Ξέρετε ποιο είναι το μυστικό συστατικό για ένα επιτυχημένο τραγούδι; Η αντιπαράθεση. Η αντίστιξη δύο πραγμάτων. Για παράδειγμα, το να βάλεις ένα μικρό παιδί σ' ένα δωμάτιο μαζί με έναν ψυχοπαθή νάνο. Να ανοίξεις την πόρτα για να μπει ο κλόουν πάνω στο μονότροχο ποδήλατο. Και να κάτσεις πίσω για να παρατηρήσεις τι θα γίνει...
Από την πρώτη στιγμή του «20.000 Days on Earth», o Nικ Κέιβ κουρδίζει τον τόνο αυτού του «ντοκιμαντέρ»: θα παρακολουθήσουμε κάτι που θα ακροβατεί ανάμεσα στη ευφάνταστη λογοτεχνική του ικανότητα να αποτυπώνει σε λέξεις, εικόνες και στίχους τις σκέψεις και τα συναισθήματα του (και να τα κάνει αυτόματα και δικά μας), στο δαιμονισμένο χιούμορ του και την αναμφίβολη σκοτεινιά του. Ο μετά-πανκ καλλιτέχνης, ο φύσει και θέσει noir ρομαντικός της μουσικής σκηνής των τελευταίων 30 χρόνων θα ξετυλίγεται, για 100 λεπτά και «a day in the life», μπροστά στα μάτια μας σε κάτι που δεν έχει καμία διάθεση να είναι μία αναλυτική ιστορική βιογραφία, αλλά μία λυρική βουτιά στο σύμπαν του, μία συναισθηματικής νοημοσύνης κατανόηση του έργου του. Μια βόλτα στην παραλία του Μπράιτον όπου ο Κέιβ φιλοσοφεί για τη ζωή, τα όνειρά και το δακρυσμένο ενδιάμεσο που γίνεται τραγούδι.
Οι Ιαν Φόρσαϊθ και Τζέιν Πόλακ είχαν πρόσβαση στον Κέιβ για να τον κάνουν να αισθανθεί ασφαλής και να ανοιχτεί με τόση αμεσότητα: τους είχε αναθέσει τα 14 μικρού μήκους making-of φιλμάκια που συνόδευαν την επανέκδοση των άλμπουμ με τους Bad Seeds. Η ονειρική κινηματογράφηση, η νουάρ φωτογραφία του Ερικ Γουίλσον και το εξαιρετικό μοντάζ του Τζόναθαν Αμος κουμπώνουν αβίαστα με το στιλ του Κέιβ, κάνοντας την ταινία να μοιάζει με κινηματογραφικό αποτύπωμα της μουσικής του. Η κάμερά τους τον ακολουθεί σε συνευρέσεις του με τον ψυχαναλυτή του (τον ερμηνεύει ο Βρετανός γνωστός λακανικός ψυχαναλυτής Ντάριαν Λίντερ), ένα εύρημα που μας βάζει κατευθείαν στην σκοτεινή καρδιά των τραγουδιών του, στη ρίζα της έμπνευσης αλλά και στη χιουμοριστική, αυτοσαρκαστική του φύση (η σχέση με τον πατέρα του, τα ναρκωτικά, η σωτηρία του από τη Σούζι, ο τρόμος που θα γινόταν ο ίδιος πατέρας των 14χρονων σήμερα δίδυμων αγοριών με τα οποία τρώει πίτσα και βλέπουν γελώντας τον «Σημαδεμένο»).
Οι πρόβες στο στούντιο του σπιτιού του μας συστήνουν στις ηχογραφήσεις του τελευταίου άλμπουμ, ενώ συναντήσεις με τον Γουόρεν Ελις ή η ξενάγησή μας στα Nick Cave Αρχεία (όπου έχουν αποθηκευτεί από παλιές οικογενειακές και σχολικές φωτογραφίες μέχρι τα τετράδια με τα στιχάκια του αλλά και τα ημερολόγιά του) ανασύρουν μνήμες από το παρελθόν. Οπως αυτή για τη φορά που ο Κέιβ έπαιξε ένα support για την Νίνα Σιμόν και γνώρισε και τις δύο πλευρές του εαυτού της: την τρομαχτική απότομη γυναίκα που ζήτησε κόκα, σαμπάνια και λουκάνικα στο καμαρίνι της, και τη θεότητα που μεταμορφώθηκε όταν ανέβηκε στη σκηνή, κόλλησε τη τσίχλα που μασούσε στο καπάκι του πιάνου κι άρχισε να παίζει δαιμονισμένα...
Οταν μας βάζει όμως στο αυτοκίνητό του για να περιηγηθεί στο Μπράιτον, στον ωκεανό που αποκαλεί πλέον σπίτι, τότε τον επισκέπτονται άλλοι φίλοι. Στο πίσω κάθισμα μπαίνουν, συμβολικά και κυριολεκτικά, οι σημαντικοί άνθρωποι από το παρελθόν του: από τον Μπλίξα (ο οποίος για πρώτη φορά αποκαλύπτει, ψύχραιμα και straight, τους λόγους του μουσικού τους διαζυγίου), μέχρι τον πεθαμένο πατέρα του (που «ερμηνεύει» ο Ρέι Γουίνστον) και την Κάιλι Μινόγκ, η οποία παραδόξως δίνει για αυτόν την πιο καίρια περιγραφή: «Οταν σε πρωτοείδα στη σκηνή - ψηλό, επιβλητικό και γεμάτο ηλεκτρισμένη ενέργεια, έμοιαζες με... δέντρο! Με ένα δέντρο από ταινία του Χίτσκοκ που το συγκλονίζει ο άνεμος...»
«Ζω για να παίζω πάνω στη σκηνή» εξομολογείται ο ίδιος. «Λίγο πριν δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Αλλά μόλις ανεβαίνεις στη σκηνή, κάτι συμβαίνει. Και μεταμορφώνεσαι στην πιο καλοκουρδισμένη, σωστή πτυχή του εαυτού σου... Κι αυτό, το έχω ανάγκη...»
Ισως να υπάρξουν κάποιοι που δεν ήταν ποτέ φαν αυτού του μουσικού ποιητή και θα θεωρήσουν την ταινία ως ναρκισιστική, πομπώδη φούσκα. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για αυτό (ή για αυτούς) - ο ίδιος μάλιστα παραδέχεται ότι έτσι είναι: «ήμουν πάντα ένας μεγαλoμανής μπάσταρδος». Οσοι όμως μεγάλωσαν με τα τραγούδια του, θα δεχτούν μία ενδοφλέβια ένεση συγκίνησης κατευθείαν στην καρδιά. Ειδικά όσο μας επιτρέπει, αυτός ο μεγαλομανής μπάσταρδος, να ακούμε κατευθείαν τις σκέψεις και το συναίσθημά του. Εκεί, μπροστά από τη θάλασσα.
Μου αρέσει τελικά που δεν καταλαβαίνω τα πάντα. Η έμπνευση για ένα τραγούδι παρουσιάζεται μπροστά σου σαν τις καμπούρες του Λοχ Νες. Εσύ μετά προσπαθείς να πείσεις ότι είδες όλο το τέρας. Περνάς χρόνια να εκπαιδεύεσαι να καταννοείς τη διαφορά του πραγματικού κόσμου και της φαντασίας σου. Κι αυτού του γοητευτικού ενδιάμεσου, φτιαγμένου από αγάπη, δάκρυα, απύθμενη χαρά. Εκεί κατοικούν τα τραγούδια. Μια μέρα θα σας αφηγηθώ πώς να...
Tags: berlinale 2014