Ο ισραηλινός σκηνοθέτης του «Policeman» και του «The Kindergarden Teacher» (που πρόσφατα είδαμε το αμερικάνικο ριμέικ του), στις αρχές της δεκαετίας των ‘00ς, έφυγε από την χώρα του, θέλοντας να ξεφύγει από την «τρέλα» που σήμαινε ή ζωή στο Ισραήλ και σε μια κουλτούρα που ορίζεται από μερικές πολύ συγκεκριμένες σταθερές. Κατέληξε στο Παρίσι, δίχως χρήματα, δίχως φίλους, αποφασισμενος να ξεχάσει τη γλώσσα του και να μάθει γαλλικά με την βοήθεια ενός λεξικού που κουβαλούσε πάντα μαζί του.
Την ίδια ακριβώς πορεία ακολουθεί κι ο ήρωάς του Γιοάβ, ένας νεαρός ισραηλινός που φτάνει νύχτα στην «πόλη του φωτός» και το πρώτο του βράδυ κάποιος του κλέβει όλα τα (ελάχιστα) υπάρχοντά του, αφήνοντας τον γυμνό και ημιθανή από το κρύο σε ένα άδειο διαμέρισμα. Θα σωθεί από το ζευγάρι του από πάνω ορόφου, δυο πλουσιόπαιδα με περισσότερα χρήματα απ΄όσα χρειάζονται και κάπου εκεί η επαφή της ταινίας με μια λογική κανονικότητα θα χαθεί.
Φορώντας ένα εντυπωσιακό παλτό, (αλλά βγάζοντας το συχνά, όπως κι όλα τα ρουχα του με κάθε ευκαιρία), φέρνοντας στον νου κάτι από την ενέργεια ενός νεαρού Ζαν Πολ Μπελμοντό, ο Γιοάβ θα βυθιστεί σε μια σχεδόν σουρεαλιστική εκδοχή της ζωής στο Παρίσι, αρνούμενος να την δει με τα μάτια ενός τουρίστα, αλλά και να αφήσει πίσω την χώρα του αφού θα βρει δουλειά ως security στο ισραηλινό προξενείο.
Στην διάρκεια των 127 λεπτών της ταινίας θα μπλέξει σε καυγάδες, θα χτίσει ένα αλά «Ζιλ και Τζίμ» μα εξαιρετικά αδιάφορο ερωτικό τρίγωνο με τους σωτήρες του, θα αναγγείλει την Μασσαλιώτιδα σε μια τάξη προετοιμασίας για την απόκτηση της γαλλικής υπηκοότητας, θα πεινάσει, θα γδυθεί και θα ποζάρει για έναν μάλλον γλοιώδη καλλιτέχνη, θα συναντήσει τον πατέρα του, θα παντρευτεί και θα αφηγηθεί ξανά και ξανά ιστορίες από την προηγούμενη ζωή του, θα τις χαρίσει και θα τις πάρει πίσω, θα χορέψει το «Pump Up The Jam» μασουλώντας ένα καρβέλι ψωμί πάνω σε ένα μπαρ, θα προκαλέσει χάος στην είσοδο του προξενείου, θα μας μιλήσει ξανά και ξανά για την ιστορία του Εκτορα και του Αχιλλέα αλλά και για ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε.
Ελάχιστα από αυτά τα επεισόδια από την ζωή του βρίσκουν πραγματικά την ηχώ που φιλοδοξουν να έχουν σε ένα φιλμ που θέλει να μιλήσει ανάμεσα σε άλλα για την αληθινή φύση της πατρίδας, την δηλητηριώδη ασθένεια του εθνικισμού, την ανάγκη να ανήκεις, τις διαψευσμένες ελπίδες, τον κόσμο που χτίζεις στο μυαλό σου σε αντίθεση με αυτόν που συναντάς στην καθημερινότητα.
Μόνο που σε αυτή την επαναληπτική, άνευρη και σχεδόν εξουθενωτική ταινία που επιμένει να αναζητά άδικα «συνώνυμα» της νουβέλ βαγκ, όλες οι ενδιαφέρουσες ιδέες πέφτουν θύματα μιας αφήγησης που αδυνατεί να βρει τον σωστό τόνο ανάμεσα στην παρωδία και την σοβαρότητα και δεν κατορθώνει παρά την περιπετειώδη της διάθεση να πάει τις ιδέες του και την προβληματική της πέρα από το πεδίο του εξαιρετικά προφανούς.