Μαρία Ντράγκους, Λουίζ Χέγιερ, Φαχρί Γιαρντίμ, Κρίστιαν Φρίντελ, Γιόνας Νάι, Γιόρντις Τρίμπελ. Έξι ανερχόμενοι ηθοποιοί του σύγχρονου γερμανικού σινεμά που κληθήκαμε να γνωρίσουμε στη Μπερλινάλε, στο πλαίσιο της τακτικής, προωθητικής του εθνικού της σινεμά καμπάνιας της German Films «Face to Face with German Films», σε συνεργασία –για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά- με το περιοδικό Variety. Τελικά, το πάνελ στο Zoo Palast, το επιβλητικό πολυσινεμά του Tiergarten, κατέληξε με 50% απώλειες. Γνωρίσαμε μονάχα τους τρεις πρώτους, λόγω προφανώς ανειλημμένων υποχρεώσεων των υπολοίπων. Έστω.
«Τρεις γύροι από οντισιόν και οκτώ μήνες χρειάστηκαν για να με πάρουν στη "Λευκή Κορδέλα"», θυμάται η Γερμανορουμάνα Μαρία Ντράγκους, την οποία πρωτογνωρίσαμε στο πολυβραβευμένο δράμα εποχής του Μίκαελ Χάνεκε, θαυμάσαμε στην «Αποφοίτηση» του Κρίστιαν Μουντζίου και είδαμε μόλις να δοκιμάζεται με επιτυχία στο αγγλόφωνο σινεμά με το «Μαίρη, Η Βασίλισσα της Σκοτίας». Η ηθοποιία δεν ήταν στο αίμα της, λέει η 24χρονη πρώην χορεύτρια, που ειδικεύτηκε κάποτε στον… χορό της κοιλιάς, κι ας προέρχεται από οικογένεια καλλιτεχνών. «Οι γονείς μου ναι μεν μου έδειξαν πώς είναι να ζεις μέσα στην τέχνη, όμως από σένα πραγματικά εξαρτάται αν θα την κάνεις επάγγελμα. Απ’ έξω μπορεί όλα να φαίνονται όμορφα, αλλά υπάρχει πολύ δουλειά από πίσω, ποτέ δεν ξεκουράζεσαι», τονίζει.
Για την θεατρικής καταγωγής Λουίζ Χέγιερ, που καθιερώθηκε πριν λίγα χρόνια χάρη στις ταινίες «Jack» του Eντουαρντ Μπέργκερ και «Δώρο των Θεών» του Όλιβερ Χάφνερ και διεθνοποιήθηκε πρόσφατα με την τηλεοπτική σειρά θρίλερ «The Dark», η ηθοποιία υπήρξε ένα «σιωπηλό όνειρο». «Eμοιαζα αγόρι μικρή, και δεν ήξερα αν είχα αρκετό ταλέντο για οτιδήποτε, γιατί προέρχομαι από οικογένεια που δεν είχε την παραμικρή σχέση με τις τέχνες. Δοκιμάστηκα στο μπάσκετ και τον χορό, και τελικά μπήκα στην υποκριτική εξαιτίας μιας φίλης που ήθελε να γίνει ηθοποιός και τριγύριζε σε ακροάσεις», λέει η 33χρονη Βερολινέζα. Oσο για το «Jack», το δράμα που την έκανε ευρύτερα γνωστή το 2014, θυμάται πως πήρε τον ρόλο χωρίς κάστινγκ, απλά με την πρώτη της γνωριμία και την κουβέντα με τον σκηνοθέτη και τη σεναριογράφο σύζυγό του. «Έμαθα πολλά απ’ αυτή τη συνεργασία, ήταν μια πραγματική πρόκληση, γιατί ουσιαστικά ξεκίνησα να δουλεύω τον ρόλο χωρίς καλά-καλά να τον ξέρω».
«Νόμιζα πως θα γινόμουν δάσκαλος», ομολογεί από τη μεριά του ο Φαχρί Γιαρντίμ, γιος Τούρκων ακαδημαϊκών από το Αμβούργο, «αλλά μια σχολική παράσταση στα 15 μου με βρήκε επί σκηνής με το κορίτσι που ήθελα να φιλήσω. Κι’ αυτό ήταν! Χρόνια μετά γνώρισα τον Σίλερ και τον Σαίξπηρ». Αν και το όνομά του ταξίδεψε το 2011 χάρη στο «Almanya: Καλώς ήρθατε στη Γερμανία», ο 38χρονος Γιαρντίμ είναι παλιά καραβάνα. Πρωτοεμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη το 2004, υποδυόμενος έναν Έλληνα στο «Kebab Connection», κι έκτοτε μετρά στο ενεργητικό του πάνω από 80 ταινίες και σειρές, ανάμεσά τους και το τρέχον σουξέ του Netflix «Dogs of Berlin». «Ωστόσο, μόνιμα νιώθω σαν κάποιον που ψάχνει για δουλειά!», αστειεύεται. Οι άνθρωποι που τον ενέπνευσαν; Ο Φατίχ Ακίν, με τον οποίο έχει συνεργαστεί πολλάκις, ο Μόριτζ Μπλάιμπτροϊ και ο Τιλ Σβάιγκερ. «Γιατί άνοιξαν τον δρόμο σε μας τους μελαμψούς ηθοποιούς», όπως λέει.
Η ποικιλία που προσφέρει σήμερα το γερμανικό σινεμά, στον τρόπο που απλώνεται στα είδη και προτείνει νέες οπτικές πάνω σε διαχρονικά θέματα, συναρπάζει την Λουίζ Χέγιερ, όπως και το γεγονός πως τούτες οι οπτικές «προέρχονται από όλο και περισσότερες γυναίκες κινηματογραφίστριες που κοιτούν με διαφορετικό τρόπο μια ιστορία και τους χαρακτήρες της». Η Μαρία Ντράγκους, που έχει μόλις τελειώσει να γράφει το σενάριο για ένα δράμα γύρω από την επιστροφή μιας αστής στις επαρχιακές ρίζες της, συμφωνεί: «Υπάρχει μια νέα ενέργεια στο γερμανικό σινεμά που θυμίζει σχεδόν τη δεκαετία του ’20, τη μετάβαση από τον βουβό στον ομιλούντα κινηματογράφο».
Ο Γιαρντίμ είναι πολύ πιο λακωνικός:
«Πώς θα περιγράφατε το γερμανικό σινεμά σήμερα;»
«Κολασμένα σέξι!».