Ανάμεσα στις αλληλοκατηγορίες της σκηνοθέτιδας Ολίβια Γουάιλντ και του (πρώην) πρωταγωνιστή Σάια ΛαΜπεφ σχετικά με το τέλος της συνεργασίας τους, τις φήμες για τις εντάσεις στα γυρίσματα μεταξύ του ίδιου και της Φλόρενς Πιου και την άβολη δημοσιότητα που έλαβαν τόσο η Γουάιλντ όσο και η σχέση της με τον (νυν) πρωταγωνιστή της, Χάρι Στάιλς, κανείς δεν ήξερε τι πραγματικά είδος ταινίας θα κατέληγε να είναι το «Don’t Worry Darling» πριν από την παγκόσμια πρεμιέρα του στην Βενετία.

Ευτυχώς, τα καλά νέα είναι ότι η ταινία δεν είναι τελικά μια καταστροφή. Έχει ρυθμό, έχει καλοδεχούμενες ενέσεις αγωνίας και ένα φυσικά φωτογενές δίδυμο που δείχνει να έχει προσαρμοστεί άψογα στους ρόλους του. Τα κακά νέα όμως είναι ότι ταυτόχρονα το «Don’t Worry Darling» δεν αγγίζει ποτέ αυτό που θα μπορούσε πραγματικά να είναι: μια αληθινά άβολη αφήγηση για την γυναικεία χειραφέτηση, πραγματικά αιχμηρή πίσω από την καλογυαλισμένη επιφάνεια.

Στην ηλιόλουστη Αμερική των 50ς, η Αλις της Φλόρενς Πιου και ο Τζακ του Χάρι Στάιλς είναι ένα νέο ζευγάρι που ζει σε μια ονειρική κλειστή κοινότητα, γεμάτη εμπορικά κέντρα, ευρύχωρα σπίτια με κήπους, πάρτι σε πισίνες (όπου οι άντρες πειράζονται μεταξύ τους και οι γυναίκες μιλούνε χαλαρά για ψώνια και κουτσομπολιά) και ένα μυστικό κέντρο ανάπτυξης «προοδευτικών υλικών», το οποίο κανείς δεν ξέρει τι πραγματικά αφορά και κανείς δεν μπαίνει καν στην διαδικασία να συζητήσει.

Οταν όμως η Αλις βλέπει τις ρωγμές γύρω της και αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει κάτι πολύ σκοτεινό κάτω από την λαμπερή επιφάνεια, θα ανοίξει πόρτες που θα θέσουν την ίδια της την ύπαρξη σε κίνδυνο, όσο η καθημερινή και η οικογενειακή της ευτυχία ξεκινά να καταρρέει.Ο δρόμος προς την αλήθεια αποτελεί και το μεγαλύτερο κομμάτι της αφήγησης, με την Αλις να ξεκινά την δική της επανάσταση ενάντια σε μια επιβεβλημένη εικόνα ευτυχίας, μία ουτοπική πραγματικότητα χαμογελαστής υποταγής και μιας περιοριστικής, στερεοτυπικής εικόνας για το «πρέπει» και το «θέλω», η οποία ξεκινά μεν από την δεκαετία του 1950 αλλά σίγουρα δεν περιορίζεται εκεί.

Η Πιου αντιλαμβάνεται τις προεκτάσεις και είναι γεμάτη ενέργεια, πάθος και μια άσβεστη φλόγα που κυριεύει το βλέμμα και το σώμα της, όντας η πραγματική δύναμη μιας ταινίας που βασίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά πάνω της. Η ηθοποιός μεταφέρει ζωή σε κάθε πλάνο που εμφανίζεται, ακολουθεί μόνιμα με συνέπεια τις συναισθηματικές αναταράξεις της ηρωίδας της και είναι φανταστική όταν οι σουρεαλιστικές σκηνές διεισδύουν στον μικρόκοσμό της. Με άλλα λόγια, η Φλόρενς Πιου είναι η κινητήριος δύναμη ολόκληρου του φιλμ.

Γιατί αν δει κάποιος πέρα από αυτό, θα δει πως το σενάριο του «Don’t Worry Darling» δεν προσφέρει κάτι πραγματικά καινούριο, οι προβληματισμοί του δεν είναι ακριβώς καινοτόμοι και η αναπόφευκτη «ανατροπή» του δεν είναι κάτι αληθινά σοκαριστικό, ακριβώς γιατί προκύπτει άτσαλα, βιαστικά και πρόχειρα. Οσο κι αν η περιπέτεια της Αλις στον δρόμο προς την ανακάλυψη της αλήθειας προσφέρει την εμπειρία μιας καλοδεχούμενης, fun κινηματογραφικής προβολής, ο προορισμός εκπλήσσει όχι ακριβώς με τι θέλει να πει αλλά με τον μπερδεμένο τρόπο που αποφασίζει να το κάνει.

Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι το «Don’t Worry Darling» είναι μια κακή ταινία. Ούτε ότι θα αποτελέσει εμπόδιο για τις μελλοντικές καριέρες μιας ανήσυχης δημιουργικά Ολίβια Γουάιλντ ή ενός φωτογενούς αλλά ακόμη άπειρου στις ερμηνευτικές απαιτήσεις Χάρι Στάιλς. Απλά είναι ένα λαμπερό φιλμ που προδίδει τελικά τις καλές εντυπώσεις λίγο πριν το τέλος και μια ταινία που αποκαλύπτει σταδιακά ένα σαθρό υπόβαθρο, λίγο πολύ όπως και η γυαλιστερή κοινωνία της οποίας την κατάρρευση παρακολουθεί.