Ο λόγος που προσέξαμε και αγαπήσαμε εξαρχής τον Γουίντον στην «Buffy» δεν ήταν το ερωτικό δίλημμα της ηρωίδας, δεν ήταν τα ανύπαρκτα production values, δεν ήταν οι σκηνές μάχης που έφτασε 3η σεζόν για να γίνουν της προκοπής. Δεν ήταν καν η πλούσια μυθολογία και η λεπτομερής ανάπτυξη χαρακτήρων, διότι αυτά έγιναν εμφανή στην πορεία.
Ο άμεσος, ο κεραυνοβόλος έρωτας, προερχόταν από άλλα στοιχεία. Από το χιούμορ, αυτό το σπιρτόζικο ποπ χιούμορ. Από την απόγνωση, από την αίσθηση πως αυτοί οι χαρακτήρες έχουν κάτι που κυνηγούν, αλλά ο κόσμος είναι σκληρός και δε θα τους χαρίσει τίποτα χωρίς μάχη (συχνά ούτε ύστερα από αυτήν). Και από τις αλληγορίες, από το πώς sci-fi καταστάσεις ή cheesy τέρατα έλεγαν στην πραγματικότητα μια άλλη ιστορία, εξερευνούσαν συναισθηματικές διαδρομές των εφήβων και μη ηρώων.
Αυτά είναι όλα στοιχεία που θα συναντήσει κανείς σε όλα τα σημαντικά έργα του Γουίντον, από τις πρώιμες σειρές του μέχρι το κόμικ «Astonishing X-Men», κι από το «Cabin in the Woods» μέχρι, ναι, ακόμα το «Avengers». (Για το «Agents of S.H.I.E.L.D.» θα τα πούμε αναλυτικότερα, σύντομα.) Δεν είναι θέμα μανιέρας, γιατί πάντα καταφέρνει να τα παρουσιάζει υπό νέο πρίσμα. Είναι όμως συστατικά μιας γραφής, μια δημιουργικής φλέβας που εκπροσωπεί τον συγκεκριμένο συγγραφέα. (Δε θα πω σκηνοθέτη, γιατί την κάμερα τη βαστάει για λόγους πρακτικούς. Η στάμπα του έρχεται από το γράψιμο, γι’αυτό και δεν έχουμε ενδοιασμούς όταν βάζουμε στο ίδιο καζάνι ταινίες που έχει ή δεν έχει σκηνοθετήσει- αρκεί να τις έχει γράψει και να τις έχει υπό τον δημιουργικό του έλεγχο.)
Έχοντας δει ακόμα και την τελευταία ασημαντότητα που έχει γράψει ποτέ του ο Γουίντον, δεν πίστευα πως έγραψε κάτι σαν το «In Your Eyes».
Δεν είναι κακό, ίσα-ίσα. Είναι ένα απολύτως λειτουργικό ρομαντικό δράμα, που παρά το παράξενο κεντρικό του concept και τις φυσιολογικές δυσκολίες που αυτό επιφέρει σε πρακτικό επίπεδο, κυλάει σα νεράκι. Είναι ευχάριστο, είναι διασκεδαστικό, είναι καλογραμμένο, είναι μια χαρά. Το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι ιδιαίτερο.
ΟΚ, ας κάνουμε λίγο πίσω. Κεντρική ιδέα: H Ρεμπέκα (Ζόι Καζάν) και ο Ντίλαν (Μάικλ Σταλ-Ντέιβις) είναι δυο νέοι, φωτογενείς άνθρωποι, σε διαφορετικές γωνιές της ζωής, εκείνη παγιδευμένη σε έναν κλινικό γάμο που καταπιέζει τη διαφορετικότητά της, εκείνος πρώην κατάδικος με χρυσή καρδιά, ζουν σε διαφορετικές άκρες της Αμερικής, όμως μοιράζονται μια ιδιαίτερη σύνδεση: Βλέπουν (και νιώθουν) ο ένας μέσα από τη ματιά του άλλου.
Το γιατί και πώς συμβαίνει αυτό ή το γιατί συμβαίνει ξαφνικά τώρα, είναι κάτι για το οποίο η ταινία δεν ενδιαφέρεται, κι αυτό δεν είναι κάτι κακό. Τα ερωτήματα σπρώχνει παράμερα με μια χαριτωμένη κίνηση διαλόγου: “Γιατί τώρα;” ρωτάει η Ρεμπέκα. “Γιατί όχι;” απαντάει ο Ντίλαν. ΟΚ, δεκτό.
Άρα έχουμε, όπως συνέβαινε και σε εκείνα τα επιδραστικά, πρώιμα επεισόδια της «Buffy», ένα καθαρά αλληγορικής διάστασης μεταφυσικό στοιχείο που χρησιμοποιείται για να πει μια προσωπική ιστορία. Την ιστορία του πώς ένας άντρας στο περιθώριο της κοινωνίας βρήκε στήριγμα για να ξεκινήσει πάλι τη ζωή του; Την ιστορία του πώς μια γυναίκα που ένιωθε μια ζωή εκτός τόπου, βρήκε τη δύναμη να πιστέψει στη διαφορετικότητά της; Ναι, θα μπορούσε. Υποθέτω. Αλλά όχι ακριβώς.
