Στα 1968, η διασκευή του μυθιστορήματος «Ο Πλανήτης των Πιθήκων» του Πιέρ Μπουλ από τον Φράνκλιν Σάφνερ έφερε έναν αέρα φρεσκάδας στο σινεμά φαντασίας χάρη στο συναρπαστικό παιχνίδι του με τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών, το έξυπνο φλερτ με το χωροχρονικό παράδοξο και, φυσικά, τις τότε τεχνικές της επιτεύξεις, με πρώτη το ριζοσπαστικό για την εποχή τεχνητό μακιγιάζ. Την επιτυχία έμελλε να ακολουθήσουν τέσσερα χαμηλότερου επιπέδου σίκουελ, βραχύβιες τηλεοπτικές σειρές και καρτούν, ένα συμπαθέστατο (ελεύθερο) ριμέικ από τον μεγάλο φαν της μυθολογίας Τιμ Μπάρτον το 2001 και, τη δεκαετία του 2010, μια επιτυχημένη τριλογία-αναβίωση του φραντσάιζ, δουλεμένη ως προοίμιο στον αρχικό μύθο, που«φαντάζεται» την προέλευση των ανθρωπίδων και την αφετηρία της στασιαστικής δράσης τους στα σημερινά χρόνια.
Μια επταετία μετά την ολοκλήρωση εκείνης της τριλογίας με το «Ο Πλανήτης των Πιθήκων: Η Σύγκρουση», ο μύθος επανέρχεται, τοποθετημένος τώρα πολλές γενιές μετά, πάντως πριν τον χρόνο δράσης του πρωτότυπου φιλμ του Σάφνερ (34 ος μ.Χ. αιώνας). Εδώ οι πίθηκοι όντως βασιλεύουν, υπό την ηγεσία του Πρόξιμους, που θεωρεί εαυτόν διάδοχο του θρυλικού γενάρχη τους, Καίσαρα, και διαστρεβλώνει τις διδαχές του για να αφανίζει το ανθρώπινο είδος, που ζει πλέον κυνηγημένο και σε ένδεια, και για να υποδουλώνει άλλες φυλές πιθήκων με πρόσχημα την ένωση και την κυριαρχία όλων των πιθηκοειδών στον πλανήτη Γη.
Ο Νόα, γόνος της ειρηνικής φυλής του Αετού, γλιτώνει από μια έφοδο των πολεμιστών του Πρόξιμους, αλλά γίνεται μάρτυρας της σφαγής του πατέρα του και του φύλαρχού τους, της καταστροφής του χωριού και της αιχμαλωσίας της μητέρας του και όλων των συντρόφων του. Αποφασισμένος να τους βρει, θα ξεκινήσει ένα παρακινδυνευμένο ταξίδι μέσα στη ζούγκλα, παρέα με έναν γερο-σοφό ουρακοτάγκο που συναντά στον δρόμο και μια φοβισμένη αρχικά, αλλά έξυπνη και δυναμική όπως θα αποδειχθεί, γυναίκα.
Θα διαπιστώσουμε πως, όπως και ο Νόα, ο πίθηκος, έτσι και η Μέι, ο άνθρωπος, έχει τα δικά της σχέδια για το μέλλον του είδους της. Η ταινία βάζει το θέμα πόσο συμβατά μπορούν να είναι αυτά τα σχέδια, συνεπώς πόσο ειρηνική η συνύπαρξη ανάμεσα στα «είδη», αρκεί φυσικά να μην καταπατά το ένα την ελευθερία του άλλου και όλα τα κακοποιά, μεγαλομανή, τυραννικά στοιχεία να έχουν ήδη εξαλειφθεί. Παραβολή που επικαιροποιεί εύστοχα τον ήδη και μόνιμα επίκαιρο μύθο, αλλά είναι προφανής και δεν εξερευνά τις ηθικές πτυχές του ζητήματος (ίσως το δούμε στα επόμενα κεφάλαια, μιας και προβλέπεται κι εδώ τριλογία).
Πάντως, αν και λιγότερο σκοτεινός από τον Ματ Ριβς των δύο προηγούμενων «Πλανητών», ο Γουές Μπολ, ο σκηνοθέτης της τριλογίας του «Λαβύρινθου», στέκεται στο ύψος της σύγχρονης αναβίωσης, χειρίζεται δημιουργικά το CGI, που δένει οργανικά με τους χτισμένους με επάρκεια χαρακτήρες, και μετρά με προσοχή τις εντάσεις και τα κρεσέντα στη δράση, παρά την κατά τόπους δυσκινησία στους αφηγηματικούς ρυθμούς.