Οτι φαινομενικά το «The Wicker Man» δεν είναι μια ταινία τρόμου, αλλά περισσότερο μια σάτιρα ή ένα όνειρο/εφιάλτης ή τελικά και ένα παρεξηγημένο - ως τέτοιο - μιούζικαλ βγαλμένο ένα παραισθησιογόνο 70s overdose, είναι μέρος όχι μόνο της γοητείας του αλλά και του θρύλου που το γέννησε και το αξιώσε χρόνια μετά να θεωρείται μια από τις καλύτερες βρετανικές ταινίες όλων των εποχών, όσο κι αν είναι πρόδηλα μια ταινία της εποχής της και μόνο ως τέτοια μπορείς πλέον να ανιχνεύσεις τις διαχρονικές της απολήξεις.

Βασισμένο πάνω στο «Ritual» του Ντέιβιντ Πίνερ που εκδόθηκε το 1967, το «The Wicker Man» είναι πρωτίστως έργο του Αντονι Σάφερ (με το όνομά του να συνοδεύει και τον τίτλο στα credits της αρχής), αδερφού του Πίτερ Σάφερ του «Amadeus», ο οποίος είχε ήδη διαπρέψει με το θεατρικό «Sleuth» και το σενάριο του «Frenzy» ένα χρόνο νωρίτερα το 1972. Η διασκευή του Σάφερ πάνω στο βιβλίο του Πίνερ φέρει όλη τη φολκ αφέλεια της εποχής, αλλά μαζί αναδύει μια νοσηρή υπερ-σεξουαλική ατμόσφαιρα που πατάει πάνω στη σύγκρουση δύο ολόκληρων κόσμων που δεν είναι μόνο ο χριστιανικός και ο παγανιστικός αλλά περισσότερο ο παλιός και ο καινούριος κόσμος που ευαγγελιστήκαν τα παιδιά των λουλουδιών.

Το «The Wicker Man» ξεκινάει με την άφιξη ενός αστυνομικού σε ένα βρετανικό νησί στα δυτικά της Σκοτιάς. Εχει φτάσει εκεί με σκοπό να ερευνήσει την εξαφάνιση ενός κοριτσιού που του έχει καταγγελθεί ανώνυμα με ένα γράμμα. Η υποδοχή του από τους κατοίκους είναι τουλάχιστον παράξενη, όλοι αρνούνται την ύπαρξη του κοριτσιού, ενώ μια σειρά από αλλόκοτα γεγονότα οδηγούν τον αστυνομικό στα όρια του. Στο κέντρο του μυστηρίου βρίσκεται η εντύπωση που αποκομίζει ο καθώς πρέπει χριστιανός αστυνομικός για ένα νησί όπου κορίτσια χορεύουν γυμνά γύρω από φωτιές, το σεξ γίνεται σε κοινή θέα και στο σχολείο η δασκάλα μαθαίνει στα παιδιά τι έστί φαλλός. Η εντύπωσή του θα γίνει βεβαιότητα όταν θα συναντηθεί και με τον αρχηγό του νησιού, ο οποίος θα τον διαβεβαιώσει για την αλλιώτικη πίστη πάνω στη οποία έχει οικοδομηθεί ολόκληρη η δομή του νησιού.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε μια τρομακτική σκηνή σε όλο το «The Wicker Man». Το twist του φινάλε παραμένει έξυπνο ακόμη και για το σημερινό υποψιασμένο κοινό, αλλά είναι ολοφάνερο πως αυτό που ενδιαφέρει τον Ρόμπιν Χάρντι ήταν η μετουσίωση ενός υλικού που φιλοδοξούσε να ενισχύσει μια παράδοξη ατμόσφαιρα ξέχειλου ερωτισμού και υποψίες δαιμόνων και τελετών μαύρης μαγείας, μέσα σε ένα σύμπαν φτιαγμένο από την γοτθική καχυποψία ενός κλειστού τόπου και το κάλεσμα για ελευθερία των 70s, παιδί των οποίων είναι όλο το φιλμ από τη σύλληψη μέχρι την εκτέλεσή του.

Δεν είναι μόνο τα μουσικά θέματα του Πόλ Τζιοβάνι (συνολικά 13 τραγούδια - από παραδοσιακά μέχρι φολκ χαρακτηριστικές για τα 70s μπαλάντες), ούτε η Μπριτ Εκλαντ, σύζυγος του Πίτερ Σέλερς, μούσα του Ροντ Στιούαρτ σε μια από τις πιο ερεθιστικές σκηνές ολόκληρης της ταινίας όταν γυμνή αναστατώνει τον σεμνότυφο αστυνομικό από το διπλανό δωμάτιο. Είναι η αίσθηση μιας αυθάδειας που το «The Wicker Man» υψώνει ως μεσαίο δάχτυλο στην «βασιλική» σεμνοτυφία μιας ολόκληρης εποχής προκειμένου να προτάξει συνθήματα νέα για έναν νέο κόσμο: η queer περσόνα του Κρίστοφερ Λι (στον αγαπημένο του, κατά τον ίδιο, ρόλο), ο γυμνισμός ως κόκκινο πανί για τους συντηρητικούς, η κονσερβοποιημένη διατροφή ως εκδίκηση της Φύσης.

Χωρίς καμία διάθεση να μειωθεί η παρακαταθήκη του ως ταινία τρόμου, το «The Wicker Man» είναι - προς τιμήν του - περισσότερο μια σάτιρα για τη σύγκρουση του παλιού με τον νέο κόσμο, με κιτς αποχρώσεις, μια γενικότερη αναφορά στον Νίκολας Ρεγκ (και του «Don’t Look Now» της ίδιας χρονιάς και του «Performance» των αρχών του 1970) χωρίς την βαρύτητα της κινηματογραφικής μαρτυρίας του δεύτερου, και μαζί μια διάθεση ανησυχίας για το πότε ακριβώς θα συμβεί η αιματοχυσία. Αυτή δεν θα έρθει ποτέ και ακόμη και η θυσία του φινάλε - από τα πιο διάσημα στην ιστορία του σινεμά - λειτουργεί περισσότερο σαν ένα προμήνυμα για τα χρόνια που θα ακολουθούσαν, όχι μόνο για την βρετανική κοινωνία αλλά και το ίδιο το σινεμά είδους.

Η επιδραστικότητα του «The Wicker Man», περισσότερο και από την ίδια την αυτούσια κινηματογραφική του αξία, είναι ενδεικτική της κοινωνικής του αναγωγής σε μια - ναι, τρομακτική, τελικά - ταινία για την καταπιεσμένη επιθυμία, τα δεινά των οργανωμένων θρησκειών, το φόβο για το «διαφορετικό».