Ο Στιβ ΜακΚουιν, αφήνοντας πίσω του την υπαρξιακή αγωνία ηρώων σαν τον Μπόμπι Σαντς του «Hunger» ή τον Μπράντον του «Shame» και την βραδυφλεγή ιστορική καταγγελία του «20 Χρόνια Σκλάβος», κάνει το τολμηρό βήμα προς το σινεμά είδους - αλλά δυστυχώς δεν μένει εκεί.

Οι «Χήρες» του είναι τέσσερις Πρώτες Κυρίες του εγκλήματος, στο σημερινό Σικάγο, εκεί όπου όλα είναι βρώμικα και διεφθαρμένα, από τον ιστό του υποκόσμου ως τις Αρχές. Οταν οι σύζυγοί τους σκοτώνονται σε μια μεγάλη ληστεία που πηγαίνει μοιραία στραβά, εκείνες, ή κάποιες από εκείνες, θα συνασπιστούν γύρω από το πρόσωπο της Βερόνικα τής Βαϊόλα Ντέιβις και θ' αναλάβουν να... ολοκληρώσουν το έργο, όχι μόνο για να εκδικηθούν, αλλά κυρίως για να επιβιώσουν.

Τη δύναμη στους μύες και το βλέμμα της Βαϊόλα Ντέιβις, ως, για άλλη μια φορά, αφροαμερικανικό βοερό οδοστρωτήρα, θα συμπληρώσουν η λατινοαμερικανίδα Λίντα της Μισέλ Ροντρίγκες και η πολωνικής καταγωγής Αλις της Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι, η οποία και, στις λεπτεπίλεπτα κωμικές, απρόσμενες, ακαταμάχητα άβολες στιγμές της, κλέβει την κάθε της σκηνή. Ενα συνειδητά επιλεγμένο, εξαιρετικά προφανές, πολυπολιτισμικό γκρουπ που εκπροσωπεί στην οθόνη, ας πούμε, τη σύγχρονη γυναίκα της Αμερικής - αν ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμη ν' αντιδράσει στην κακοποίηση με ζεστό αίμα.

Σκηνοθετώντας μια ταινία είδους, ένα καθαρόαιμο heist movie, ο Στιβ ΜακΚουιν αποδεικνύεται, για άλλη μια φορά, εξαιρετικός σκηνοθέτης. Η ταινία του τρέχει με ασταμάτητο ρυθμό, η κοινωνία του Σικάγο αποτυπώνεται στα σκοτεινά της χρώματα και τα επίπεδα κοντράστ της, διαβρωμένη από το πιο ψηλό ως το πιο χαμηλό επίπεδο, το μοντάζ του σταθερού συνεργάτη του ΜακΚουιν, Τζο Γουόκερ, ανεβάζει διαρκώς την ένταση, αφήνοντας μικρές, κλεφτές στιγμές ιδιωτικότητας και ησυχίας στις ηρωίδες του, ανάμεσα στη δράση. Οι ανατροπές κρατούν την προσοχή απερίσπαστη, καθώς το παιχνίδι υπεροχής αλλάζει διαρκώς παίκτες και αρχηγούς. Η αγωνία σε λαχανιάζει, η φόρα σε παρασύρει με ενθουσιασμό.

Σ' αυτό, όλο, το περίτεχνο και τόσο πετυχημένο σχήμα, ο ΜακΚουιν, με την Τζίλιαν Φλιν (του «Gone Girl»), στο σενάριο, επιλέγει να δώσει βαρύγδουπα νοήματα νεοφεμινιστικού ακτιβισμού. Κι αυτή του η πρόθεση προδίδει την ταινία, επειδή διατυπώνεται με τέτοια επιπολαιότητα και σοβαροφάνεια. Οι ηρωίδες του, έτσι κι αλλιώς γραμμένες σχηματικά, χωρίς βάθος, όλες υποτιμημένες από τους συζύγους τους, αγωνίζονται να υπερτερήσουν, στην ίδια ακριβώς πλατφόρμα, του εγκλήματος και του θανάτου: να γίνουν, δηλαδή, ακόμα χειρότερες/καλύτερες εγκληματίες από τους άντρες κι έτσι μόνο να εξασφαλίσουν τη ζωή τους.

Μια ταινία είδους, ένα heist movie, έχει το μεγαλειώδες πλεονέκτημα του να περνά ιδέες και μηνύματα μέσα από την ίδια του τη δομή. Εδώ, ο Στιβ ΜακΚουιν, τα βροντοφωνάζει, χοντροκομμένα και ιδεολογικά αφελώς. Γιατί, όπως φαίνεται, δεν του αρκεί να βυθιστεί στην ταυτότητα της ταινίας του, θέλει να την περιβάλει και με τη δική του σοβαροφάνεια που, σε μια τέτοια ρυθμική, πληθωρική, στην ουσία της fun, ταινία, εκτίθεται γυμνή.