Η αναβίωση των κινηματογραφικών τεράτων της Universal για ένα πιο μοντέρνο κοινό, μπορεί να μην ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις (βλέπε τη «Μούμια» του Αλεξ Κούρτζμαν), αλλά κατάφερε να κερδίσει τις εντυπώσεις όταν ο Λι Γουανέλ μετέφερε την κλασσική ιστορία του «Αόρατου Ανθρώπου» ως ταινία τρόμου για τις μέρες του #metoo και του τέλους της ιδιωτικότητας που βρίσκεται μια κλάση πάνω από τα συνηθισμένα, χάρη και στην εξαιρετική ερμηνεία της Ελίζαμπεθ Μος.

Τώρα ο Γουανέλ επιστρέφει στο σύμπαν αυτό για να μεταφέρει ένα ακόμα τέρας της Universal, τον «Λυκάνθρωπο», ως έναν ακόμα συνδυασμό του κλασικού μύθου του τέρατος με μια αλληγορία πίσω από αυτόν, με μπόλικα στοιχεία τρόμου, δράματος και ψυχολογικής έντασης. Μόνο που αυτή την φορά το όλο εγχείρημα μοιάζει κάπως λιγότερο συναρπαστικό από την προηγούμενη.

Ο Μπλέικ, ένας σύζυγος και πατέρας από το Σαν Φρανσίσκο, κληρονομεί ένα απόμερο οικογενειακό σπίτι στο αγροτικό Ορεγκον, την ίδια στιγμή που ο πατέρας του εξαφανίζεται και θεωρείται νεκρός. Ο γάμος του με τη Σάρλοτ οδεύει προς διάλυση και ο Μπλέικ την πείθει να κάνουν ένα διάλειμμα μακριά από την πόλη, προκειμένου να επισκεφθούν το ακίνητο με τη νεαρή τους κόρη Τζίντζερ. Καθώς η οικογένεια πλησιάζει την αγροικία μέσα στη νύχτα, δέχεται επίθεση από ένα αόρατο ζώο και, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ξεφύγουν, βρίσκουν καταφύγιο στο σπίτι. Οσο προχωράει η νύχτα, όμως, ο Μπλέικ αρχίζει να συμπεριφέρεται παράξενα και να μεταμορφώνεται σε κάτι αγνώριστο. Η Σάρλοτ θα αναγκαστεί να αποφασίσει αν ο τρόμος μέσα στο σπίτι τους είναι πιο φονικός από τον κίνδυνο που ελλοχεύει απ’ έξω.

Ο Γουανέλ χρησιμοποιεί τα ίδια σχεδόν στοιχεία όπως και στην προηγούμενη ταινία, έχοντας την ίδια οπτική γλώσσα για να δημιουργήσει μια υπόκωφη ατμόσφαιρα γεμάτη ένταση και μυστήριο. Με την ταινία να εξελίσσεται στο μεγαλύτερό της μέρος μέσα σε ένα αγρόκτημα κατά τη διάρκεια μιας νύχτας, ο Γουανέλ ξέρει πώς να χρησιμοποιεί τον φωτισμό και τις σκιές για να ενισχύσει την κλειστοφοβική αίσθηση που διακατέχει την ταινία – αν και η αλλαγή από το πώς βλέπει ο λυκάνθρωπος μέσα στο βράδυ με τον πραγματικό φωτισμό μοιάζει στην αρχή ως ένα ωραίο εύρημα, γρήγορα κουράζει με τη συνεχή χρήση του.

Οπως έχει δείξει πολλές φορές και στις προηγούμενες ταινίες του, ο Γουανέλ βασίζεται αρκετά περισσότερο στα πρακτικά εφέ για να αποδώσει τον τρόμο και το gore, και η ταινία αυτή δεν αποτελεί εξαίρεση, με τις σκηνές μεταμόρφωσης του πρωταγωνιστή να είναι τεχνικά άρτιες με ρεαλιστικά εφέ, θυμίζοντας αρκετά τη σκηνή εκείνη από το «Ενας Αμερικανός Λυκάνθρωπος στο Λονδίνο» του Τζον Λάντις. Ωστόσο, η υπερβολική έμφαση στην ατμόσφαιρα καμιά φορά λειτουργεί εις βάρος της δράσης, η οποία ξέρεις από την αρχή μέχρι το τέλος πως θα κυλήσει χωρίς την παραμικρή έκπληξη, με τον ρυθμός της ταινίας να πέφτει σε πολλά σημεία, κυρίως γιατί ο Γουανέλ φαίνεται πως θέλει να επικεντρωθεί στην εσωτερική πάλη του πρωταγωνιστή, που ακόμα κι αυτή όμως δεν είναι πάντα ξεκάθαρη, αφήνοντας ακόμα και σένα να παλεύεις να καταλάβεις τι ακριβώς θέλει να πει.

Και όσον αφορά αυτά τα μηνύματα, η ταινία μοιάζει σαν να μην ξέρει ακριβώς πού πατάει. Προσπαθώντας να δώσει βάθος στη λυκανθρωπία ως μεταφορά για την ανθρώπινη φύση και τις προσωπικές μας συγκρούσεις, η μεταμόρφωση του Μπλέικ θέλει να αντιπροσωπεύει πολλά πράγματα, από το τραύμα γενεών, που ο ίδιος το μεταβιβάζει στην κόρη του αλλά ταυτόχρονα παλεύει εναντίον του, μια εκφυλιστική ασθένεια, αλλά και την κατάρρευση μιας σχέσης. Παρά την καλή πρόθεση του Γουανέλ, το μήνυμα χάνεται μέσα στις σκηνές δράσης, στις υπερβολικά διδακτικές στιγμές και στην ακατανόητη συμπεριφορά της συζύγου του Μπλέικ απέναντί του.

Τουλάχιστον ο Κρίστοφερ Αμποτ δεσμεύεται εξ ολοκλήρου σε όλα τα στάδια του ρόλου του και δίνει μια εξαιρετικά φυσική ερμηνεία, μεταδίδοντας πειστικά την εσωτερική του σύγκρουση. Η ένταση που φέρει σε κάθε σκηνή αποκαλύπτει έναν άνθρωπο που χάνει σταδιακά τον έλεγχο της ζωής του. Ακόμα και η Τζούλια Γκάρνερ προσδίδει βάθος στον ρόλο της Σάρλοτ, παρά τα όσα της προσφέρει το σενάριο για τον χαρακτήρα της, ως μιας γυναίκας που ισορροπεί μεταξύ του φόβου και της αγάπης για τον σύζυγό της.

Ο «Λυκάνθρωπος» δεν καταφέρνει να φτάσει τη διασκέδαση, το σασπένς και τον τρόμο του «Αόρατου Ανθρώπου». Ο Γουανέλ έχει τις καλύτερες προθέσεις από την αρχή για να δώσει στον μύθο αυτό μια νέα πνοή αλλά, όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές στο παρελθόν, μόνο αυτές δεν είναι ποτέ αρκετές.