Ο άθλος του ιταλικού νεορεαλισμού παραμένει μοναδικός, πράγματι. Κανένα άλλο κίνημα στην ιστορία της τέχνης δεν κατάφερε να συμβιβάσει με τέτοια τόλμη και αποτελεσματικότητα δύο τόσο αντιθετικές τεχνοτροπίες όσο ο ρεαλισμός, που επιτάσσει το μέγιστο δυνατό πλησίασμα καταστάσεων πραγματικών, και το μελόδραμα, που στοχεύει στην κατά δύναμιν διόγκωσή τους. Το κατόρθωσαν οι πρωτομάστορες, Ντε Σίκα, Ροσελίνι και Ντε Σάντις, το συνέχισαν οι μεταμοντέρνοι επίγονοι σε όλο το πρώιμο έργο τους -Βισκόντι, Αντονιόνι, Μπολονίνι, Παζολίνι.
Από τότε κι εδώ, ελάχιστοι είναι οι Ιταλοί μελοδραματοποιοί που στέκονται αντάξιοι της παράδοσης χωρίς να καταπίνονται από το οπερατικό γονίδιο ή το μεσογειακό ταμπεραμέντο τους. Οι Ντίνο Ρίζι, Έτορε Σκόλα και Λουίτζι Κομεντσίνι, αν και άνισοι μέσα στην υπερπαραγωγικότητά τους, έβρισκαν ενίοτε τη χρυσή τομή. Περισσότερο απ’ ότι ο Τζουζέπε Τορνατόρε αργότερα, λιγότερο απ’ ότι ο Εμενουέλε Κριαλέζε –μια καλή περίπτωση- τα τελευταία χρόνια. Και, πάντως, απείρως ακριβέστερα απ’ ότι ο Σέρτζιο Καστελίτο τώρα.
Δημοφιλής ηθοποιός (ήταν μάλιστα ο «Aνθρωπος των Aστεριών» του Τορνατόρε) που έγινε διεθνώς γνωστός και ως σκηνοθέτης το 2004 με τη δεύτερη ταινία του, τη συμπαθή μέσα στο υπερστλιζάρισμα και τους συναισθηματισμούς της ρομαντζάδα «Μείνε ακίνητη», ο Καστελίτο σκιαγραφεί εδώ την τριαντάρα Φορτουνάτα, μια γυναίκα που δεν είχε ποτέ την τύχη που της υποσχέθηκε το όνομά της. Ορφάνεψε μικρή, παντρεύτηκε νέα. Τώρα βρίσκεται σε διάσταση με τον άντρα της, έναν άξεστο σεκιουριτά που την επισκέπτεται συχνά, την κακοποιεί λεκτικά και σωματικά και την απειλεί πως θα της πάρει το παιδί. Την 8χρονη, δυσπροσάρμοστη Μπάρμπαρα, την οποία η Φορτουνάτα αναγκάζεται να σέρνει καθημερινά από παιδικούς σταθμούς σε σπίτια γνωστών και ιατρεία ψυχολόγων, καθώς η ίδια βιοπαλεύει ως κατ’ οίκον κομμώτρια.
Eχει όμως ένα όνειρο. Να ανοίξει δικό της ινστιτούτο ομορφιάς στη φτωχοσυνοικία της. Στο οποίο προτίθενται να τη συνδράμουν οι (πολλοί) Κινέζοι περίοικοι, που μαζεύονται κάθε πρωί για ομαδική γυμναστική στην πλατεία -εκεί όπου προσεύχονται αργότερα και οι Μουσουλμάνοι της περιοχής. Και όπου θα δουλεύει ως καλλιτέχνης τατουάζ ο παιδικός της φίλος Τσικάνο, διπολικός τοξικομανής που μένει με τη μάνα του, Γερμανίδα πρώην ηθοποιό που ακούει τραγούδια της Μερκούρη και απαγγέλλει Σοφοκλέους «Αντιγόνη» ελέω Αλτζχάιμερ!
Θέλετε κι άλλα; You can’t handle κι άλλα! Ειδικά μετά τη σταθεροποίηση του ειδυλλίου με τον παιδοψυχολόγο που παρακολουθεί την Μπάρμπαρα, το σενάριο (της συγγραφέα Μάργκαρετ Ματζαντίνι, συζύγου του Καστελίτο) πυκνώνει σε (φορσέ) ελιγμούς τόσο ανεξέλεγκτα που παύεις πλέον να αναρωτιέσαι πώς θα τα κουλαντρίσει όλα αυτά η Φορτουνάτα και ψάχνεις να βρεις πώς θα ξεφύγεις εσύ ως θεατής από τον οργιώδη αχταρμά που σου’ ρχεται… φουρτουνάτα.
Ούτε η νευρώδης, βραβευμένη στις Κάννες (στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα») ερμηνεία της Γιασμίν Τρίνκα, ούτε και οι προθέσεις για ένα αμφίσημο φινάλε αποζημιώνουν για τη μελό σαλάτα, της οποίας η όποια σχέση με τη χρυσή τομή που λέγαμε εξαντλείται τελικά μονάχα στους φυσικούς χώρους της Τορπινιατάρα, της λαϊκής γειτονιάς όπου είχε γυριστεί και το «Μάμα Ρόμα» του Παζολίνι.
(Υ.Γ. Οσοι ενδιαφέρονται να δουν ένα δείγμα γνωστικής στάθμισης ρεαλισμού και μελό από το τρέχον ιταλικό σινεμά, ας αναζητήσουν το περυσινό, άπαιχτο στη χώρα μας «Cuori puri» του νεόκοπου Ρομπέρτο Ντε Πάολις. Μια μικρή αποκάλυψη)