Υπάρχει κάτι αφοπλιστικό, βαθιά συγκινητικό και τόσο ανεπιτήδευτο στον τρόπο με τον οποίο ο Γιάννης Κολόζης «συνεχίζει» την καταγραφή του πατέρα του στο νησί της Δονούσας που ξεκίνησε πίσω το 1972, που κάνει τον «Γιώργο του Κέδρου» να μοιάζει σχεδόν με μια ταινία μυθοπλασίας. Μια αφήγηση δηλαδή που στις παρυφές της τεκμηρίωσης και του video diary αλλάζει τόσες φορές διάθεση και ένταση, χωρίς όμως ποτέ να χάνει την ευθεία γραμμή του βλέμματος της που μοιάζει καρφωμένο από δεκαετίες πάνω σε μια, πρωτίστως, ανάγκη: να παγιδέψει το πέρασμα του χρόνου και περισσότερο από ένα οδοιπορικό νοσταλγίας ή μνήμης να γίνει ένας χάρτης μιας άγνωστης «χώρας».

Ο Γιώργος Κολόζης επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Δονούσα όταν ήταν 19 ετών, το 1972, γνωρίζοντας ένα μέρος ανέγγιχτο από τον πολιτισμό, τον τουρισμό και το… ηλεκτρικό ρεύμα. Μαζί γνώρισε τους κατοίκους του νησιού που τον ονόμασαν «Γιώργο του Κέδρου», επειδή η θρυλική σήμερα παραλία του Κέδρου, έρημη τότε, έγινε το υπαίθριο, αυτοσχέδιο σπίτι του. Και με την άδεια τους άρχισε να τους κινηματογραφεί την καθημερινότητά τους, αποτυπώνοντας χρόνο με το χρόνο τις μικρές ή μεγάλες αλλαγές του νησιού.

Ο «Γιώργος του Κέδρου» επέστρεφε στη Δονούσα ευλαβικά κάθε χρόνο μέχρι και το 1978. Η επιστροφή του, ωστόσο, δύο δεκαετίες αργότερα, το 1999, ήταν κοσμογονική, καθώς ο τόπος που γνώριζε τόσο καλά έμοιαζε με ένα διαφορετικό μέρος, που ευτυχώς κρατούσε μέσα στον πυρήνα του την πρωταρχική ύλη που τον είχε συναρπάσει την πρώτη χρονιά της ενήλικης ζωής του, αναγκάζοντας τον να το κινηματογραφήσει. Θα περνούσαν ακόμη οκτώ χρόνια πριν επιστρέψει για την τελική πράξη του «ντοκιμαντέρ» του, με τη σκέψη να συναντήσει τους ίδιους ανθρώπους που είχε γνωρίσει πίσω στη δεκαετία του '70 και μαζί τους να ανασυνθέσει το παρελθόν, αφήνοντας ανοιχτή την κάμερα στο μέλλον.

Την ταινία θα ολοκλήρωνε τελικά ο γιος του ο Γιάννης, που το 2007 είχε επισκεφθεί μαζί με τον πατέρα του τη Δονούσα και το 2010 θα επέστρεφε μόνος του, ζώντας στον Κέδρο όπως ο πατέρας του και συναντώντας όλους τους «πρωταγωνιστές» των γυρισμάτων της προηγούμενης τριαντακονταετίας. Θα επέστρεφε κι αυτός ξανά και ξανά, βάζοντας τη δική του άνω τελεία στο που θα μπορούσε να ολοκληρωθεί αυτό το οδοιπορικό που τον ένωσε με τον πατέρα του (και την Ελλάδα) με τον πιο απρόσμενο και φορτισμένο συναισθηματικά τρόπο.

Ο Γιάννης Κολόζης είχε να διαπραγματευτεί στην πραγματικότητα τρία πράγματα: να ολοκληρώσει το έργο του πατέρα του, να βρει μέσα από αυτή την βιωματική εμπειρία τον τρόπο να τον αποχαιρετήσει και την ίδια στιγμή να εξερευνήσει το δικό του κινηματογραφικό βλέμμα. Κάπως έτσι η ταινία «Ο Γιώργος του Κέδρου» γίνεται η μικρή ιστορία ενηλικίωσης ενός ανθρώπου που επιχειρεί να πατήσει στα βήματα του πατέρα του ως μοναδική οδό προς την ανεξαρτησία. Με τον ίδιο τρόπο η ταινία «Ο Γιώργος του Κέδρου» γίνεται και η μικρή ενηλικίωση μιας ματιάς πάνω στη νησιωτική, ακριτική Ελλάδα που, απαλλαγμένη εδώ από φολκλόρ κλισέ, αναδεικνύεται στην πιο αγνή αφήγηση του κύκλου της ζωής, αποτυπωμένη πρωτίστως πάνω στις ρυτίδες των ηλιοκαμμένων προσώπων των ντόπιων και δευτερευόντως στους χωματόδρομους που ασφαλτοστρωθήκαν, τους τουρίστες που πλήγωσαν για πάντα τη γλυκιά σιωπή και τον Κέδρο που πλέον μοιάζει απίθανο να βρεις χώρο για να πατήσεις, ειδικά σε high season.

Η τελικά τόσο προσωπική ώστε να αφορά όλους χαρτογράφηση αυτή της Δονούσας από τον Γιάννη Κολόζη γίνεται με τον τρόπο που ένα παιδί επιβάλλει την αθωότητα του πάνω στη σκηρότητα του χρόνου και της απώλειας και την ίδια στιγμή με τη σιγουριά ενός κινηματογραφιστή που κι εδώ, όπως και στο απρόσμενα «αποκαλυπτικό» ντοκιμαντέρ του, «Un Condor» του 2016, συνεχίζει με ένα αναγνωρίσιμο πλέον, αφοπλιστικό, συγκινητικό με την πιο ουσιαστική έννοια της λέξης τρόπο να εξερευνά τους ανθρώπους και τις πατρίδες τους, απογυμνώνοντας και τις δύο ταλαιπωρημένες αυτές λέξεις από τις κοινωνικές και ιστορικές συμβάσεις που κουβαλούν ερήμην της πραγματικής ζωής και των προορισμών που, ευτυχώς, δεν ξέρεις ποτέ αν θα σε οδηγήσουν τα ταξίδια σου.