Buzz

O Ορσον Γουέλς δεν μασούσε τα λόγια του

στα 10

Μια σειρά από ηχογραφήσεις από την δεκαετία του '80, που θα αποτελούσαν την βάση για μια βιογραφία του, αποκαλύπτουν την γνώμη που είχε ο σκηνοθέτης για την πλειοψηφία των χολιγουντιανών σταρ. Οχι, δεν ήταν η καλύτερη.

O Ορσον Γουέλς δεν μασούσε τα λόγια του

Ο Χένρι Τζάγκλομ, σκηνοθέτης επίσης και προσωπικός φίλος του Ορσον Γουέλς, φιλοδοξούσε να γράψει μια βιογραφία του διάσημου σκηνοθέτη και ηθοποιού, βασισμένη σε προσωπικές του αφηγήσεις, τις οποίες ξεκίνησε να μαγνητοφωνεί το 1983 σε μια σειρά από γεύματα που είχε με τον Γουέλς.

Ο θάνατός του Γουέλς το 1985 όμως λίγο μετά την τελευταία τους συνάντηση, έκανε τον Τζάγκλομ να βάλει στον πάγο το βιβλίο του και τις κασέτες από εκείνες τις συναντήσεις σε ένα κουτί στην αποθήκη του σπιτιού του.

Χρόνια μετά, ο ιστορικός και κριτικός κινηματογράφου Πίτερ Μπίσκιντ πήρε στα χέρια του αυτές τις κασέτες προκειμένου να επιμεληθεί την έκδοση ενός βιβλίου με το υλικό που περιείχαν, το «My Lunches with Orson» που θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία τον επόμενο μήνα.

Σύμφωνα με τον Μπίσκιντ, το υλικό που περιείχαν είναι μια σπάνια ευκαιρία να δεις μια κινηματογραφική ιδιοφυΐα «απόλυτα χαλαρή. Δεν είναι ένας σπουδαίος σκηνοθέτης που δίνει συνέντευξη σε κάποιον δημοσιογράφο που τον θαυμάζει. Μιλάει σε έναν φίλο του κι έτσι, νιώθει ελεύθερος να κουτσομπολέψει».

Στην διάρκεια των συνομιλιών τους που αγγίζουν τα πάντα από το σινεμά μέχρι την πολιτική και την λογοτεχνία, ο Γουέλς δεν διστάζει να μιλήσει έξω από τα δόντια για μια σειρά από σταρ του Χόλιγουντ. Ετσι μαθαίνουμε ότι ο Λόρενς Ολίβιε ήταν «ηλίθιος», ο Σπένσερ Τρέισι «γεμάτος μίσος», ο Τσάρλι Τσάπλιν «αλαζόνας», ο Τζέιμς Στιούαρτ «κακός ηθοποιός», η Τζόαν Φοντέιν «είχε μόνο δυο εκφράσεις» και δεν μπορούσε καν να βλέπει την Μπέτι Ντέιβις να παίζει.

Ομως δεν είχε μόνο κακά λόγια να πει για τους ηθοποιούς της βιομηχανίας και υπήρχαν αρκετοί που θαύμαζε, έβρισκε για παράδειγμα τον συμπρωταγωνιστή του στον «Τρίτο Ανθρωπο» ιδιοφυή και τον Τζον Γουέιν «τον άνθρωπο με τους καλύτερους τρόπους που γνώρισα στο Χόλιγουντ», αλλά όταν ήταν κακός, ήταν αληθινά κακός.

Κάποια στιγμή σε ένα από τα γεύματα τους με τον Τζάγκλομ, τους πλησίασε ο Ρίτσαρντ Μπάρτον και τον ρώτησε αν θα μπορούσε να φέρει την Ελίζαμπεθ Τέιλορ στο τραπέζι τους, που ήθελε πολύ να τον γνωρίσει. Ο Ουέλς απάντησε «όχι, όπως μπορείς να δεις, είμαι στη μέση του φαγητού μου», πράγμα που έκανε τον Τζάγκλομ να παρατηρήσει ότι του φέρθηκε μάλλον σκληρά κι ότι ο Μπάρτον «έφυγε σαν δαρμένο κουτάβι». Η απάντηση του Ουέλς ήταν «Ο Μπάρτον είχε ταλέντο, αλλά σπατάλησε τα πλούσια δώρα του. Εχει καταντήσει ένα αστείο με μια διάσημη γυναίκα. Τώρα δουλεύει απλά για τα λεφτά και γυρίσει αληθινά σκατά».

Ανάμεσα στους ανθρώπους για τους οποίους μιλά είναι και η Μέριλν Μονρόε την οποία περιγράφει σαν «μια φίλη που έπαιρνα στα πάρτι πριν γίνει διάσημη. Προσπάθησα να την βοηθήσω στην καριέρα της, αλλά κανείς δεν ήθελε να ρίξει μια δεύτερη ματιά στη Μέριλιν τότε». Σύμφωνα με την αφηγησή του, ο παραγωγός Ντάριλ Φ. Ζανούκ του είχε πει «είναι μια ακόμη ηθοποιός του σωρού, έχουμε εκατοντάδες σαν αυτή». Οσο για τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ δεν άντεχε το πως ένας ηθοποιός σαν αυτόν «έμπλεκε σε καυγάδες σε nightclub», ενώ περιέγραφε τις δυο πρώτες σκηνές του Λορενς Ολίβιε στον ρόλο του «Βασιλιά Λιρ», ως «το χειρότερο πράγμα που έχω δει στη ζωή μου».

Οσο για τους συναδέλφους του, παρ΄ ότι θαύμαζε την δουλειά του Κάρολ Ριντ, δεν είχε το ίδιο μέγεθος εκτίμησης για τον Αλφρεντ Χίτσκοκ ειδικά για την αμερικάνικη περίοδό του για την οποία έβρισε ότι «οι ταινίες του είναι ένα μείγμα εγωπάθειας και τεμπελιάς. Κι όλες μοιάζουν με τηλεοπτικές σειρές».

Ο Πίτερ Μπίσκιντ λέει ότι «το να ακούς τον Γουέλς και τον Τζάγκλομ να μιλούν είναι σαν κάθεσαι μαζί τους στο τραπέζι. Ο Γουέλς μοιάζει σαν ένα κουβάρι από αντιθέσεις, από την μια εριστικός αλλά και ευάλωτος σαν παιδί, ένας ντροπαλός άντρας που κρυβόταν πίσω από μάσκες, αλλά που την ίδια στιγμή του άρεσε να επιδεικνύει τον εαυτό του».

Το σίγουρο είναι ότι το «My Lunches with Orson», μοιάζει με ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, τόσο συναρπαστικό και γεμάτο περιφρόνηση για το «μέτρο» και τη γνώμη των άλλων, όσο και ο ίδιος ο Ορσον Γουέλς.