Industry

Αγαπημένο μου ημερολόγιο, ο Γιώργος Τζιώτζιος...

στα 10

Εχει περάσει ένας χρόνος κι ο Γιώργος Τζιώτζιος λείπει, απλώς, περισσότερο. Αντί άλλης αναφοράς, σκεφτήκαμε να βάλουμε εδώ ένα δικό του κείμενο, για μια πολύ αγαπημένη του ταινία. Ετσι δε χρειάζεται να μιλήσουμε εμείς για την αγάπη του για το σινεμά, την εξυπνάδα και το χιούμορ του, το κάνουν τα δικά του λόγια.

Flix Team
Αγαπημένο μου ημερολόγιο, ο Γιώργος Τζιώτζιος...

Να διαβαστεί νύχτα

Τι να πω σ’ αυτούς που μου λένε «είσαι πολύ εγκεφαλικός, δεν είσαι καλός θεατής» (όπως εκείνοι, εννοούν); Να τους απαντήσω ότι κλαίω εύκολα; Ομως αυτοί δε μιλάνε για συγκινήσεις, μιλάνε για το «φυσιολογικό» θαυμασμό μπροστά σ’ ένα θέαμα που ξεπερνάει το φυσιολογικό. Εγώ, πάντως, δεν κατάλαβα ποτέ γιατί θα έπρεπε να με συγκινεί το «μεγάλο θέαμα» περισσότερο από μια μικρή, προσωπική ταινία. Αυτό που μένει είναι ότι «μπαίνω» σ’ όλες τις ταινίες που μου δείχνουν την είσοδο και, όταν μπω, το μόνο θέαμα που μ’ αγγίζει είναι αυτό που συμβαίνει στο εσωτερικό τους. Από κείνη τη στιγμή, όλα είναι θέαμα.

Αλλωστε, το σινεμά δεν είναι μια τεχνική έκθεσης εικόνων, είναι μια τέχνη του να δείχνεις. Και το να δείξεις, απαιτεί μια κίνηση, μια χειρονομία που υποχρεώνει κάποιους άλλους να δουν, να κοιτάξουν. Χωρίς αυτήν την κίνηση, δεν υπάρχει σινεμά, υπάρχει απλά εικονογράφηση. Αν, λοιπόν, κάτι κάνει μια ταινία να «υπάρχει», δεν είναι ότι συνάντησε το μεγάλο κοινό, είναι ότι δε θα γινόταν ποτέ αν δεν είχε έναν τουλάχιστον παραλήπτη. Αυτό που γεννάει μια ταινία είναι η ανάγκη του διαλόγου, ενός διαλόγου που μπορεί να φτάσει σ’ ένα μάξιμουμ από παραλήπτες ταυτόχρονα. Οι ταινίες είναι σαν μπουκάλες στη θάλασσα: δε θα ήταν εκεί, αν δεν υπήρχε κάποιος ή κάποιοι στους οποίους απευθύνονται. Μπορείτε να τις δείτε και σαν παρτίδα τένις: κάθε φορά που κάποιος σερβίρει, είμαστε υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουμε το μπαλάκι, και αν μπορούμε, να το στείλουμε πίσω (η κινηματογραφοφιλία είναι φυσική άσκηση κι ο ιδανικός σινεφίλ είναι ένα είδος Τζίμι Κόνορς).

Θέλετε κι άλλο; Οι ταινίες που έχουν κάτι να πουν για το «θέαμα της ζωής», είναι σαν τις καρτ-ποστάλ. Μπορούν να τις διαβάσουν και οι ταχυδρόμοι και οι κουτσομπόληδες της πολυκατοικίας, μόνο οι παραλήπτες όμως μπορούν ν’ αποκωδικοποιήσουν το μήνυμά τους, να νιώσουν τι σημαίνουν πραγματικά. Ορίστε μια ωραία μεταφορά για το σινεμά: όλα είναι ορατά απ’ όλους, μόνο που αυτοί που το «επιθυμούν», βλέπουν «άλλα πράγματα».

Συμπέρασμα 1ον: Οταν ξεκινάς από κάτι προσωπικό, έχεις περισσότερες πιθανότητες να επικοινωνήσεις με κάποιους, ενώ όταν κυνηγάς διαρκώς το «μεγάλο κοινό», κινδυνεύεις να βλέπεις μόνο τον... κώλο του (με το συμπάθειο). Συμπέρασμα 2ον: Η κινηματογραφοφιλία είναι μια «ευλογημένη τρέλα», της οποίας το βασικό σύμπτωμα είναι πως αυτός ο κόσμος είναι ήδη ένας «άλλος κόσμος». Γιατί, ξέρετε, υπάρχουν θεατές που εκπροσωπούν τα συμφέροντα της αίθουσας απέναντι στην ταινία (είναι αυτοί που πήγαν να «αδειάσουν» ένα δίωρο) και θεατές που εκπροσωπούν τα συμφέροντα της ταινίας απέναντι στην αίθουσα (αυτοί που πήγαν να «γεμίσουν» το ρεζερβουάρ).

