Το «Ενήλικοι στην Αίθουσα» ανοίγει και κλείνει με εικόνες από την τηλεόραση, συγκεντρώσεις στην πλατεία Συντάγματος, κόσμο να αγανακτεί ή να πανηγυρίζει. Εικόνες που όλοι θυμόμαστε καλά και των οποίων η ανάμνηση έχει πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στο μυαλό και το συναίσθημα απ΄ όσο μπορεί να πετύχει το ίδιο το φιλμ. Το 2015 είναι άλλωστε πολύ κοντά. Ο κύκλος των διαπραγματεύσεων στα Eurogroup, το κλείσιμο των ελληνικών τραπεζών, το δημοψήφισμα αλλά και οι πολιτικές αψιμαχίες εντός και εκτός κλειστών θυρών αποτελούν γεγονότα που παρουσιάστηκαν, αναλύθηκαν και συζητήθηκαν εκτενώς, τόσο στα Μέσα όσα και σε ιδιωτικές αντιπαραθέσεις.

Ο Γαβράς παραμένει κοντά στα γεγονότα όμως εκ προοιμίου ήδη έχει διαλέξει πλευρά αφού επιλέγει να μεταφέρει στο σινεμά το ομότιτλο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη, δίνοντάς του ρόλο κεντρικού ήρωα και πολύ συχνά αφηγητή, σε ένα voice over που επανέρχεται κάθε τόσο για να αφηγηθεί μια εν δυνάμει γεμάτη ένταση ιστορία με τρόπο χλιαρό, αδιάφορο, οριακά τηλεοπτικό. Ο Γαβράς ανέκαθεν ενδιαφερόταν για τα παιχνίδια εξουσίας και πάντα έριχνε φως στην πλευρά του αδύναμου, μόνο που εδώ η ματιά του δε φαίνεται να ενδιαφέρεται για την πολυπλοκότητα της κατάστασης παρά κυρίως για την αγιοποίηση, ή τουλάχιστον τη δικαίωση, του πρωταγωνιστή του.

Για αυτό, ο Γαβράς προσδίδει στο φιλμ του τον αέρα σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας, τοποθετώντας τον ήρωά του μέσα σε χαρακτήρες που είναι έρμαια της ηθικής τους πυξίδας αλλά και των συμφερόντων που καλούνται να υπηρετήσουν. Φροντίζει μάλιστα να κορυφώσει τη δράση κυριολεκτικά με ένα (σχεδόν δαλιανιδικό) χορικό που δραματοποιεί την αφήγηση ρίχνοντας μια χορευτική ματιά στο σκοτάδι εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είναι μια νότα πρωτότυπη αλλά και ενδεικτική της εγγενούς αδυναμίας του φιλμ: κατά στιγμές είναι αδύνατο να γίνει η διάκριση μεταξύ συνειδητής σάτιρας και ακούσιας κωμικής αποτύπωσης (συμπεριλαμβανόμενης και της πρωτότυπης μουσικής του Αλεξάντρ Ντεσπλά που φλερτάρει υπερβολικά με το κλισέ και το syrtaki).

Γιατί ενώ αφενός το πάθος του Γαβρά είναι προφανές, όπως και η ανάγκη του να ρίξει φως σε μια ιστορία που ο ίδιος βίωσε από μακριά, οι αφηγηματικές επιλογές του δεν αποδεικνύονται το ίδιο ισχυρές, δημιουργώντας τελικά μια αποσπασματική ιστορία που δεν έχει απλώς τον σποραδικό χαρακτήρα της μνήμης αλλά και την αναξιοπιστία της. Στους «Ενήλικους στην Αίθουσα» δεν υπάρχει οργανική ροή, στις ερμηνείες δεν υπάρχει αληθινή σπίθα (πέρα από την έμφαση σε κάποια συμπεριφορικά τικ), στην πολιτική ματιά της ταινίας δεν υπάρχει ουσιαστικά «πολιτική», παρά έντονες κουβέντες που επαναλαμβάνονται χωρίς να αγγίζουν την ουσία του προβλήματος.

Ακόμα και οι συμβολισμοί της ταινίας (μερικούς από τους οποίους ο Γαβράς επαναλαμβάνει πολλαπλώς), χαρακτηρίζονται από μια προφανή ματιά κι από μια αδιανόητη ευκολία που αδικεί τις προθέσεις της. Δε χρειάζεται να εμφανιστεί η εικόνα ενός ψαριού στο αγκίστρι για να καταλάβει κανείς την ατάκα ότι κάποιος «νιώθει σαν ξιφίας που έχει πιαστεί ενώ κάποιος χαλαρώνει και τεντώνει το σχοινί». Δε χρειάζεται να παρουσιαστεί ένα πλήθος να γυρίζει την πλάτη για να καταλάβει κανείς την ιδέα της απόρριψης. Και το κυριότερο, δε χρειάζονται ερμηνευτικές υπερβολές και επιπόλαιοι θεατρινισμοί για να υπογραμμιστεί η ιδέα του εθνικού δράματος.

Στην τελική, το «Ενήλικοι Στην Αίθουσα» είναι μια ταινία που λειτουργεί καλύτερα στο μυαλό του σκηνοθέτη της παρά στη μεγάλη οθόνη, μια αφήγηση που, ειρωνικά, πέφτει θύμα του ενθουσιασμού της. Ισως όπως και οι ίδιοι της οι ήρωες.


Δείτε ακόμη: Δείτε έξι σκηνές από το «Adults in the Room» του Κώστα Γαβρά