Εάν η Μεγκ Ράιαν ήταν η δίκαια εστεμμένη βασίλισσα της ρομαντικής κομεντί στα '80ς-'90ς, αυτό δεν εξασφαλίζει ότι τριάντα χρόνια μετά (και οκτώ χρόνια από την τελευταία της δουλειά σε μια δυσνόητα άνιση καριέρα), μπορεί ν' αναβιώσει το πολύπαθο τελευταία είδος, παρά την προθυμία της και το ακαταμάχητο ταίρι της στην οθόνη.
Τη «μαγική» μέρα της 29ης Φεβρουαρίου, ένας άντρας και μια γυναίκα, γύρω στα 50, συναντιούνται τυχαία σ' ένα αεροδρόμιο όπου κι οι δυο κάνουν stop-over για άλλους προορισμούς. Εκείνη είναι η Γουιλελμίνα Ντέιβις, σήμερα ενεργειακή θεραπεύτρια με αισιόδοξη κοσμοθεωρία, εκείνος είναι ο Γουίλιαμ Ντέιβις, σήμερα στέλεχος εταιρείας, ορθολογιστής και πεσιμιστής. Οι δυο άνθρωποι με τα ίδια αρχικά, η Γουίλα και ο Μπιλ, ήταν ζευγάρι στα νεανικά τους χρόνια. Αποκλεισμένοι σ' ένα αεροδρόμιο όπου λόγω κακοκαιρίας όλες οι πτήσεις ακυρώνονται, θα ταξιδέψουν στο παρελθόν και στα χρόνια που μεσολάβησαν από την τελευταία τους επαφή.
Στη δεύτερη δουλειά της ως και σκηνοθέτης (μετά το δράμα του Β' Παγκοσμίου, «Ithaca», του 2015, που δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα), η Μεγκ Ράιαν διασκευάζει το θεατρικό έργο «Shooting Star» του Στίβεν Ντιτς, στρώνοντας την πλατφόρμα για κάτι υπερβατικό αλλά χωρίς να καταφέρνει, ή και να θέλει, ν' απογειωθεί. Η θεατρικότητα μεταφέρεται και στην ταινία, με τον Μπιλ και τη Γουίλα να περιφέρονται στους εσωτερικούς χώρους του αεροδρομίου (εκτός από ένα φορσέ μουσικοχορευτικό ξέσπασμα υπό τους ήχους του Pure των Lightning Seeds), αλλά το αεροδρόμιο αυτό δεν είναι συνηθισμένο. Δεν υπάρχουν άλλοι ταξιδιώτες - μόνο λίγες περαστικές φιγούρες στο background - οι αίθουσες και οι διάδρομοι βυθίζονται, προοδευτικά, όλο και πιο βαθιά στο σκοτάδι ώσπου και κόβεται τελείως το ρεύμα, ενώ η φωνή από το μεγάφωνο (στο credit Χαλ Λίγκετ οι fans των Pearl Jam θ' αναγνωρίσουν τη μοναδική φωνή του Εντι Βέντερ), τούς επισκέπτεται τακτικά με ελαφρώς σουρεαλιστικές ανακοινώσεις που, στην πορεία, μοιάζουν ν' απαντούν στις δικές τους συζητήσεις.
Σε τέτοιο βαθμό η ατμόσφαιρα και οι συμβολισμοί της ταινίας ξεφεύγουν από το ρεαλισμό, ώστε, όχι μακριά από το φινάλε του «Lost», ν' αρχίσει κανείς ν' αναρωτιέται εάν αυτό που βλέπει είναι φαντασιακό, ένα όνειρο, εάν οι δύο Γ. Ντέιβις είναι στην πραγματικότητα νεκροί, εάν ο εκφωνητής είναι ο Θεός που κατευθύνει, κάτω, τους ανθρώπους στην τελευταία τους «πτήση». Αλλά όχι - οι μονταζιακές κι αισθητικές επιλογές της Μεγκ Ράιαν / σκηνοθέτη δεν κρύβουν τίποτε περισσότερο από τη συνάντηση δυο μεσηλίκων που κάποτε αγαπιούνταν και, με την οικειότητα που συχνά διατηρούν τα παλιά ζευγάρια όσος χρόνος κι αν περάσει, καταφέρνουν, μέσα σε λίγες ώρες, να μοιραστούν όλα εκείνα που «συνέβησαν μετά» το χωρισμό τους, αλλά και να κάνουν ο ένας την άλλη κι αντίστροφα, καλύτερους ανθρώπους.
Οσο κι αν οι διάλογοι είναι στημένοι, όχι φυσικοί, υπερβολικά γεμάτοι αναφορές κι απανωτά κυνικά αστεία στη γενική γραμμή τού «κάθε πέρσι και καλύτερα για την ανθρωπότητα», το κινηματογραφικό ζευγάρι της Μεγκ Ράιαν και του Ντέιβιντ Ντουκόβνι, εκτός από μια αδιαμφισβήτητη χημεία, έχει την εμπειρία να διασώζει τις διαφορετικά αμήχανες σκηνές με χάρη, πληθωρικότητα, ευαισθησία, χιούμορ. Αυτό όμως μόνο υπογραμμίζει τα στραβοπατήματα του σεναρίου και του γενικού στόχου. Η αφιέρωση, δε, της ταινίας, στους τίτλους τέλους, στη «Νόρα», στη Νόρα Εφρον, τη μεγαλειώδη σεναριογράφο των ρομαντικών κομεντί (πολλών με τη Μεγκ Ράιαν φυσικά), που έστρωσε τα δικά μας νεανικά χρόνια με αφοπλιστικούς έρωτες και διαβολεμένο αυτοσαρκασμό, απλώς επιβεβαιώνει ότι το «κάθε πέρσι και καλύτερα» ισχύει, πάντως, σίγουρα γι' αυτό το αγαπημένο και λοξοδρομημένο κινηματογραφικό είδος.