
Η νέα του ταινία είναι ταυτόχρονα μια επική περιπλάνηση, ένα αληθινά αποκαλυπτικό εσωτερικό ταξίδι αλλά κι ένα έργο μεγαλύτερο σε κλίμακα και φιλοδοξία απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στο σύγχρονο arthouse σινεμά. Sirât είναι μια λέξη αραβικής προέλευσης που περιγράφει τη γέφυρα που ενώνει τη ζωή με το επέκεινα, και με κάποιο τρόπο η ταινία χτίζει κάτι αντίστοιχο: μια στιβαρή κινηματογραφική γέφυρα ανάμεσα στην πραγματικότητα και το αόρατο, τον πόνο και τη λύτρωση, τον ρεαλισμό και το μεταφυσικό.
Η ιστορία ξεκινά φαινομενικά απλά: ο Λουίς ταξιδεύει με τον 12χρονο γιο του στο Μαρόκο, αναζητώντας την κόρη του Μαρίνα, που εξαφανίστηκε ύστερα από ένα ρέιβ πάρτι στην έρημο. Αναζητώντας την μάταια, θα γνωρίσει μια παρέα από αναχωρητές ρέιβερ κάποιας ηλικίας, που θα του δώσουν ελπίδες ότι η Μαρίνα μπορεί να βρίσκεται στο επόμενο ρέιβ, βαθιά στην έρημο, στην άκρη της χώρας. Ο Λουίς θα αποφασίσει να τους ακολουθήσει, την ίδια στιγμή που όλα μοιάζουν να αλλάζουν γύρω τους. Ένας πόλεμος ξεσπά, τα σύνορα κλείνουν, το ύφασμα του κόσμου όπως τον ξέρουμε αρχίζει να ξεφτίζει. Το ταξίδι τους μετατρέπεται σιγά σιγά σε κάτι που μοιάζει με μετωπική σύγκρουση με τον εαυτό και τις αντοχές τους, με μια προσπάθεια επιβίωσης μέσα σε μια πραγματικότητα που θυμίζει μετα-αποκαλυπτικό όνειρο, όπου οι ήχοι του πολέμου και η αβεβαιότητα κυριαρχούν, και κάθε επόμενο χιλιόμετρο στο σκληρό, αφιλόξενο τοπίο είναι γεμάτο αγωνία.
Η αγωνία δεν είναι μόνο εξωτερική, δεν αφορά μόνο τα όσα συμβαίνουν στο φιλμ – είναι κυρίως υπαρξιακή. Οι χαρακτήρες κινούνται σε έναν κόσμο που διαλύεται, και οι βεβαιότητές τους διαλύονται μαζί του. Ο Λουίς δεν αναζητά απλώς ένα χαμένο πρόσωπο, αναμετριέται με ενοχές, με τη δύναμη της πίστης του, τα όρια της ελπίδας, το νόημα της πατρότητας, της ίδιας της ζωής. Όταν ένα απροσδόκητο, τραγικό γεγονός θα γκρεμίσει ολόκληρο τον κόσμο του στα μισά της διαδρομής, το ταξίδι θα αποκτήσει μια μεταφυσική διάσταση προς έναν προορισμό που κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποιος θα είναι.
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά, το «Sirât» δεν κρύβει ότι οι δεσμοί του με τον ρεαλισμό δεν είναι απαραίτητα ισχυροί, καθώς μοιάζει συχνά με όνειρο, πολλές φορές με εφιάλτη. Η αφηγηματική του δομή είναι χαλαρή, κυκλική, και όσο προχωρά, όλο και περισσότερο εγκαταλείπει την πραγματικότητα για κάτι άχρονο, σχεδόν μυθικό. Κινηματογραφημένο εντυπωσιακά, με το τοπίο να μεταμορφώνεται σε κάτι που όχι απλά σε περικυκλώνει, μα σχεδόν σε καταπίνει, και με τη μουσική και το sound design να το ανυψώνουν σε ένα πεδίο μυσταγωγικής έκστασης, το φιλμ πάλλεται με μια σχεδόν αβάσταχτη ένταση από την ήσυχη αρχή του ως το συγκλονιστικό τέλος.
Ενα τέλος που δεν έχει απαραίτητα απαντήσεις, μα που κλείνει με εξαιρετικά ταιριαστό τρόπο αυτό το γεμάτο σκαμπανεβάσματα ταξίδι στον πόνο, την απώλεια, την αγάπη και την «οικογένεια». Ενα ταξίδι που δεν βλέπεις απλά στην οθόνη, μα το βιώνεις κυριολεκτικά, καθώς σε διαπερνά με τον ίδιο τρόπο που ο ήχος από τα τεράστια ηχεία σε ένα ρέιβ χτυπά το σώμα σου και το κάνει να πάλλεται -είτε το θέλεις είτε όχι.