Γιατί αυτά είναι στοιχεία που η αφήγηση διατηρεί, ειρωνικά, στο περιθώριο, κρατώντας στη μέση ένα γνώριμο στόρι «Sleepless in Seattle» αποχρώσεων. Εκεί που το «Her» (του οποίου δεν είμαι ο μεγαλύτερος φαν στον κόσμο) έχτιζε τον δικό του κόσμο και εξέταζε, μέσω του κεντρικού του concept, τις κοινωνικές επεκτάσεις της κεντρικής ρομαντικής του σχέσης, ο Γουίντον εδώ μοιάζει να μην ενδιαφέρεται να ξεφύγει από την επιφάνεια. Όπως συμβαίνει και με τη Ρεμπέκα, έχει κι αυτός στα χέρια του κάτι ξεχωριστό, αλλά το καταπιέζει μέχρι να εξαφανιστούν τα ίχνη της ταυτότητάς του.
Η σκηνοθεσία είναι του Μπριν Χιλ, ο οποίος δεν είναι αρκετά σημαντικός ώστε να υπάρχει έστω σαν αστερίσκος στις ευρείες αναφορές πως η ταινία δεν είναι όντως γυρισμένη από τον Γουίντον. Ο Χιλ δεν κάνει κακή δουλειά: Το να καταφέρεις να διατηρήσεις μια στρωτή αφήγηση και ρυθμό σε μια ιστορία όπου οι πρωταγωνιστές είναι διαρκώς χωριστά, εισβάλλοντας ο ένας στα οράματα του άλλου, απαιτεί ένα κάποιο επίπεδο τεχνικής. Ο Χιλ δεν δίνει στην ταινία κάποια ιδιαίτερη οπτική ταυτότητα μοιάζει με επεισόδιο σειράς του CW αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, όμως αν μη τι άλλο καταφέρνει να την κάνει στρωτή και ενδιαφέρουσα από την αρχή ως το τέλος, παρά την εγγενή αφηγηματική της δυσκολία.
Το «In Your Eyes» ωστόσο είπαμε, χρεώνεται όλο στον Γουίντον. Ο σκηνοθέτης του «Avengers» το έγραψε και έκανε και την παραγωγή, μέσω της νέας ανεξάρτητης εταιρείας του, Bellweather Pictures, πρώτο φιλμ της οποίας ήταν το θαυμάσιο περσινό «Much Ado About Nothing». Εκεί ο Γουίντον πήρε ένα απολιθωμένο κείμενο και, χωρίς να του αλλάξει λέξη, κατάφερε να το κάνει να μοιάζει με μια σύγχρονη φάρσα. Με νέα αστεία, με μοντέρνα διάθεση, πήρε το παλιό και το έκανε να μοιάζει νέο. Είναι ένα φιλμικό επίτευγμα που, λόγω του πόσο χαμηλών τόνων είναι, υποτιμήθηκε ακόμη κι από όσους το αγαπήσαμε από την πρώτη στιγμή.
Το «In Your Eyes» είχε ανάγκη μια παρόμοια διάθεση, γιατί εδώ ο Γουίντον μυστηριωδώς λειτουργεί αντίστροφα. Παίρνει μια μοντέρνα αφήγηση και την αφήνει να επιπλεύσει μέσα σε μια λίμνη (λειτουργικών, ευχάριστων) κλισέ. Μπορείς να προβλέψεις κάθε πιθανή στροφή αυτού του δράματος, κι αυτό είναι το μόνο αληθινά απρόβλεπτο όταν μιλάμε για μια δουλειά του Γουίντον.
Οι Καζάν και Σταλ-Ντέιβιντ έχουν χαρισματικότητα, παίζουν πολύ ωραία μεταξύ τους τον Γουιντονικό, σπιρτόζικο διάλογο, μεταδίδουν τη χημεία τους ακόμα και μέσα από μονταρισμένες σκηνές διαλόγων, αντιδρούν τέλεια και στις ααστείες στιγμές του σεναρίου αλλά και στις συγκινητικές (υπάρχουν μπόλικες τέτοιες) όμως δεν φτάνουν στη Στιγμή. Δεν τους οδηγεί και κανείς εκεί. Διότι έπεσαν, μυστηριωδώς, πάνω στο σπάνιο είδος στραβοπατήματος για τον πολυγραφότατο δημιουργό: Το σενάριο εκείνο που δεν μπορείς να το πεις αποτυχημένο, απλώς και μόνο επειδή δεν δοκιμάζει απολύτως τίποτα ώστε να έχει αποτύχει σε αυτό.
Η ταινία δεν είναι κακή, αλλά για τον Γουίντον αυτή είναι η μεγαλύτερη αποτυχία.