Αρχές Οκτωβρίου του 2016, τις μέρες της κορύφωσης της προεκλογικής μάχης μεταξύ Ντόναλντ Τραμπ και Χίλαρι Κλίντον για την προεδρία των ΗΠΑ, δημοσιοποιείται βίντεο από τα παρασκήνια ενός τοκ σόου του 2005, όπου ο Τραμπ, εν όψει της άφιξης στο στούντιο ενός γνωστού φωτομοντέλου, ακούγεται να λέει στον οικοδεσπότη της εκπομπής: «Ας φάω μερικές καραμέλες μήπως κι αρχίσω να τη φιλάω. Ξέρεις, με ελκύουν αυτόματα οι όμορφες γυναίκες –απλά αρχίζω και τις φιλάω. Σα μαγνήτης. Απλά τις φιλάω, χωρίς να περιμένω. Κι όταν είσαι σταρ, σ’ αφήνουν να το κάνεις. Οτιδήποτε μπορείς να κάνεις. Ακόμη και να τις αρπάξεις από το μουνί».
Το γεγονός πως, έναν χρόνο μετά το σκάνδαλο (που βαφτίστηκε γλαφυρά από τον Τύπο «Pussygate»), ο Τραμπ εκτελεί, μολαταύτα, χρέη πλανητάρχη, κάνει τη νέα ταινία του σκηνοθετικού διδύμου και ζεύγους στη ζωή Τζόναθαν Ντέιτον και Βάλερι Φάρις («Little Miss Sunshine») και επίκαιρη και αναγκαία. Από μόνες τους, όμως, ούτε η επικαιρότητα ούτε και η αναγκαιότητα αρκούν να στέψουν ένα κινηματογραφικό έργο ολοκληρωμένο, ακόμη κι αν πρόκειται για ερευνητικό ντοκιμαντέρ.
Η «Μάχη των Φύλων» δραματοποιεί τα συμβάντα που οδήγησαν, στα 1973, σε ένα εντελώς μοναδικό στα χρονικά του αθλητισμού event: την τενιστική αναμέτρηση ανάμεσα στην παγκόσμια πρωταθλήτρια Μπίλι Τζιν Κινγκ, που έως τότε κατείχε ήδη τέσσερις τίτλους στα Grand Slam, και τον πρώην πρωταθλητή και περήφανο σωβινιστή Μπόμπι Ριγκς, του οποίου η επίμονη και θρασύτατη δημόσια πρόκληση, αφού κατέληξε σε πρώτη φάση σε νίκη του κατά της επίσης πρωταθλήτριας Μάργκαρετ Κορτ, έπεισε την αρχικά διστακτική Κινγκ να τον αντιμετωπίσει στο γήπεδο.
Τα κίνητρα ήταν και πολιτικά και προσωπικά εκατέρωθεν, λέει το φιλμ. Για τον 55άρη, μισοξεχασμένο Ριγκς, να αποδείξει τη βιολογική ανωτερότητα του ανδρικού φύλου, αλλά και να απαλύνει την αίσθηση του ευνουχισμού του από τα πλούτη της συζύγου του, με τα οποία ανέκαθεν έτρεφε τον εθισμό του στον τζόγο (φυσικά, να βγάλει και κανένα φράγκο). Για την 29χρονη, παντρεμένη Κινγκ, να ενισχύσει την εθνική γυναικών που ίδρυσε μετά την άρνηση του προέδρου της Ομοσπονδίας να εξισώσει τις αμοιβές των τενιστριών με εκείνες των αρρένων συναθλητών τους, συνεπώς να προβάλλει τους φεμινιστικούς της στόχους, αλλά και να συμφιλιωθεί με τη σεξουαλικότητά της, μια συνειδητοποίηση που ξεκινούσε μόλις τότε μέσα από τη σχέση της με την κομμώτρια της ομάδας.
Αν και η ταινία είναι εμφανώς με το μέρος της Κινγκ, ο Ριγκς ουδόλως δαιμονοποιείται. Ο φιλμικός χρόνος δίκαια μοιράζεται ανάμεσα στους δυο, και η αντιδιαστολή είναι αδιάκοπη. Ωστόσο, όσο ρυθμικά κι αν τελείται τούτη η χορογραφία των αντιθέτων, άλλο τόσο νιώθεις πως τους σκηνοθέτες απασχολούν τα σήματα μάλλον παρά τα σημαινόμενα. Οσα εκπροσωπούν, δηλαδή, οι χαρακτήρες και το μεταξύ τους ματς, παρά η βαθύτερη πάλη με τους εαυτούς τους, κι ας κάνουν η Εμα Στόουν και ο (όλο και μεστότερος ερμηνευτικά) Στιβ Καρέλ ό,τι δημιουργικότερο μπορούν με το υλικό που τους έχει δοθεί. Ακόμα και η μόνη ερωτική σκηνή του φιλμ, καθοριστική στην αφύπνιση της Κινγκ, έχει μια περιγραφικότητα φωτογενή και βιαστική, λες και οι κινηματογραφιστές επείγονταν να περάσουν στην επόμενη σκηνή με τα καμώματα του αντιπάλου της (νόστιμες αρχικά, αλλά ανακυκλούμενες στη συνέχεια οι αναφορές στα δημόσια καραγκιοζιλίκια του, και κατ’ επέκταση στο τσίρκο των μίντια της εποχής που, παρεμπιπτόντως, δε διαφέρει και πολύ από το σημερινό). Το ίδιο φλατ μένουν και οι σκηνές που δείχνουν τον Ριγκς αδύναμο και ευάλωτο, ιδιαίτερα εκείνες με τη σύζυγο-φωνή της λογικής.
Στην πραγματικότητα, οι πιο ενδιαφέροντες και μαζί αναξιοποίητοι χαρακτήρες αυτής της «Μάχης…» είναι οι σύζυγοι. Η ψύχραιμη και στωική κυρία Ριγκς, που κάποτε ίσως περιέφερε ως τρόπαιο τον δαφνηφόρο τενίστα στους συντηρητικούς κύκλους της, όμως τώρα αδυνατεί να σταθμίσει κατανόηση και οίκτο προς το λυσσαλέα αντιδραστικό πρόσωπό του. Και, κυρίως, ο κύριος Κινγκ. Στο απορημένο βλέμμα του, τη διακριτική αντιληπτικότητά του, τη σιωπηλή ανοχή του, την άνευ όρων στήριξή του και τελικά τον απόλυτο σεβασμό του στα ανθρώπινα ένστικτα (εμψυχωμένα όλα άκρως εκφραστικά από τον νεαρό καρατερίστα Οστιν Στόουελ) συνοψίζεται θαρρείς η γνήσια προοδευτικότητα που θέλει να εκπέμψει το φιλμ αλλά δεν μπορεί, έτσι απορροφημένο που είναι στα σχήματα και την αφηγηματική λογική της αντισφαίρισης και του match point.