Οπως είχε πει ο συγγραφέας Αρθουρ Σ. Κλαρκ, «Είτε είμαστε μόνοι στο διάστημα, είτε δεν είμαστε, αμφότερα τα ενδεχόμενα είναι το ίδιο τρομακτικά» και το «Ad Astra» είναι ακριβώς η ταινία που επεξεργάζεται αυτό το υπαρξιακό δίλημμα, όντας μία προσωπική αφήγηση που μετατρέπει το διάστημα από έναν αχανή σκοτεινό κόσμο γεμάτο ανεξερεύνητες γωνιές και άπειρες πιθανότητες σε ένα μέρος απέραντης μοναξιάς, απομόνωσης και, τελικά, διαφυγής. Το διάστημα στην ταινία του Τζέιμς Γκρέι δεν είναι απλά το άπειρο που υπάρχει «εκεί έξω» αλλά το μέσο για ένα ενδοσκοπικό ταξίδι αυτοανακάλυψης, μακριά αλλά και τόσο κοντά στις ανοιχτές πληγές του παρελθόντος.
Φορέας αυτής της διαδρομής είναι ο Ρόι του Μπραντ Πιτ, ένας αστροναύτης στο κοντινό μέλλον που εργάζεται στην μεγαλύτερη κεραία που έχει κατασκευαστεί ποτέ, προορισμένη να αποκαλύψει τα σημάδια της εξωγήινης ζωής που πρέπει να υπάρχει εκεί έξω. Οταν όμως ένα ατύχημα σχεδόν του κοστίζει τη ζωή, ο Ρόι στρατολογείται με έναν ακόμα πιο σημαντικό στόχο: να ανακαλύψει τι τελικά συνέβη στην τελευταία αποστολή που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς ψάχνοντας σημάδια εξωγήινης ζωής και να βρει την αιτία των όλο και πιο συχνών παγκόσμιων ηλεκτρικών εκκενώσεων που προέρχονται από τα βάθη του διαστήματος και θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωση του πλανήτη.
Η αποστολή αυτή φέρνει ιδιαίτερο προσωπικό βάρος για τον Ρόι, καθώς ο πατέρας του (ένας ταιριαστά αυστηρός Τόμι Λι Τζόοουνς) ήταν ο επικεφαλής της ομάδας που έπαψε να στέλνει ξαφνικά πληροφορίες ύστερα από άγνωστα αλλά μάλλον ανησυχητικά γεγονότα. Η απώλεια της πατρικής φιγούρας αλλά και το φορτίο της υστεροφημίας της, είναι κάτι που μόνιμα βασανίζει τον Ρόι, ο οποίος παραμένει αποκομμένος από κάθε αγαπημένο του άνθρωπο αδυνατώντας (ή απλά αποφεύγοντας συνειδητά) να δημιουργήσει στενούς συναισθηματικούς δεσμούς. Για τον Ρόι, το διάστημα υπάρχει ήδη μέσα του και το ταξίδι «προς τα άστρα» (όπως μεταφράζεται στα ελληνικά ο λατινικός πρωτότυπος τίτλος) είναι απλά η λογική συνέχεια μιας απόλυτα προσωπικής διαδρομής.
Ο Γκρέι φροντίζει να γεμίσει αυτή τη διαδρομή με επεισόδια που μαρτυρούν την απομόνωση και το απέραντο κενό του διαστήματος, φροντίζοντας επιμελώς να διατηρεί τα κάδρα του μινιμαλιστικά, εντυπωσιακά αλλά ποτέ υπερφορτωμένα, γεμάτα κενούς χώρους και αντανακλάσεις που δεν υποβαθμίζουν ακριβώς την ανθρώπινη παρουσία αλλά φροντίζουν να την μετατρέψουν σε υπαρξιακή κουκίδα που ψάχνει ένα κάποιο καταφύγιο στο διάστημα.
Η αναζήτηση εξωγήινης ζωής για τον Γκρέι δεν είναι απλά ο αγώνας για την ανακάλυψη κάτι καινούριου αλλά και η βίαιη, συνειδητή απομάκρυνση από κάθε τι γνωστό βρίσκεται πίσω. Κατά στιγμές μάλιστα, η αφήγησή του είναι σαν να αποτρέπει την εξερεύνηση του διαστήματος, υπογραμμίζοντας πεισματικά ότι ο άνθρωπος δεν είναι πλασμένος για αυτές τις συνθήκες ζωής. Είναι μια ενδιαφέρουσα αλλά και άκρως απλουστευμένη προσέγγιση, που ενώ δείχνει γνήσια σημάδια πολύπλευρου προβληματισμού, τελικά επιλέγει να δώσει εύκολες, διδακτικές απαντήσεις.
Γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να κατηγορήσει κανείς το παρελθόν, παρά να βρει το θάρρος να εστιάσει στα προβλήματα του τώρα. Είναι πολύ απλό να κατηγορήσει κανείς την επιστημονική πρόοδο αντί να βρει το θάρρος να εντοπίσει τα λάθη της χρήσης της. Και, τελικά, είναι μάλλον απογοητευτικό να εστιάζει κανείς αφηγηματικά σε προβλήματα γονέων από τα να δημιουργεί σύνθετες, προβληματικές προσωπικότητες των οποίων τα ελαττώματα δεν εντοπίζουν την προέλευσή τους σε μερικές μόλις λέξεις.
Το «Ad Astra» στην πορεία του μετατρέπεται ουσιαστικά σε μια αφήγηση για τη σχέση μεταξύ ενός πατέρα κι ενός γιου, χωρίς όμως να έχει φροντίσει πιο πριν να κτίσει οργανικά την ισχύ αυτής της σχέσης και, κατ’ επέκταση, της απώλειάς της. Κάθε συναναστροφή του Ρόι (είτε πρόκειται για την ανάμνηση της Ιβ της Λιβ Τάιλερ, είτε για την γνωριμία με την – γεννημένη στην αποικία του Αρη – Ελεν της Ρουθ Νέγκα) φαίνεται να περιορίζεται από τον αντίκτυπο αυτής της απώλειας, μόνο που ο Γκρέι μεγιστοποιεί τόσο πολύ τη θέση της στην αφήγηση που μοιάζει να ακυρώνει σχεδόν κάθε άλλη θεματική της ταινίας.Και αυτό είναι κρίμα καθώς ο Μπραντ Πιτ δείχνει μεν ικανός να χειριστεί την ενδεχόμενη πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του, προφέροντας μια μεστή ερμηνεία χωρίς ίχνος εντυπωσιασμού, προδίδεται όμως από το σενάριο της ταινίας που δεν εμφανίζει την ίδια θέληση με εκείνον.
Οπως και στην «Χαμένη Πόλη του Ζ», ο Γκρέι δείχνει και πάλι πίστη στους ατελείς ήρωες που είναι ικανοί να ορμήσουν στα ανεξερεύνητα σημεία του κόσμου για να γεμίσουν το κενό που νιώθουν μέσα τους, μόνο που αυτή τη φορά η διαδρομή του Ρόι δεν είναι τόσο μακρινή και πλούσια όσο αρχικά θέλει να πιστεύει. Στην τελική, το «Ad Astra» προσφέρει στιγμές εντυπωσιασμού και κινηματογραφικής μαγείας (η μουσική του Μαξ Ρίχτερ μεταδίδει ιδανικά το μεγαλείο και το σκοτάδι του διαστήματος), όμως σταδιακά εγκαταλείπει την λάμψη των αστεριών για να βρει ασφαλές καταφύγιο σε υπεραπλουστευμένες θεματικές που αδικούν την αισθητική του δημιουργού τους.