«Μια μέρα όλοι οι άνθρωποι αποκοιμήθηκαν. Και οι φράχτες όλοι της γης πήραν φωτιά». Με αυτό το voiceover ξεκινά η ταινία της Κολομβιανής Λάουρα Μόρα (γνωστής στη χώρα μας μόνο από την φεστιβαλική παρουσίαση της ταινίας της «Ο Χεσούς Πρέπει να Πεθάνει» το 2017 στη Θεσσαλονίκη), πάνω από τα πλάνα ενός έξαφνα νομίζεις εγκαταλειμμένου Μεντεγίν, με τα φώτα της αυγής να περιμένουν ναπάρουν τη σκυτάλη από τους φανοστάτες, κι έναν ημίγυμνο έφηβο ξαπλωμένο στη ράχη ενός άσπρου αλόγου.

Τα λυρικά πλάνα θα διαδεχθούν γρήγορα, κοφτά και ορμητικά εικόνες συμπλοκών με ανήλικες συμμορίες στους ίδιους δρόμους, και τριών έφηβων να διαφεύγουν τρικάβαλο σ’ ένα ποδήλατο, για να συναντήσουν στη συνέχεια τα άλλα δύο φιλαράκια τους. Είναι μια τυπικά αδυσώπητη καθημερινότητα για την παρέα των πέντε ορφανών ή/και αστέγων, που διαβιώνουν μέσα στη βία εμπορευόμενοι παλιοσίδερα,όποτε φυσικά δεν τους διώχνουν οι «ανταγωνιστές». Μέχρι που ο ένας, ο Ρα, λαμβάνει ένα κρατικό γράμμα, μια πιστοποίηση που κατοχυρώνει το ιδιοκτησιακό του δικαίωμα στη γη των προγόνων του, την οποίαείχαν υφαρπάξει παραστρατιωτικές ομάδες από την οικογένεια δεκαετίες πριν. Με την προοπτική να αποκτήσει επιτέλους μια στέγη, μαζεύει τους φίλους, και μαζί ξεκινούν - με το ίδιο σαραβαλιασμένο ποδήλατο! - για το χωριό της μακαρίτισσας γιαγιάς του, σε αναζήτηση του «σπιτιού» που κληρονόμησε.

Οπως ο σκληρός ρεαλισμός διαδέχεται την ποιητική υπέρβαση στα πρώτα πλάνα, έτσι και ολόκληρο το φιλμ κινείται ανάμεσα στα κοντράστα. Τα αγόρια ζουν μέσα στην πολύ αληθινή βαρβαρότητα, όμως ονειρεύονται διαρκώς ένα επιεικέστερο έστω μέλλον. Είναι δεμένα και αλληλέγγυα, αν και αυτό δεν ακυρώνει τις συχνές μεταξύ τους τριβές. Η ύπαιθρος μοιάζει γαλήνια και ειρηνική, όμως κρύβει αθέατουςκινδύνους, χειρότερους ίσως από τού Μεντεγίν. Το πορνείο που θα τους φιλοξενήσει για μια νύχτα αντιπροσωπεύει τη στέγη που πάντα έψαχναν, αλλά οι μητρικές φιγούρες τους προειδοποιούν για τον θάνατο που παραμονεύει παντού. Το ηλικιωμένο ζευγάρι θα τους κατατοπίσει για την ιδιοκτησία της γιαγιάς, τι γίνεται όμως μέσα στο δικό του σπίτι; (η πιο ανατριχιαστική σκηνή της ταινίας).

Η Μόρα συντονίζει έξυπνα την στιλιστική παλινδρόμηση, που γίνεται και ουσιαστική με το οργανικό της δέσιμο με το θέμα (τέκνα της Κολομβίας παγιδευμένα στο αιματηρό παρελθόν της χώρας - ανάμεσα στην κληρονομημένη κτηνωδία και την ελπίδα για οτιδήποτε συμφιλιωτικό, στον πόλεμο και την ειρήνη, στην ένδεια και το κεραμίδι, στο πεζό και το μεταφυσικό), χωρίς, ωστόσο, να αποφεύγει αφενός τηνεπαναληπτικότητα, που οδηγεί στην ανακύκλωση του προφανούς, και αφετέρου (και κατά συνέπεια) τους δραματικά περιττούς πλατειασμούς. Παρά την μόνιμα μπροστινή της κίνηση, που άλλωστε υπηρετεί κάθε συνεπές road movie, η ταινία «καθυστερεί» αναίτια τόσο στον δρόμο όσο και στους κατά τόπους σταθμούς της. Μολαταύτα, δεν παύει να συνιστά μια ευαίσθητη και αισθητικά ενδιαφέρουσα ματιά στα καταφρονημένα παιδιά που κατάφεραν, μέσα στο ατέρμονο σκοτάδι, να νιώσουν έστω για λίγες μέρες «βασιλιάδες του κόσμου».