Ο θεατής έχει δύο επιλογές: μια ακίνητη (αιχμάλωτος της πολυθρόνας του: ορατότητα περιορισμένη) και μια κινούμενη (αιχμάλωτος των εικόνων: ορατότητα ελεύθερη). Η πρώτη υποτάσσεται στα συλλογικά συμφέροντα του κοινού, η δεύτερη τον παρασύρει σε μια κούρσα πίσω απ’ τη σκιά του. Στην πρώτη περίπτωση, η ταινία παρελαύνει μπροστά του, στη δεύτερη παρελαύνει ο ίδιος μέσα στην ταινία. Στην πρώτη βγαίνει απ’ το σινεμά «πιασμένος», στη δεύτερη εξουθενωμένος αλλά ευτυχής (η φυσική άσκηση που σας έλεγα). Ο αληθινός σινεφίλ δε μιλάει ποτέ στη διάρκεια μιας ταινίας (άλλωστε, βρίσκεται «αλλού»), είναι πάντα έτοιμος ν’ αφηγηθεί αυτό που είδε και να το συγκρίνει μ’ αυτό που είδαν οι άλλοι και μπορεί να δει μια ταινία ολομόναχος σε μια άδεια αίθουσα. Παράλληλος ταξιδιώτης, ποτέ με γκρουπ, μακριά από τον τουρισμό. Το μεγάλο του όνειρο είναι ν’ αγνοεί τα πάντα για μια ταινία και, ξαφνικά, να πέφτει επάνω της (καλύτερα: να πέφτει επάνω του), όπως σκοντάφτουμε , μοιραία, μπροστά στους μεγάλους έρωτες.

Εζησα αυτό το όνειρο πριν από ένα μήνα και μπορώ να σας το περιγράψω. Στην αρχή, μοιάζει με εφιάλτη. Ξυπνάς βρίζοντας στις εφτά, πίνεις στα γρήγορα έναν καφέ (θα’πρεπε να είχε προηγηθεί ένα ποτήρι νερό, αλλά αυτό το μαθαίνεις λίγο αργότερα) και τρέχεις να δεις μια ταινία με την τσίμπλα στο μάτι. Μετά από δύο ώρες, ενώ θα’ πρεπε να χασμουριέσαι ακόμα, είσαι καινούριος άνθρωπος. Βγαίνεις απ’την αίθουσα ανάλαφρος, λυτρωμένος, όπως μετά από τις ιδεώδεις διακοπές. Τα μάτια σου έχουν καθαρίσει, όχι μόνο απ’ το ξενύχτι της προηγούμενης, αλλά απ’ όλες τις άχρηστες εικόνες που έχεις δει τους τελευταίους μήνες.

-Μα τι είδες επιτέλους, άνθρωπέ μου;

-Μια ταινία ευφορική, που αρπάζει τη ζωή όπως έρχεται, στον αέρα και σου τη χαρίζει απλόχερα, την ίδια στιγμή που οι περισσότεροι πασχίζουν να δώσουν λίγη ζωή σε άψυχες κατασκευές. Μια ταινία που δείχνει στον καθένα ότι το σινεμά είνα απλό, εφικτό, εύκολο, όταν υλικό του είναι η πυκνότητα της ύπαρξης. Μια ταινία ελεύθερη, γενναιόδωρη, αστεία, συγκινητική, αφοπλιστική, που αντλεί την ενέργειά της απ’την καρδιά της εικόνας κι όχι απ’τη λατρεία του κάδρου, μια ταινία όπου όλα είναι ζωή και σινεμά ταυτόχρονα κι όπου τα σημαντικά πράγματα μπαίνουν στο κέντρο για να τα δούμε καλύτερα.

-Μπορούμε να μάθουμε κι εμείς περί τίνος πρόκειται;

-Α, ναι, με συγχωρείτε, παρασύρθηκα. Το «πρόσωπο» ονομάζεται Νάνι Μορέτι και η ταινία Caro Diario.

-Ναι, αλλά δε μας είπες τίποτα γι’ αυτήν.

-Εχετε δίκιο, κράτησα μόνο τα επίθετα και άφησα τα ουσιαστικά για το χειμώνα, όταν, με το καλό, θα προβληθεί. Βλέπετε, το δισέλιδο τελειώνει, κοντεύει να ξημερώσει Δευτέρα, αρχίζω να ξαναβλέπω το όνειρο και λέω να πάω για... Νάνι. Καληνύχτα σας και μην ξεχνάτε: Ενα ποτήρι νερό κάθε πρωί. Στο κάτω-κάτω, δεν έχετε τίποτα να χάσετε. Γιώργος Τζιώτζιος

Το παραπάνω κείμενο είναι ένα editorial του Γιώργου Τζιώτζιου στο Περιοδικό Σινεμά του Ιουλίου ’94. Ο Γιώργος Τζιώτζιος ήταν ο ιδρυτής του Περιοδικού Σινεμά, των Νυχτών Πρεμιέρας, διανομέας (Προοπτική, Odeon, Playtime, Word of Mouth, Nutopia) και πεισματικός σινεφίλ.