Σκηνοθετημένο με τον αργόσυρτο, χαλαρό ρυθμό ενός κλασσικού γουέστερν περασμένο μέσα από το φίλτρο ενός «ευρωπαϊκού» σινεμά, το «Gold» αφηγείται μια ιστορία βγαλμένη από τον ίδιο τον ιστό της Αμερικής.
Βρισκόμαστε στα 1989 και η Εμιλι Μέγιερ, μια Γερμανίδα μετανάστης από το Σικάγο, συναντά στην μέση του πουθενά μια ομάδα συμπατριωτών της, που ετοιμάζονται να ταξιδέψουν ακόμη πιο μακριά, στην ανεξερεύνητη περιοχή του Ντόσον, εκεί που τα νερά του ποταμού κρύβουν την πιο μεγάλη υπόσχεση για πλούτο και ευτυχία, για μια καινούρια ζωή: Χρυσό.
Μόνο που φυσικά στην αληθινή ζωή, στην απειλητική ανοιχτή δύση και σε ένα γουέστερν των ημερών μας (πόσο μάλλον σε ένα γουέστερν που προβάλλεται σε ένα μεγάλο φεστιβάλ), η κατάκτηση της ευτυχίας και του πλούτου δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Ετσι το «Gold» θα καταγράψει με υπομονή (την όποια συχνά η ταινία απαιτεί κι από τον θεατή), και σχολαστικότητα την δύσκολη πορεία προς τα εμπρός, θέλοντας να δώσει σημασία και να μεγεθύνει στις αληθινές του διαστάσεις, κάθε εμπόδιο που θα αντιμετωπίσουν οι ήρωές του στην πορεία τους.
Ετσι οι πιονιέροι της ιστορίας μας, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν ατυχήματα και κινδύνους, ψυχολογικές και σωματικές κακουχίες, την άγρια φύση ή απλά την δική τους. Και από την ομάδα των ταξιδιωτών, η ταινία του Αρσλάν, θα επιμείνει στην κεντρική ηρωίδα του, μια γυναίκα που δεν έχει τίποτα να την κρατά πίσω και στον άντρα που φροντίζει τα άλογα και ο οποίος κρύβει ένα μυστικό, αν κρίνουμε από τους δυο οπλισμένους αγνώστους που τους ακολουθούν αναζητώντας τον.
Ομως το φιλμ, ακόμη κι αν ακολουθεί με πίστη τους κανόνες ενός γουέστερν, ακόμη κι αν κινηματογραφεί με συχνά θεαματικό τρόπο το αμερικάνικο τοπίο κι ακόμη κι αν δίνει την ευκαιρία στη Νίνα Χος (η πρωταγωνίστρια του «Βarbara» του Κρίστιάν Πέτσολντ) να χτίσει άλλον ένα αξιοπρόσεκτο χαρακτήρα, κυρίως μέσα από βλέμματα και σιωπές, δεν κατορθώνει να προσφέρει τίποτα καινούριο, ούτε στο κινηματογραφικό είδος που υπηρετεί, ούτε στην μυθολογία της Αμερικής.
Η αλήθεια είναι πως στην πορεία, η διαδρομή των ηρώων του φιλμ κατορθώνει να σε εμπλέξει, ο ρυθμός του φιλμ ακόμη κι αν μοιάζει με το περπάτημα ενός αργού κουρασμένου αλόγου, σε κερδίζει, όμως κανενός είδους κορύφωση δεν έρχεται, ακόμη κι όταν το σενάριο οδηγείται μοιραία εκεί.
Και όταν οι τίτλοι τέλους πέσουν, μπορεί να μην νιώθεις ακριβώς απογοητευμένος, αλλά η απορία για τον λόγο ύπαρξης μιας τέτοιας ταινίας και η θέση της στο διαγωνιστικό του Βερολίνου είναι το πιο έντονο συναίσθημα που απομένει.
Tags: berlinale 2013