούντια Καρντινάλε στην τελευταία του ταινία μεγάλου μήκους «Gebo and the Shadow»

Σε μια συνέντευξή του το 2008, όταν ρωτήθηκε για το γεγονός πως όλοι ασχολούνται περισσότερο με την ηλικία του και τη νεανική ορμή του να κάνει σινεμά, ο Ολιβέιρα είχε απαντήσει: «Ξέρουμε άραγε τι μας κάνει να ζούμε; Οι ταινίες μου βασίζονται - δεν θα έλεγα νομοτελειακά αλλά μάλλον ουσιαστικά - στη μνήμη, γιατί είναι μέσα από τη μνήμη που ορίζουμε τις πράξεις μας, τις σκέψεις μας και τα αισθήματά μας. Σε κάθε έναν από εμάς, η ηλικία συσσωρεύεται σε μια εντατική γνώση σε σχέση με τις εμπειρίες που έχουμε ζήσει, αλλά και παράλληλα με τις τάσεις του καθενός. Πιστεύω πως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε απόλυτα τα κίνητρα που βρίσκονται πίσω από τις πράξεις μας. Αυτό ανήκει στα μυστικά των θεών και όχι σε εμάς, τους φτωχούς θνητούς.»

To «Memories and Confessions» που γύρισε το 1982, μια από τις 29 ταινίες μεγάλου μήκους που γύρισε στον αιώνα που έζησε, σύμφωνα με τις δικές του οδηγίες έμεινε τρεις δεκαετίες φυλαγμένο για να προβληθεί μόνο μετά το θανατό του. Μια επιμήκυνση του χρόνου που του φέρθηκε τόσο τρυφερά, με όσο σεβασμό και ο ίδιος έζησε περισσότερο για να μην σταματήσει ποτέ να κάνει σινεμά.

Manoel de Oliveira 607

Διαβάστε ακόμη: