Αποτελεί την ταινία με την οποία ο Ολιβιέ Νταάν φιλοδοξεί να επαναλάβει τον παγκόσμιο θρίαμβο του «Ζωή Σαν Τριαντάφυλλο». Και την ταινία με την οποία η Νικόλ Κίντμαν κλείνει από τώρα μια θέση για τις υποψηφιότητες των Οσκαρ, παίζοντας ταυτόχρονα αυτό που δεν πρόλαβε ποτέ - την αγαπημένη ξανθιά του Αλφρεντ Χίτσκοκ.
Και ενώ μέχρι σήμερα, οι μόνες αντιδράσεις για το «Grace of Monaco» που γυρίζεται αυτήν την εποχή ήταν πως το γεμάτο μπότοξ πρόσωπο της Κίντμαν δεν θα μπορέσει ποτέ να αποδώσει τη διάφανη ομορφιά της Κέλι, στο παιχνίδι μπαίνει και το ίδιο το παλάτι το οποίο με επίσημη ανακοίνωσή του, χτυπά κάτω από τη μέση την παραγωγή μιλώντας για μια ταινία γεμάτη ανακρίβειες και σε καμία περίπτωση μια βιογραφία που δικαιώνει την Γκρέις Κέλι.
Η ιστορία θέλει τα τρία παιδιά της Κέλι, τον Αλβέρτο, την Στεφανί και την Καρολίνα να είχαν διαβάσει το αρχικό σενάριο της ταινίας και να είχαν σημειώσει αλλαγές που οι ίδιοι θεωρούσαν πως ήταν απαραίτητες - πρωτίστως για τη φήμη του Μονακό και δευτερευόντως από καλλιτεχνικό ενδιαφέρον.
Το σενάριο όμως που τελικά γυρίζεται τους βρήκε έκπληκτους, αφού οι αλλαγές που υπέδειξαν αγνοήθηκαν, ενώ οι περισσότερες σκηνές της ταινίας είναι κατά τη γνώμη τους προϊόν μυθοπλασίας.
Ετσι με επίσημη ανακοίνωσή τους, δηλώνουν πως η ταινία «αποτελεί μια ξαναγραμμένη και χωρίς λόγο γεμάτη γκλάμουρ σελίδα της ιστορίας του Μονακό και της οικογένειάς της Κέλι με τεράστιες ιστορικές ανακρίβειες και με μια σειρά μυθοπλαστικών σκηνών που σε καμία περίπτωση δεν κάνουν το φιλμ μια βιογραφία.»
Ο πραγματικός λόγος, ωστόσο, των αντιδράσεων του παλατιού δεν είναι κάτι που χρειάζεται πολύ «μυθοπλασία» για να τον υποπτευθείς. Η ταινία του Ντάαν αναφέρεται σε μια πολύ συγκεκριμένη ιστορική περίοδο για το Μονακό. Διαδραματίζεται μεταξύ του Δεκέμβρη του 1961 και του Νοέμβρη του 1962, όταν η Κέλι κινήθηκε παρασκηνιακά για να σώσει το Μονακό από σίγουρο πραξικόπημα, ακριβώς την εποχή όπου Γαλλία με επικεφαλής τον Σαρλ Ντε Γκόλ είχε κουραστεί με το μικρό κρατίδιο να αποτελεί παράδεισο φοροδιαφυγής και τα πράγματα είχαν αγριέψει.
Ειδικά σε μια εποχή οικονομικής κρίσης, μια ταινία που θα δείχνει τον τρόπο όπου ένα μικρό κρατίδιο κατάφερε να διατηρήσει τα κεκτημένα του, είναι λογικό λοιπόν να εξαγριώσει όσους ακόμη και σήμερα διαφωνούν με την ευνοϊκή μεταχείριση που απολαμβάνουν οι κάτοικοι του παλατιού αλλά και όσοι ζουν στο Μονακό.
Η Νικόλ Κίντμαν, ωστόσο, υποστηρίζει την ταινία σε κάθε της δημόσια εμφάνιση δηλώνοντας πως η ταινία είναι δραματική (και άρα προϊόν φαντασίας) και πως ουσιαστικά εντοπίζεται στο πέρασμα της Γκρέις Κέλι από σταρ του σινεμά στο θρόνο του παλατιού. «Δεν είναι μια βιογραφία ή ένα μυθοπλαστικό ντοκιμαντέρ για την Γκρέις Κέλι αλλά μόνο ένα μικρό κομμάτι της ζωής της όπου ουσιαστικά αποκαλύπτει την ανθρωπιά της, τους φόβους και τις αδυναμίες της.»
Ο θόρυβος γύρω από την ταινία, ωστόσο, είναι αρκετός για να της δίνει ήδη αρκετή δημοσιότητα (που θα έχει έτσι κι αλλιώς με την έξοδό της στους κινηματογράφους), προεξοφλώντας μια μεγάλη εμπορική επιτυχία, αλλά και λαμπερές πρεμιέρες στις οποίες - δυστυχώς - δεν θα παρευρίσκονται τα παιδιά της Κέλι!