Κλείνοντας τον κόσμο έξω, από το σπίτι, ακόμη κι από τις αισθήσεις του όταν βγάζει το ακουστικό βαρηκοΐας του, ο Ετιέν είναι μόνος εναντίον όλων, αγκιστρωμένος στο παρελθόν. Εκούσια φυλακισμένος σε ένα σπίτι μαυσωλείο γεμάτο από αντικείμενα που χρειάζονται φροντιδα (ακόμη κι αν έχει πια συνταξιοδοτηθεί από τη δουλειά του σαν συντηρητής έργων τέχνης) κι από αναμνήσεις ανθρώπων που έχουν φύγει. Η γυναίκα του τον άφησε, η κόρη του πέθανε. Το μόνο που έχει μείνει είναι ρούχα, προσωπικά αντικείμενα και μια σειρά από ακτινογραφίες, υποκατάστατα των οικογενειακών φωτογραφιών που δεν είχε ποτέ.
Το σώμα του είναι επίσης εναντίον του. Η ακοή του τον έχει εγκαταλείψει, ενώ η σακούλα της κολοστομίας του, υπονοεί ένα πολύ σοβαρότερο πρόβλημα με την υγεία του. Ο αδελφός του προσπαθεί να τον πείσει να εγκαταλείψει το σπίτι του, να μετακομίσει όπως εκείνος σε ένα οίκο ευγηρίας, η σπιτονοικοκυρά του, μια νεαρή έγκυος γυναικά προσπαθεί να διώξει, με παρακλήσεις ή φωνές, οι γείτονες διαμαρτύρονται για τη δυσοσμία, και του φορτώνουν όλα τα κακά του κτηρίου του: Την ανοιγμένη αλληλογραφία στα γραμματοκιβώτια, τα σκουπίδια στις σκάλες. Ο Ετιέν υπομένει στωικά τον «λιθοβολισμό» του, αρνείται να υποχωρήσει, αφού δεν έχει πουθενά να πάει, αφού εκεί είναι το σπίτι του και κυρίως, αφού είναι σίγουρος ότι η γυναίκα και η κόρη του είναι ακόμη εκεί μαζί του. Μόνο που κάποτε το σώμα του θα τον προδώσει, όμως ακόμη κι έτσι, ο Ετιεν δεν θα υποχωρήσει.
Καθώς το φιλμ προχωρά προς το αναπόφευκτο δυσάρεστο φινάλε, η ιστορία του Ετιέν γίνεται την ίδια στιγμή αφόρητη και σπαρακτική. Ο χαρακτήρας του που ίσως μοιάζει στο ξεκίνημα με έναν παράξενο, ξεροκέφαλο γέρο, αποκτά στην πορεία μια συμβολική σχεδόν θρησκευτική διάσταση. Οσο η αξιοπρέπειά του τον εγκαταλείπει μαζί με τις δυνάμεις και τις λειτουργίες του σώματός του, τόσο η θέλησή του να βιώσει τη ζωή ως το τέλος με τους δικούς του κανόνες, αποκτά νόημα.
Το θέαμα δεν είναι γοητευτικό. Η ταινία είναι σκληρή όχι μόνο στις εικόνες της αλλά και στην συναισθηματικά ωμή ειλικρίνεια της, ειδικά στον τρόπο που χτίζει την σχέση του Ετιέν με την σπιτονοικοκυρά του, με την οποία όπως ανακαλύπτουμε τον συνδέουν πιο δυνατοί, αλλά και δύσκολοι δεσμοί, από αυτούς του σπιτιού που ζει.
Γυρισμένο σχεδόν ολόκληρο στο διαμέρισμα του Ετιέν, με την φωτογραφία να πλάθει έναν κόσμο εξίσου ταλαιπωρημένο όσο ο ήρωας αλλά και μαζί όμορφος σαν μια ζωγραφισμένη νεκρή φύση (όχι τυχαία ο τίτλος έρχεται από τον πίνακα του Ρέμπραντ), το φιλμ του Πέρε Βιλά ι Μπαρσελό, είναι κλειστοφοβικό και αδιέξοδο, ανυποχώρητο, αλλά μαζί αληθινά συγκινητικό, ανθρώπινο, συγκλονιστικό.
Κάτι για το οποίο ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό και ο Λου Καστέλ, ένας μυθικός ηθοποιός του ευρωπαϊκού σινεμά, που έχει παίξει από τον «Γατόπαρδο» του Βισκόντι και τις «Γροθιές στην Τσέπη» του Μπελόκιο, μέχρι σε ταινίες του Φασμπίντερ, του Βέντερς και του Ασαγιάς.
Η ερμηνεία του στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι αντάξια της έντονης φυσικής του παρουσίας και το θάρρος και η δύναμή του να υποδυθεί χωρίς δισταγμό έναν χαρακτήρα τόσο δύσκολα προσβάσιμο, προσθέτει αναμφίβολα στο μεγαλείο και την ηχώ του φιλμ.
Δείτε το τρέιλερ