Ο πάτερ Μορίς, Αμερικανός ιερέας στη Ρώμη, βλέπει την ήρεμη ζωή του να αναστατώνεται όταν τον καλούν να τελέσει εξορκισμό στην Τζουντίτα, μια ευτραφή κυρία που υποφέρει εδώ και λίγες ώρες από… δυσπεψία και μιλά με ανδρική φωνή. Ο Μορίς εξορκίζει πράγματι το δαιμόνιο, που όμως θα αποδειχθεί κάθε άλλο παρά σατανικό. Είναι ένα διαβολάκι σκανδαλιάρικο και αφελές που θα γίνει σκιά του άμοιρου ιερέα, διψασμένο να μάθει τα πάντα για τον επίγειο βίο και, από τη στιγμή που γνωρίζει την όμορφη Νίνα και μετά, τις χαρές του έρωτα.

«Από πού πάνε στον σταθμό;».

«Η Γκλόρια είμαι, ξέχασα την άδεια οδήγησης πάνω στο τραπέζι, δίπλα στα φρούτα».

«Εννέα!».

Είναι οι τρεις ατάκες που ο διαβολάκος αρπάζει τυχαία και εκτοξεύει αδιακρίτως στη διάρκεια του φιλμ –οι ίδιες που έκαναν τον υπογράφοντα να χαχανίζει προ 30ετίας όταν το είχε πρωτοδεί στις αίθουσες. Αδιακρίτως και τις πιο άκυρες στιγμές, κάτι που αποθεώνει ην απειλή προς κάθε κοινή ανθρώπινη λογική, αποδεκτή κοινωνική συνθήκη και προδιαγραμμένη μοίρα.

Αυτές οι χαρακτηριστικές ατάκες και κάποιες απολαυστικές σεκάνς -όπως το τραπέζι του δείπνου με τους ιερωμένους όπου ο διαβολάκος εξηγεί πώς μπήκε στην Τζουντίτα και αναγκάστηκε να μείνει μέσα της τρεις μέρες! –δίνουν το αναρχίζον στίγμα και τις απορρυθμιστικές προθέσεις του Ρομπέρτο Μπενίνι στην τρίτη μεγάλου μήκους σκηνοθετική δουλειά του και την πρώτη που τον έκανε ευρύτερα γνωστό στην Ευρώπη (και μόνο εκεί· παρά την αναγνωρισιμότητά του μετά το «Στην Παγίδα του Νόμου» του Τζάρμους και την επανασυνεργασία του εδώ με τους αδελφούς Λιούρι των Lounge Lizards, τον Τζον στο καστ και τον Έβαν στη μουσική, ή την κεντρική παρουσία του Γουόλτερ Ματάου, η ταινία δεν προβλήθηκε ποτέ στις ΗΠΑ).

Ομως σε τούτα τα γκαγκς των λογοπαιγνίων και των παρανοήσεων περιορίζεται τελικά και το σενάριο όλο. Που μπορεί να ξεκινά από μια εξαιρετική ιδέα ανατροπής της χριστιανικής μεταφυσικής (και μάλιστα της αυστηρότερης ρωμαιοκαθολικής εκδοχής της) δια της μπουφονικής φιγούρας ενός άκακου, αδαή, «αναμάρτητου» δαίμονα, όμως αρθρώνει τον λόγο του το ίδιο παραληρηματικά με τον ομότιτλο πρωταγωνιστή του, ενώ τον συμπρωταγωνιστή παπά, το γνήσια κωμικοτραγικό πρόσωπο της ιστορίας, τον αμελεί εντελώς, ειδικά στο δεύτερο, πολύ πιο αδύναμο μισό αυτής της ενίοτε διασκεδαστικής, αλλά μονίμως ασυμμάζευτης φάρσας.