Ο Μάικλ Γουίντερμπότομ είναι ένας από τους σκηνοθέτες που μπορείς να θαυμάσεις όχι μόνο για την κάθε του ταινία ξεχωριστά, αλλά για το γεγονός ότι με κάθε του νέα προσπάθεια δοκιμάζει κάτι διαφορετικό, τολμά να περάσει σε νέα μονοπάτια, αδοκίμαστα από τον ίδιο, σα να βαριέται γρήγορα ό,τι έχει δοκιμάσει. Στο «The Look of Love» επιστρέφει στο καλογυαλισμένο σινεμά, στήνοντας ένα πλούσιο, λεπτομερές, αχαλίνωτο σκηνικό χαμένος στα μπουντουάρ του θεατρικού πορνό της δεκαετίας του ’70.
Ήρωάς του είναι ο Πολ Ρέιμοντ, ο μεγαλοεπιχειρηματίας που, έχοντας έρθει απένταρος στο Λονδίνο από το Λίβερπουλ, δημιούργησε μια αυτοκρατορία από μπουλβάρ και στριπ κλαμπς, την οποία στην πορεία εμπλούτισε με περιοδικά (με κορωνίδα το soft πορνό Men Only) και με μια τετάστια ακίνητη περιουσία, κατακτώντας τον τίτλο του πλουσιότερου ανθρώπου στη Μεγάλη Βρετανία.
Βλέποντας την ταινία, οι λόγοι για τους οποίους ο Γουίντερμπότομ επέλεξε ως θέμα του την πραγματική προσωπικότητα του Πολ Ρέιμοντ γίνονται γρήγορα προφανείς. Κατ’ αρχήν, η περίοδος και το περιβάλλον του δίνουν την ευκαιρία να μεγαλουργήσει στα αναπαριστώντας τα κλαμπς, τις γυμνές χορεύτριες, τις camp φωτογραφήσεις, το κιτς μεγαλείο του... θεόγυμνου Λονδίνου του ’70. Φτερά και παγιέτες, πλατφόρμες, καμπάνες κι άφαντα μίνι, ψεύτικες βλεφαρίδες, κόκες και σαμπάνια συνθέτουν εικόνες που δε χορταίνεις να κοιτάς και που εύχεσαι να είχες ζήσει μέσα τους.
Από την άλλη πλευρά, ο Πολ Ρέιμοντ είναι ο ιδανικός ήρωας για μια άσκηση στη φιλοδοξία με στιλ και χιούμορ. Ο Γουίντερμπότομ, όπως και ο ήρωάς του, αντιμετωπίζουν το πορνό, τα κορίτσια του και τα έσοδά του με αγάπη και μια γλυκειά αθωότητα: μπορεί ο Ρέιμοντ να είναι άτεγκτος επιχειρηματίας, αλλά εκτιμά τον χώρο όπου κινείται, στον οποίο οφείλει την περιουσία του και ποτέ δεν του γυρίζει την πλάτη.
Ολη η μαγεία, ωστόσο, της ταινίας, εκτός από τα σκηνικά, τα κοστούμια και τη φωτογραφία της, επικεντρώνεται στον Στιβ Κούγκαν, τον οποίο τόσο σπάνια βλέπουμε σ’ έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στο σινεμά. Κι εδώ αφήνει το κωμικό του χειμαρρώδες ταλέντο να ξεχυθεί ελεύθερο, δημιουργώντας έναν προσεγμένο στην κάθε του λεπτομέρεια χαρακτήρα, οι μισές ατάκες του οποίου ανήκουν οπωσδήποτε στον ίδιον τον Κούγκαν. «Συμπαθώ ιδιαίτερα όλους τους Beatles, εκτός από τη Γιόκο Ονο» και άλλα τέτοια κυνικα΄αποφθέγματα χαρίζουν γενναιόδωρα το χαμόγελό τους στο θεατή.
Δίπλα στην Ανα Φριλ που υποδύεται την πρώτη σύζυγο του Ρέιμοντ και την πικάντικη, δίμετρη Τάμσιν Ετζερτον που κρατά το ρόλο της πρώην στρίπερ και δεύτερης γυναίκας του, η αληθινή αποκάλυψη του φιλμ είναι η Ιμοτζεν Πουτς. Στο ρόλο της Ντέμπι, της κόρης του Ρέιμοντ, καλόκαρδης, κακομαθημένης, ατάλαντης, σπαρακτικής, συνθέτει με ελαφρότητα ένα σύνθετο, ευάλωτο χαρακτήρα.
Σεναριακά το φιλμ δεν έχει ιδιαίτερα χαρίσματα, είναι συνεπές στην αφηγηματικότητά του και στην ολοκλήρωση του κύκλου μιας ιδιαίτερης προσωπικότητας, χωρίς ωστόσο να χειρίζεται την ιστορία του Πολ Ρέιμοντ με ιδιαίτερο περιεχόμενο ή στόχο. Απολαμβάνει, όσο και μεις που το βλέπαμε, τη βρετανική τρέλα, την παιχνιδιάρικη πρόθεση ανατροπής των πάντων, την έμφαση στο στιλ και την εκκεντρικότητα. Κι ο Μάικλ Γουίντερμπότομ το κάνει με τόσο κέφι, που μάς συμπαρασύρει στη διαδρομή του. Οταν (αν) κυκλοφορήσει το σάουντρακ, σπεύσατε!