To «Επτά Φορές Γυναίκα» είναι μια ταινία της εποχής της.

Οχι μόνο γιατί στα τέλη των 60s είχαν μεγάλη πέραση τα σπονδυλωτά φιλμ (κυρίως από Ιταλία και Γαλλία), ούτε μόνο επειδή το βασικό θέμα που διατρέχει τις επτά ιστορίες του έχει ως θέμα την απιστία - πρόσφορο έδαφος για μια κριτική στις συμβάσεις της εποχής σε μια απελευθερωμένη, αν και μεταπολεμικά όχι ακόμη στα πόδια της - Ευρώπη.

Προορισμένο να είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που θα έκαναν παραγωγή ο Τζόζεφ Ε. Λεβάιν και ο Αρθουρ Κον, με σκηνοθέτη τον Βιτόριο Ντε Σίκα που απολάμβανε ακριβώς εκείνη την εποχή τον κριτικό και εμπορικό θρίαμβο του «Χθες, Σήμερα, Αυριο», το «Επτά Φορές Γυναίκα» θα ήταν ένας φόρος τιμής σε μια χολιγουντιανή ηθοποιό που θα υποδυόταν και τους επτά (διαφορετικούς αλλά όχι και τόσο) ρόλους.

Ανάμεσα στις μεγάλες νεαρές σταρ της εποχής, η Νάταλι Γουντ προσπέρασε και τελικά «επτάψυχη» αποδείχθηκε η Σίρλεϊ ΜακΛέιν που με γνήσιο κωμικό timing, φινέτσα αλλά και μια έγγενη μελαγχολία ανέλαβε να ενσαρκώσει γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης - ίσως και ακόμη λίγο πιο πέρα.

Στην πρώτη ιστορία υποδύεται μια χήρα που την ώρα της κηδείας του άντρα της δέχεται την πρόταση γάμου ενός άλλου άντρα. Στη δεύτερη ιστορία πιάνει τον άντρα της στο κρεβάτι με μια γειτόνισσα και αποφασίζει να τον απατήσει ακριβώς την ίδια στιγμή ψωνίζοντας έναν οποιοδήποτε άγνωστο από την πιάτσα με τις πόρνες στον κοντινό δρόμο του Παρισιού. Στην τρίτη, υποδύεται μια διερμηνέα που καλεί στο διαμέρισμά της έναν Σκοτζέζο και έναν Ιταλό και τους διαβάζει ποιήματα του Ελιοτ γυμνή, προκρίνοντας τη γοητεία του πνεύματος αντί αυτή του σώματος. Στην τέταρτη οδηγείται στην τρέλα όταν βλέπει το συζυγό της να είναι αφοσιωμένος στις ηρωίδες των βιβλίων του και προσπαθεί να κάνει τα πάντα για να του τραβήξει την προσοχή. Στην πέμπτη υποδύεται μια κυρία της καλής κοινωνίας που ανακαλύπτει πως μια αντίζηλός της θα φορέσει το ίδιο φόρεμα με αυτήν το βράδυ στην Οπερα. Στην έκτη υποδύεται τη Μαρί που μαζί με το αγόρι της αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν σαν μια αντίδραση στον άδικο κόσμο γύρω τους και ντύνονται νύφη και γαμπρός για να τελέσουν το γάμο που δεν έκαναν ποτέ. Στην έβδομη ιστορία, ανακαλύπτει πως ένας μυστηριώδης άντρας την ακολουθεί στο χιονισμένο Παρίσι.

Με ποπ (έως και κιτς) πινελιές, ο Βιτόριο Ντε Σίκα διασκεδάζει με τα σκετς που έγραψε ο θρυλικός Τζέζαρε Ζαβατίνι (σεναριογράφος του «Κλέφτη Ποδηλάτων», του «Umberto D.» μόνιμος συνεργάτης του Ντε Σίκα αλλά και συνεργάτης των μεγαλύτερων Ιταλών σκηνοθετών), με τους γκεστ που πλαισιώνουν την πρωταγωνίστριά του (από τον Πίτερ Σέλερς μέχρι τον Αλαν Αρκιν και από τον Βιτόριο Γκάσμαν μέχρι τον Μάικλ Κέιν) και φυσικά με τις μεταμορφώσεις της Σίρλεϊ ΜακΛέιν που μπαινοβγαίνει (με τη βοήθεια του Πιερ Καρντέν στα ρούχα) στον κάθε ρόλο με απόλυτη φυσικότητα, αν και στις περισσότερες ερμηνειές της με υπερβολή που σε στιγμές αγγίζει τα όρια του γκροτέσκου.

Καμία ιστορία δεν είναι συναρπαστική ή αξιομνημόνευτη από μόνη της (κάποιες, όπως αυτή με τη διερμηνέα ή αυτή με τις αυτοκτονίες είναι εντελώς παρωχημένες και «εύκολες» στην κριτική τους), αλλά όλες μαζί μεταφέρουν το πνεύμα της εποχής, ένα μείγμα από πολιτική και κοινωνική σάτιρα, φεμινιστικό μπρίο και χαριτωμένο σινεμά για το θεατή που δεν είναι καθόλου σίγουρο τι (του) λέει μισό αιώνα μετά.