Γεννημένη από πατέρα τζογαδόρο, η Νίκη μεγαλώνει κυριολεκτικά στο τραπέζι του πόκερ. Με μοναδική κληρονομιά από την απούσα μητέρα της το «Χάρισμα», έναν ψεύτικο μπλε παπαγάλο που φέρνει γούρι, μοιάζει να έχει την τύχη με το μέρος της. Οταν όμως ένα πιτσιρίκι θα κερδίσει (κλέβοντας) στα χαρτιά τον παπαγάλο της, τα πάντα θα αλλάξουν προς το χειρότερο. Χρόνια αργότερα η Νίκη κι εκείνος ο πιτσιρίκος θα συναντηθούν ξανά. Αυτή είναι η κινητή προσωποποιήση της γκαντεμιάς κι εκείνος ο «Αδιαβροχος», παγκόσμιος πρωταθλητής του πόκερ. Θέλοντας να πάρει πίσω το χάρισμα, θα αποφασίσει να τον αντιμετωπίσει σε μια τελική παρτίδα, που όμως δεν θα περιοριστεί στο τραπέζι του πόκερ.

Υπάρχει μια βασική παρεξήγηση για το είδος εκείνο του σινεμά που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε με τον πολύ πλατύ όρο «ρομαντική κομεντί»: Υπάρχουν πολλοί που το θεωρούν κατώτερο, ασήμαντο, εύκολο, όταν στην πραγματικότητα απαιτεί αξιοθαύμαστα λεπτούς σκηνοθετικούς χειρισμούς, εξαιρετικό timing και απόλυτο συγχρονισμό ηθοποιών, ατάκας συναισθήματος, σοβαρότητας και κωμωδίας.

Αν μάλιστα όπως στην περίπτωση του «Poker Face», εκτός από την ρομαντική πλευρά ενός μετ εμποδίων (ή καλύτερα, μπλόφας) έρωτα, το ζητούμενο είναι να ειπωθεί και κάτι που στην ουσία είναι μια ιστορία συναισθηματικής και προσωπικής ενηλικίωσης, τότε είναι σαφές ότι ο οι στόχοι είναι πιο δύσκολοι και ενδιαφέροντες.

Οταν τους πετυχαίνει, το «Poker Face» βγάζει άσσο από το μανίκι. Υπάρχουν σκηνές που μοιάζουν με απολαυστική παρτίδα χαρτιών, μια παρτίδα όμως που αντί να κρατάς τα χαρακτηριστικά σου όσο πιο ανέκφραστα μπορείς (αυτό που λέμε poker face), δεν μπορείς παρά να χαμογελάς.

Το σενάριο γνωρίζει τα απαραίτητα υλικά αυτής της μαγικής συνταγής και δείχνει να ξέρει καλά τον κόσμο και την ψυχολογία των ανθρώπων που κυνηγούν την τύχη στο τραπέζι του πόκερ, όμως υπάρχουν πράγματα που δεν λειτουργούν στην οθόνη τόσο καλά όσο πιθανότατα το έκαναν στο χαρτί.

Οπώς και στο πόκερ άλλωστε, ακόμη κι αν το φύλλο στο χέρι σου είναι καλό, δεν παύεις να εξαρτάσαι από το χαρτί που θα πέσει στο τραπέζι και κυρίως από τον τρόπο που θα κάνεις του συνδυασμούς σου.

Στην περίπτωση του φιλμ, αν κι όλο υποσχέσεις, το «φύλλο», δεν κερδίζει πάντα την παρτίδα. Από το αμήχανο voice over, μέχρι την χημεία του πρωταγωνιστικού ζευγαριού που δεν είναι σχεδόν ποτέ όσο σπινθηροβόλα θα περίμενες και από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες που (με εξαίρεση τον θαυμάσιο Αντώνη Καφετζόπουλο) μάλλον υπονομεύουν παρά βοηθούν τον ρυθμό, το «Poker Face» δεν είναι χωρίς προβλήματα.

Και δυστυχώς οι ερμηνείες είναι ένα από τα βασικά, με την Ευη Σαουλίδου να βρίσκει μόνο σποραδικά την μαγική ισορροπία σε έναν χαρακτήρα που είναι μαζί άτσαλος και γοητευτικός και τον Αλκη Κούρκουλο να υποδύεται σχεδόν μονολιθικά τον Αδιάβροχο, με κύρια χαρακτηριστικά τη μπάσα φωνή κι ένα σχεδόν μόνιμο σαρδόνιο χαμόγελο.

Ακόμη κι έτσι όμως, το «Poker face» δεν παύει να είναι μια ευπρόσωπη, συχνά διασκεδαστική κομεντί, σκηνοθετημένη με σιγουριά που όμως μοιάζει λίγο με χαμένη ευκαιρία. Σαν μια παρτίδα πόκερ που το καλό σου φύλλο στο χέρι, δεν έκανε το flush που έμοιαζε να υπόσχεται...