
Η Λιν Ράμσεϊ επέστρεψε στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 78ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, 7 χρόνια μετά το Βραβείο Σεναρίου που είχε κερδίσει για το «Δεν Ησουν Ποτέ Εδώ» (εξ ημισείας με τον «Αστακό» του Γιώργου Λάνθιμου).
Για την πέμπτη της ταινία, η Σκωτσέζα σκηνοθέτης αποφασίζει να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα της Αριάνα Χάρουιτς «Die, My Love» (Σκοτώσου, Αγάπη) - μία γενναία γραφή για το ταμπού της μητρότητας, τη γυναικεία σεξουαλικότητα (που δεν τελειώνει γιατί η γυναίκα αγιοποιείται ως «μάνα»), το χάος που φέρνει ένα παιδί στις ισορροπίες ενός ζευγαριού. Την αγάπη που δεν φτάνει.
Η Γκρέις είναι μία γυναίκα αντισυμβατική, ελεύθερη σαν άγριο άλογο, απείθαρχη απέναντι στους κοινωνικούς κανόνες, τρυφερή με τον πεθερό της που πάσχει από αλτσχάιμερ, ανεκτική με την πεθερά της που χώνεται να βοηθήσει, τρελά ερωτευμένη με τον Τζάκσον, τον άντρα της. Οι δυο τους μετακομίζουν από την Νέα Υόρκη στην ερημιά της upstate επαρχίας, όπου ο Τζάκσον κληρονομεί ένα αγροτόσπιτο από τον θείο του που αυτοκτόνησε. Το σπίτι στέκεται στοιχειωμένο, στη μέση του πουθενά, καταρρέει καθώς δεν συντηρήθηκε ποτέ, αλλά οι δυο τους είναι τόσο νέοι, τόσο ζηλευτά ευτυχισμένοι, για αυτό κι αισιόδοξοι.
Σύντομα η Γκρέις μένει έγκυος και το νέο μωρό αλλάζει τη δυναμική του ζευγαριού. Ο Τζάκσον παλιότερα δεν μπορούσε να πάρει τα χέρια του από πάνω της, τώρα την αποφεύγει. Την αφήνει μόνη για μέρες, ταξιδεύοντας για δουλειά (το πακέτο με τα προφυλακτικά στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του όμως, υποψιάζει για κάτι πολύ διαφορετικό) κι εκείνη ολοένα και σκοτεινιάζει στο τεράστιο, άδειο σπίτι. Καταρρέει όπως κι αυτό. Το μωρό δεν φτάνει να καλύψει τη μοναξιά της. Σταδιακά, η έλλειψη επαφής μετατρέπεται σε οργή, παράνοια, ψυχωτική συμπεριφορά.
Η Λιν Ράμσεϊ ξεκινά να κατασκευάσει μία ταινία για την επιλόχειο κατάθλιψη και την εύθραυστη γυναικεία ψυχική υγεία - τόσο αντικομφορμιστική, όσο κι η ηρωίδα της. Οπότε παίζει μεταξύ πραγματικότητας και σουρεαλιστικού παραμυθιού, νεύρωσης και φαντασίωσης. Η φωτογραφία των πλάνων της είναι πειραγμένη, η ατμόσφαιρα off, η κίνηση της κάμερας υποψιάζει ότι αυτό που βλέπουμε δεν συμβαίνει στ' αλήθεια. Aκόμα και τα τραγούδια του σάουντρακ χρησιμοποιούνται κόντρα (ρομαντικές μελωδίες σε σχιζοφρενικές λούπες) πλάθοντας την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα μίας ταινίας τρόμου. Ολα μετράνε αντίστροφα προς τη στιγμή που Ράμσεϊ θα ανεβάσει τη θερμοκρασία στα κόκκινα - με τη βία να δοκιμάζει τους συμβολισμούς της εικονογραφίας.
Το πραγματικά ασυγχώρητο όμως είναι η καθοδήγηση των ηθοποιών της. Τους δίνει λευκή κάρτα στην ντελιριακή σωματική διάσταση των ερμηνειών τους, σαν η μόνη οδηγία να είναι να επιδείξουν τα πιο ζωώδη τους ένστικτα με κάθε αφορμή. Η Λόρενς κυριολεκτικά αφηνιάζει, ενώ ο Πάτινσον εγκλωβίζεται στον αμήχανο αντικατοπτρισμό της. Κι ενώ μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν ζηλευτή (και σίγουρα είναι γενναία), το χαοτικό σενάριο που παραμένει ασύνδετο και ανακόλουθο των συναισθημάτων των ηρώων, δεν βοηθάει τη Λόρενς να κάνει κάτι πραγματικά σπουδαίο.
Και το χειρότερο: μία ταινία που θα έπρεπε να μιλάει ηχηρά για τα ταμπού της μητρότητας, με αυτό τον υπερβολικό τρόπο, καταλήγει να επιβεβαιώνει την περιγραφή της πατριαρχίας και τον όρο «γυναικεία υστερία».